Αυτό το μόλις 2% που κατορθώνει να «πετύχει» και να «ανέβει» κοινωνική κατηγορία, είναι αρκετό για να παραμυθιαστεί το υπόλοιπο 98% μιας υποτελούς τάξης ότι μπορεί να τα καταφέρει και αυτό και να εγκαταλείψει κάθε περίπτωση συλλογικής δυναμικής δράσης.

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Το φαινόμενο αυτό, γνωστό ως τοκενισμός (tokenism) ή προσχηματική διαταξική κινητικότητα, είναι ο καλύτερος στυλοβάτης του καπιταλισμού, παράγοντας έτσι μαζικά κυρ-Παντελήδες που ονειρεύονται ένα καλύτερο ατομικό αύριο και…ζμπούτσατους.

Βέβαια, το παραμύθι έχει μερικές προϋποθέσεις: να είσαι, ας πούμε, «ικανός», «προικισμένος», «επιδέξιος», «ξύπνιος», «μάγκας», «καπάτσος» ή απλά «καταφερτζής» και όλα αυτά τα προαπαιτούμενα που η μεταπολιτευτική κυρίαρχη αφήγηση εμφύσησε στο κοινωνικό σώμα ως συναρτήσεις της «επιτυχίας». Κι από κοντά, ό,τι η σύγχρονη νεοφιλεύθερη δογματική επιχειρεί εκ νέου να νοηματοδοτήσει ως «αριστεία». Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, το απέδειξαν με τον καλύτερο τρόπο. «Λένε πως άμα προσπαθήσεις, θα ΄ρθει ο καιρός που θα ανοιχτείς και θα πλουτίσεις», όπως δίδαξε και ο κύριος Σαββόπουλος. Άμα «έχεις τον τρόπο σου», «θα την βρεις την άκρη»!

Βέβαια, η μικρή λεπτομέρεια ότι η δια-ταξική αυτή μεταπήδηση μπορεί να αφορά πάντα και μόνο ένα μικρό ποσοστό περνάει απαρατήρητη. Γιατί ο «τοκενισμός» συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής κοινωνικής μηχανικής, προκαλεί κοινωνική σύγχυση, θολότητα, αμηχανία και αποπροσανατολισμό στις κρίσεις των ανθρώπων, σε σχέση με το δίλημμα της ατομικής διαφυγής ή της συλλογικής δράσης. Η αμήχανη αδράνεια, που το λαϊκό κίνημα μοιράζεται στις μέρες μας, είναι εν μέρει συνέπεια αυτού του συστημικού μηχανισμού.

Όπως εκτιμά ο Wright, «ο τοκενισμός συνδυάζει στοιχεία διακρίσεων και αξιοκρατίας, δημιουργώντας έτσι βεβαιότητα σχετικά με τη νομιμότητα της ιεραρχίας των τάξεων». Πρόκειται για ένα μπέρδεμα, μια οργανωμένη συστημικά σύγχυση, που προκαλεί για τις υποτελείς τάξεις δραματικές αυταπάτες, που ακινητοποιούν και παθητικοποιούν εν τέλει το κοινωνικό σώμα στην προσδοκία μιας ατομικής καβάτζας. Όσο κάποιοι μπορούν να ξεφεύγουν από την υποτελή τάξη τους, το σύστημα της κοινωνικής ανισότητας μοιάζει στα μάτια των υπολοίπων δίκαιο, θεμιτό, εύλογο και νομιμοποιημένο. Ως εκ τούτου, κάπου από δίπλα, ξεπηδάει συνοδευτικά η αυτοενοχοποίηση. Αν η κοινωνική ιεραρχία είναι δίκαιη και εύλογη, τότε, προφανώς, «φταίω εγώ που δεν τα καταφέρνω». «Φταίω εγώ που δεν κατορθώνω» να εκπληρώνω τις προϋποθέσεις επιτυχίας. Προφανώς, «δεν είμαι ικανός», «δεν έχω επαρκείς δυνατότητες», «είμαι μπουνταλάς», «είμαι αφελής» ή «λίγο δειλός ή χαζούλης» και όλα τα σχετικά κοσμητικά επίθετα με τα οποία, αρκετά συχνά, στην ελληνική κοινωνία, οι μητέρες επιδαψιλεύουν τα παιδιά τους ή οι απαιτητικές πεθερές τους/τις ανεπρόκοπους/ες συζύγους.

