Δεν είμαι από εκείνους που καμαρώνουν για την πορεία του φοιτητικού κινήματος τα τελευταία (πολλά) χρόνια. Δεν πιστεύω στις μειοψηφικές κινητοποιήσεις, ούτε στην άσκηση βίας μέσα στα πανεπιστήμια, ούτε στη συνδιαλλαγή των φοιτητικών παρατάξεων με τους καθηγητές, ούτε στους αιώνιους φοιτητές, ούτε στην απόρριψη της σύνδεσης των ΑΕΙ και των ΤΕΙ με την παραγωγή και την αγορά.
 
Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι μπορώ να αποδεχτώ την αστυνομική λογική, τον τσαμπουκά και τον αυταρχισμό του κ. Φορτσάκη και των ομοίων του. Δεν μπορώ να δεχτώ την απαξίωση της δημόσιας παιδείας, το μποτιλιάρισμα των φοιτητών στις αίθουσες, την απογύμνωση των πανεπιστημίων από το διοικητικό προσωπικό, τους σεκιουριτάδες, τους πολυθεσίτες εκπροσώπους της εξουσίας, την αναδιοργάνωση της παιδείας με όρους φάμπρικας. Δεν μπορώ να δεχτώ την ανεξέλεγκτη βία των ΜΑΤ, την αλητεία να αποκαλείται νόμος και τάξις, τις ασκήσεις αστυνομικής γυμναστικής που οργανώνονται για λόγους σωφρονισμού της κοινής γνώμης, με προεκλογικό ορίζοντα. Και φυσικά δεν μπορώ να ανεχθώ την αποσιώπηση όλων αυτών από τα ΜΜΕ, την επιλεκτική προβολή του λόγου της εξουσίας, την προβολή των φοιτητών και της νεολαίας ως προβληματικών και αποσυνάγωγων. γι' αυτό και είμαι μαζί τους.
 
Δεν είμαι από εκείνους που θεωρούν εύλογη την εθιμικώ δικαίω κατάληψη του πανεπιστημίου λόγω της επετείου του Πολυτεχνείου. Δεν πιστεύω ότι καλό πανεπιστήμιο είναι το πανεπιστήμιο που καίγεται, καλό πανεπιστήμιο θεωρώ το ανοιχτό πανεπιστήμιο, το πανεπιστήμιο όπου ο διάλογος, η έρευνα και η αναζήτηση της γνώσης ανθίζουν ανεμπόδιστα, όπου η δημοκρατία και η συλλογικότητα εφαρμόζονται στην πράξη.
 
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορώ να διανοηθώ ένα πανεπιστήμιο όπου θα κυριαρχούν ο φόβος, η καταστολή και η στυγνή πειθαρχία, η ηθικολογία και ο ρεβανσισμός. 
 
Δεν είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι η παιδεία είναι υπόθεση κυρίως υλικών πόρων, πιστεύω ότι είναι πρωτίστως θέμα έμπνευσης και δημιουργικότητας, υπόθεση  κινητοποίησης όλων των διαθέσιμων πόρων, των ηθικών πρώτα πρώτα, ώστε το πανεπιστήμιο να λάμψει, να ανοιχτεί στην κοινωνία και στην αγορά και να γίνει ο μοχλός μιας μεγάλης πολιτιστικής επανάστασης που θα αντιστρέψει αξίες και προτεραιότητες, που θα βάλει τον άνθρωπο και τη γνώση πάνω από τα κέρδη, τους αριθμούς και τις ψυχρές επιστημονικές τεχνικές. Μονάχα μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία, νομίζω, θα υπερβούμε και την κρίση που μας ταλανίζει. Όλα τα άλλα αποτελούν λογιστικές ρυθμίσεις υπέρ των δανειστών του κράτους.
 
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορώ να συναινέσω σε προκρούστιες μνημονιακές πολιτικές για την παιδεία, στην εξαθλίωση διδασκόντων και φοιτητών, στη λογιστική προσέγγιση της επιστήμης και της έρευνας, σε ανάλγητες ταξικές επιλογές, στην αποθέωση μιας ψευτοτεχνοκρατικής λογικής που θέλει να κόψει και να ράψει το πανεπιστήμιο στα μέτρα μιας στενής τεχνικής εξειδίκευσης.
 
Δεν είμαι απ’ αυτούς που δεν τους πειράζει το πανεπιστήμιο να είναι βρώμικο, άγονο και κλεισμένο αυτιστικά στη λογική των φοιτητικών παρατάξεων, της πελατειακής αποκέντρωσης και της επιστημονικής ευκολίας.
 
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το πανεπιστήμιο μπορεί ν’ αλλάξει με όρους Σχολής Ευελπίδων, ότι μπορεί να καταλύεται η αυτονομία του κατά το δοκούν, ότι μπορεί να υφίσταται αμαχητί της αλλεπάλληλες δήθεν μεταρρυθμίσεις που απεργάζονται οι κυβερνώντες, άλλοτε γιατί προσπαθούν να μεταφυτεύσουν με άκριτο τρόπο ξένα πρότυπα, άλλοτε γιατί απλώς θέλουν να επιβάλουν οικονομίες και άλλοτε γιατί επιδιώκουν να ξηλώσουν τα δημόσια πανεπιστήμια, να τα απαξιώσουν στα μάτια φοιτητών και γονέων και να εφαρμόσουν τα αγοραία σχέδιά τους.
 
