«Δεν πουλάμε προσωπικά δεδομένα σε κανέναν» δήλωνε ο ιδρυτής του Facebook τον περασμένο Απρίλιο ενώπιον του Κογκρέσου. Και πράγματι, σύμφωνα με το αποκλειστικό δημοσίευμα των New York Times, η εταιρεία ήταν συνεπής στο ότι δεν τα πουλούσε. Όμως, τα μοιραζόταν. Σε αντάλλαγμα, οι συμφωνίες βοηθούσαν το Facebook να αποκτήσει νέους χρήστες ενώ αυξάνονταν τα έσοδα από τις διαφημίσεις. Το ρεπορτάζ των NYT, που επιβεβαιώνει ότι το πιο πολύτιμο εμπόρευμα στην ψηφιακή εποχή είναι τα προσωπικά δεδομένα, βασίζεται σε έρευνα εκατοντάδων εσωτερικών εγγράφων του κολοσσού κοινωνικής δικτύωσης καθώς και σε συνεντεύξεις με 50 πρώην εργαζομένους του.
«Το προϊόν είσαι εσύ: Αυτή είναι η συμφωνία που πολλές εταιρείες της Silicon Valley προσφέρουν στους καταναλωτές. Οι χρήστες έχουν δωρεάν μηχανές αναζήτησης, λογαριασμούς στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, smartphone apps, και οι εταιρείες με τη σειρά τους χρησιμοποιούν όλα τα προσωπικά δεδομένα που συλλέγουν – τα likes σου, τους φίλους σου, τις αναζητήσεις σου- για να διαφημίσουν και να πουλήσουν.»
Έτσι ξεκινάει το ρεπορτάζ των New York Times, που καταλήγει σε νέες αποκαλύψεις- εκτός από τη συμφωνία για μοίρασμα των δεδομένων των χρηστών με κολοσσούς με στόχο την αύξηση των χρηστών και των κερδών του Facebook από διαφημίσεις – μετά από διερεύνηση των στοιχείων που οι δημοσιογράφοι έχουν στα χέρια τους.
Το Facebook επέτρεπε στη Bing, τη μηχανή αναζήτησης της Microsoft να βλέπει τα ονόματα όλων των φίλων των χρηστών χωρίς την άδειά τους, ενώ επέτρεψε στη Netflix και το Spotify να διαβάζουν τις ιδιωτικές συνομιλίες των χρηστών.
Οι παραπάνω εταιρείες καθώς και πολλές ακόμα άλλες, δεν υπόκεινται στους συνήθεις κανόνες προστασίας προσωπικών δεδομένων αλλά απολαμβάνουν μία εξαιρετική μεταχείριση.
Τα έγγραφα που εξέτασαν οι δημοσιογράφοι δείχνουν ότι το Facebook μοιραζόταν τα δεδομένα χρηστών με τουλάχιστον 150 εταιρείες -κυρίως τεχνολογίας αλλά και ΜΜΕ, οι οποίες δεν υποχρεώθηκαν να υπακούσουν στους συνήθεις κανόνες προστασίας προσωπικών δεδομένων, αλλά απολαμβάνουν μία εξαιρετική μεταχείριση. Οι NYT παραδέχονται στο ρεπορτάζ τους ότι και οι ίδιοι είναι ανάμεσα στις εταιρείες που είχαν πρόσβαση στα δεδομένα.
Τον περασμένο Μάρτιο, ένα μεγάλο σκάνδαλο έριξε κατακόρυφα τις μετοχές του πιο δημοφιλούς κοινωνικού δικτύου. Ήταν το σκάνδαλο «Cambridge Analytica» και είχε να κάνει με την εταιρεία παροχής υπηρεσιών πολιτικής επικοινωνίας Cambridge Analytica, η οποία εργάστηκε για την προεκλογική καμπάνια του Τραμπ και την εκστρατεία υπέρ του Brexit, και η οποία συγκέντρωσε πληροφορίες για τουλάχιστον 50 εκατομμύρια προφίλ Αμερικανών ψηφοφόρων μέσω του Facebook.
Παρόλο που τότε το Facebook υποστήριξε ότι έχει ήδη προβεί σε αλλαγές στην πολιτική απορρήτου από το 2014 και ότι οι χρήστες του προστατεύονται πια από τέτοιου είδους πρόσβαση στα δεδομένα τους, οι NYT αποκαλύπτουν ότι η εταιρεία συνέχισε να δίνει πρόσβαση κάθε μήνα σε κολοσσούς όπως η Microsoft και η Amazon στα προσωπικά δεδομένα εκατομμυρίων ανθρώπων -συμπεριλαμβανομένων διευθύνσεων email και τηλεφώνων, χωρίς τη συγκατάθεση των χρηστών.
Όπως τονίζει το ρεπορτάζ, οι εταιρείες έχουν πρόσβαση ακόμα κι αν ο χρήστης έχει απενεργοποιήσει τη δυνατότητα της πρόσβασης τρίτων μερών στα δεδομένα του. Πώς συμβαίνει αυτό; Σύμφωνα με το Facebook, κάθε μία από αυτές τις τρίτες εταιρείες λειτουργεί σαν προέκταση του κοινωνικού δικτύου και συνεπώς, κάθε πληροφορία που μοιραζόταν κάποιος με τους φίλους του στο Facebook, μπορούσε να αποκτηθεί από αυτές τις εταιρείες χωρίς να απαιτείται καμία περαιτέρω συναίνεση.
To Facebook είχε συνάψει συμφωνία συναίνεσης το 2011 με την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου, η οποία αποσκοπούσε στη θωράκιση των προσωπικών δεδομένων. Σε συνέντευξή του ο Διευθυντής του Facebook για ζητήματα ιδιωτικότητας και δημόσιας πολιτικής, είπε ότι καμία από τις παραπάνω συνεργασίες με τις εταιρείες δεν παραβίασαν αυτή τη συμφωνία για τα προσωπικά δεδομένα. Οι NYT, από τη μεριά τους, ρώτησαν τέσσερις πρώην αξιωματούχος και εργαζομένους στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή, αν υπάρχει παραβίαση της συμφωνίας: «Πιθανότατα ναι εφόσον οι χρήστες είχαν πλήρη άγνοια και δεν είχαν δώσει τη συναίνεσή τους».
Time to #DeleteFacebook https://t.co/t0WvDgGSaF
— Matt (@MinnesotaMatt23) 19 Δεκεμβρίου 2018
Μόλις κυκλοφόρησε το δημοσίευμα των NYT, οι μετοχές του μεγαλύτερου Μέσου κοινωνικής δικτύωσης στον κόσμο έπεσαν, θυμωμένοι χρήστες λάνσαραν το #DeleteFacebook ενώ ένας παλαιότερος επενδυτής, ο Roger McNamee, δήλωσε ότι «Εάν το Facebook δεν αλλάξει το business model του, κανένας μας δεν μπορεί να το εμπιστεύεται».