Πρόκειται για μια συστημική προσχηματική «αξιοκρατία» που απλώνεται και προωθείται σε όλο το κοινωνικό πλαίσιο, από τον τζόγο και την ευκαιρία να σου «κάτσει», μέχρι την οικογένεια και τα ανελαστικά πρότυπα με τα οποία εκπαιδεύει τα παιδιά της, καθώς υιοθετεί αμάσητο το «τοκενιστικό» παραμύθιασμα. Η αλήθεια είναι ότι η νεοελληνική οικογένεια ριγμένη αιφνίδια στον μεταπολιτευτικό ναρκισσισμό τροφοδότησε, συχνά, τα παιδιά της με την προσδοκία να εκπληρώνουν τις υπερβολικά υψηλές προσδοκίες της, δίνοντας έμφαση στο κοινωνικό κύρος, στα χρήματα, στην με κάθε μέσο επιτυχία, στην ομορφιά, στην τάξη κλπ, σε βάρος όμως της ευτυχίας, της ικανοποίησης και ενός αισθήματος προσωπικής ολοκλήρωσης, αλλά κυρίως σε βάρος των αρμονικών σχέσεων με τους Άλλους, δηλαδή σε βάρος των δυνατοτήτων συγκρότησης μιας αγωνιστικής συλλογικότητας.

Η νεοελληνική οικογένεια, ενσωματώνοντας το «τοκενιστικό» πρόταγμα, έμαθε να συναρτά την εκδήλωση της αγάπης των γονιών προς τα παιδιά τους, ανάλογα με το βαθμό ανταπόκρισης τους σε κάποια υψηλά –καθώς φανταζόταν η ίδια– στάνταρς. Αυτή η υπό προϋποθέσεις αγάπη και αποδοχή της μητέρας που «θα σ’ αγαπάει άμα είσαι καλό παιδί», έχτιζε στον ανθρώπινο ψυχισμό μια πιεστική και, συχνά ανεξάντλητη, λίστα προϋποθέσεων που ήταν αναγκαστικό να εκπληρώνονται, εφ' όρου ζωής, με αμετάκλητο τρόπο.

Ήταν τέτοια η προ-μεταπολιτευτική οικογενειακή μειονεξία και στέρηση -έναντι «των καλυτέρων ευρωπαϊκών»- που δεν θα μπορούσε παρά να αναπληρώνεται στα ίδια τα παιδιά της με την καθιέρωση των ανελαστικότερων στάνταρτς. Η ανελέητη βαθμοθηρία και η τιμώμενη με την εθνική σημαία «αριστεία», στο πλαίσιο του επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος, είναι μονάχα μικρές αιχμές μιας νοσηρής κοινωνικής ψυχοπαθολογίας, που έθετε ως υπαρξιακό στόχο την επιτυχία και μόνο την επιτυχία. Η επίκριση που απλώνεται παντού γύρω μας, ως χαρακτηριστικό της μνημονιακής πραγματικότητας, ως ένα ατελεύτητο «χωσέ» όλων εναντίον όλων, δεν είναι επίσης παρά συνεπαγωγή της σφοδρής επικριτικότητας που έχουν δεχτεί οι άνθρωποι στην πορεία ανάπτυξης της προσωπικότητας τους και κάτω από την ασφυκτική πίεση να ανταποκριθούν σε κάποια στάνταρς, μπας και γίνουν επιτέλους αποδεκτοί από τους σημαντικούς Άλλους της ζωής τους.

Ανυποψίαστοι, φανατικοί πιστοί, οι περισσότεροι, της καπιταλιστικής δοξασίας ότι το κοινωνικό σύστημα είναι νόμιμο και επιτρεπτικό στην αλλαγή κοινωνικής τάξης, με τον ίδιο τρόπο που οι παλαιότεροι είχαν «τσιμπήσει» στο αναπόφευκτο του πεπρωμένου τους και… «έχει ο Θεός».  

Ακόμη και ο Άϊ Βασίλης υποτάχθηκε για να υπηρετήσει το Σχήμα (με την έννοια του όρου στην Γνωστική Ψυχολογία) των ανελαστικών στάνταρς. Το δώρο του δεν δωρίζεται απροϋπόθετα. Το δώρο του Άϊ Βασίλη έχει προαπαιτούμενα. Ακόμη και το δώρο του Άϊ Βασίλη έχει τις προϋποθέσεις του. Πρώτη και καλύτερη τη συμμόρφωση. Την υποταγή του παιδιού στις οικογενειακές απαιτήσεις και προσδοκίες, προετοιμάζοντας έτσι, πολίτες συμμορφωμένους και υπάκουους, που θα πάρουν το «δώρο» τους μόνο αν είναι καλά και φρόνιμα παιδιά.

Τσιμουδιά για άνευ όρων αποδοχή και αγάπη. Κουβέντα για χαριστικό και αφειδώλευτο δόσιμο. Ούτε μια λέξη «για το έτσι». Ούτε μιλιά για Έρωτα! Μονάχα γλυκερές χριστουγενιάτικες συναισθηματικούρες, σαν ολιγόλεπτο διάλειμμα από την αφόρητη πίεση να πετύχουμε, να «πιάσουμε την καλή». Να «πιάσουμε την καλή» εμείς ατομικά και όλα τ’ άλλα γύρω «τσιμέντο», στάχτη και μπούρμπερη. Εντάξει, τα καταφέραμε…πετύχαμε!   

Ο τίτλος είναι δάνειο από την κωμωδία της Ζοζιάν Μπαλασκό