Δεν είμαι απ’ αυτούς που θεοποιούν τις εθνικές επετείους, ακόμα και αυτήν του Πολυτεχνείου. Παρακολουθώ χρόνια τώρα την τυποποίηση των αγωνιστικών εκδηλώσεων και ακούω με επιφύλαξη τα συνθήματα των ημερών, αναγνωρίζοντας σ’ αυτά στοιχεία ενός μνημόσυνου μάλλον, παρά μιας επίκαιρης αγωνιστικής συνέχειας. Μιας μίμησης περισσότερο παρά μιας επανεφεύρεσης του μαχητικού πνεύματος, όπως συνέβη το ’72-’73. Ενός κινήματος που δεν το λες εύκολα κίνημα, γιατί βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση και έχει χάσει μεγάλο μέρος από την καθολικότητα και τον ενωτικό χαρακτήρα που πρέπει να χαρακτηρίζει ένα μαζικό κίνημα.
 
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα συμπαραταχθώ ποτέ με τους αιώνιους απόντες, με τους ρεβανσιστές που ουδέποτε χώνεψαν το Πολυτεχνείο και το νόημά του, που σ’ αυτό έβλεπαν μονάχα την αναταραχή και όχι το μεγαλείο, την πρόσκαιρη καταστολή του και όχι τον καταλυτικό του ρόλο στην πτώση της χούντας. Σε όλους εκείνους που σαράντα ένα χρόνια τώρα προσπαθούν να ροκανίσουν μία προς μία τις κατακτήσεις του Πολυτεχνείου και να ακυρώσουν τα ανεκπλήρωτα όνειρα.
 
Δεν είμαι απ’ αυτούς που χαϊδεύουν τα αφτιά της νεολαίας αποθεώνοντας την αθωότητά της, ούτε απ’ αυτούς που κλαυθμυρίζουν νύχτα-μέρα για το κακό που τη βρήκε, και αυτομαστιγώνονται επειδή τους παραδίδουμε τη χώρα σε χειρότερη μοίρα από ό,τι την παραλάβαμε. Όχι γιατί δεν συμμερίζομαι -εν μέρει τουλάχιστον- τις διαπιστώσεις, αλλά γιατί είμαι πεπεισμένος ότι αυτή η δημόσια ρητορική  αδρανοποιεί εντέλει τη νεολαία, κινδυνεύει να την οδηγήσει σε παθητικότητα ή και σε παραίτηση – στο βαθμό βέβαια που η νεολαία παίρνει υπόψη της όσα λένε οι μεγάλοι ή παρακολουθεί την ατζέντα της τηλεόρασης, πράγμα που ευτυχώς δεν συμβαίνει.
 
Βλέπω όμως αυτά τα παιδιά που βγήκαν από ένα υποβαθμισμένο σχολείο για να περάσουν σε ένα υποβαθμισμένο πανεπιστήμιο, που τρώνε στη μάπα ό,τι μεταρρύθμιση κατέβει στο κεφάλι των εκάστοτε υπουργών Παιδείας, που για να δημιουργήσουν και για να απογειωθούν -επιστημονικά και προσωπικά- χρειάζονται ένα οργανωμένο πλαίσιο, όραμα, έμπνευση και προσανατολισμό, αλλά τέτοιο σχέδιο δεν υπάρχει, κι όταν υπάρχει στερείται αξιοπιστίας και νομιμοποίησης. Που βιώνουν στο πετσί τους την κατάθλιψη των μεγάλων -μαζί με τη δική τους εφηβική κατάθλιψη-, αλλά που δυσκολεύονται ακόμα και να τους αμφισβητήσουν πλέον, γιατί η εφηβική αμφισβήτηση χάνει μεγάλο μέρος από το νόημά της όταν στρέφεται εναντίον καθημαγμένων γονέων. Βλέπω παιδιά που αναζητούν ίσως νέες μορφές αγώνα και κίνητρο για να μορφωθούν και να δημιουργήσουν, αλλά δεν τα έχουν βρει ακόμα. Να τα αναζητήσουμε μαζί – χωρίς πατερναλισμούς.
 
Ξέρω βέβαια την ένσταση: Συζητήσιμα όλ’ αυτά, αλλά γιατί τα λες τώρα, την ώρα που χτυπάνε τα κλομπ πάνω στις ασπίδες ή σε κεφάλια, γιατί ασκείς αυτή την κριτική κάτω από τον ήχο των χειροβομβίδων κρότου λάμψης, μέσα στη θολούρα και την ασφυξία των χημικών.
 
Τα λέω ακριβώς τώρα, γιατί ποτέ δεν είναι άκαιρη αυτή η κριτική, γιατί έχουμε ήδη καθυστερήσει να αναμετρηθούμε με τα αγωνιστικά στερεότυπά μας και με τα φαντάσματα ενός κινήματος που έχασε προ πολλού την ακτινοβολία του και έγινε υπόθεση περισσότερο μειοψηφιών, παρά των ίδιων των φοιτητών. Τα λέω όλ' αυτά τώρα γιατί έχουμε καθυστερήσει να ανοίξουμε μια σοβαρή κουβέντα σχετικά με το είδος των πανεπιστημίων που θέλουμε – μιλάμε περισσότερο γύρω από το τι δεν θέλουμε. Τα λέω όλ’ αυτά τώρα, γιατί το επίκαιρο νόημα του Πολυτεχνείου είναι, κατά την άποψή μου, να ξεφύγουμε από τις ευκολίες της μεταπολίτευσης και να ξαναδούμε από την αρχή τους σκοπούς, τις προτεραιότητες και τις μεθόδους.
 
Κι ακόμα, τα λέω όλ’ αυτά τώρα γιατί πιστεύω στη νεολαία και στη δυναμική της, άρα πιστεύω και στην ανάγκη να μιλάει κανείς μαζί της με ευθύτητα, ίσος προς ίσον. Ούτε να την κανακεύει, και ούτε, πολύ περισσότερο, να τη νανουρίζει.