
Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη, UNCTAD, προετοίμασε μια ταχεία αξιολόγηση του αντίκτυπου του πολέμου στην Ουκρανία στο εμπόριο και την ανάπτυξη, και συσχετιζόμενα ζητήματα στους τομείς των οικονομικών, της τεχνολογίας, των επενδύσεων και της βιώσιμης ανάπτυξης. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ραγδαία επιδεινούμενη την προοπτική για την παγκόσμια οικονομία, λόγω των αυξανόμενων τιμών των τροφίμων, καυσίμων και λιπασμάτων, της αυξημένης οικονομικής αστάθειας, της απο-επένδυσης όσον αφορά τη βιώσιμη ανάπτυξη, τις περίπλοκες αναδιατάξεις της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού, και το αυξανόμενο εμπορικό κόστος. Αυτή η ραγδαία επιδεινούμενη κατάσταση είναι ανησυχητική για τις αναπτυσσόμενες χώρες, και ειδικά για τις Αφρικανικές και τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, μερικές εκ των οποίων είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στον πόλεμο στην Ουκρανία και τις επιπτώσεις του στο εμπορικό κόστος, τις τιμές των αγαθών και τις οικονομικές αγορές. Ο κίνδυνος πολιτικών ταραχών, ελλείψεων τροφίμων και υφέσεων λόγω πληθωρισμού δε μπορεί να αγνοηθεί, ειδικά δεδομένης της εύθραυστης κατάστασης της παγκόσμιας οικονομίας και του αναπτυσσόμενου κόσμου ως αποτέλεσμα της πανδημίας του COVID-19 (κορωνοϊού).
Ένα σημαντικό σημείο ανησυχίας είναι οι τομείς των τροφίμων και των καυσίμων. Η Ρωσική Ομοσπονδία και η Ουκρανία έχουν σημαντική παρουσία στις παγκόσμιες αγροδιατροφικές αγορές (γράφημα 1). Μαζί, οι χώρες αντιπροσωπεύουν το 53% του παγκοσμίου εμπορίου ηλιελαίου και ηλιοσπόρων, και το 27% του παγκοσμίου εμπορίου σιτηρών. Στον τομέα των καυσίμων, οι τιμές της ενέργειας παγκοσμίως παρουσιάζουν κατακόρυφη αύξηση με το ενδεχόμενο μειώσεων στις αγορές πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Η χώρα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο, πωλώντας περίπου πέντε εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου καθημερινά. Η Ρωσική Ομοσπονδία είναι επίσης σημαντικός παγκόσμιος πάροχος χημικών προϊόντων – συμπεριλαμβανομένων λιπασμάτων, καθώς και προϊόντων από μέταλλο και ξύλο.
- Διατροφικά προϊόντα και χώρες εκτεθειμένες σε διαταραχές εφοδιασμού.
Το αποτέλεσμα της κρίσης στον τομέα των τροφίμων είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό. Ορισμένες χώρες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό σε εισαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων από τη Ρωσική Ομοσπονδία και την Ουκρανία. Για παράδειγμα, το ποσοστό των συνολικών εισαγωγών σιτηρών, καλαμποκιού, κριθαριού, ελαιοκράμβης, ηλιελαίου και ηλιοσπόρων από τη Ρωσική Ομοσπονδία και την Ουκρανία είναι 25,9% για την Τουρκία, 23% για την Κίνα και 13% για την Ινδία (γράφημα 2). Οι χώρες με τα χαμηλότερα εισοδήματα είναι περισσότερο εκτεθειμένες, γεγονός που προκαλεί προβληματισμό. Με βάση τους υπολογισμούς της UNCTAD, κατά μέσο όρο, παραπάνω από το πέντε τοις εκατό του καλαθιού εισαγωγών των φτωχότερων χωρών είναι προϊόντα των οποίων η τιμή ενδέχεται να αυξηθεί ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία. Το ποσοστό είναι μικρότερο του ένα τοις εκατό για πλουσιότερες χώρες.
Οι αγορές σιτηρών είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Την περίοδο 2018-2020, η Αφρική εισήγαγε 3,7 δισεκατομμύρια δολάρια σε σιτηρά (32% των συνολικών Αφρικανικών εισαγωγών σιτηρών) από τη Ρωσική Ομοσπονδία και άλλα 1,4 εκατομμύρια δολάρια από την Ουκρανία (12% των συνολικών Αφρικανικών εισαγωγών σιτηρών). Οι αντίστοιχες εισαγωγές σιτηρών από τις δύο χώρες για τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες ήταν 1,4 δισεκατομμύρια δολάρια (29%) και 0,5 δισεκατομμύρια δολάρια (10%), αντίστοιχα. Η εξέταση ορισμένων Αφρικανικών χωρών, συμπεριλαμβανομένων κάποιων λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, αποκαλύπτει έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό εξάρτησης πολλών από αυτών σε εισαγωγές σιτηρών από τη Ρωσική Ομοσπονδία και την Ουκρανία από αυτά τα συνολικά ποσοστά. Μέχρι και 25 Αφρικανικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων πολλών λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, εισάγουν παραπάνω από το ένα τρίτο των σιτηρών τους από τις δύο χώρες, και 15 από αυτές εισάγουν παραπάνω από το μισό (γράφημα 3).
Το γράφημα περιλαμβάνει κυρίως οικονομίες της Βόρειας και Ανατολικής Αφρικής, καθώς και μερικές χώρες που ήδη αντιμετωπίζουν εσωτερικές συγκρούσεις και καταστάσεις επισιτιστικής ανασφάλειας. Επιπλέον, υπάρχει περιορισμένο πεδίο αντικατάστασης των εισαγωγών από τη Ρωσική Ομοσπονδία και την Ουκρανία μέσω ενδοαφρικανικού εμπορίου, καθώς η τοπική παροχή σιτηρών είναι συγκριτικά μικρή, και πολλά τμήματα της ηπείρου δε διαθέτουν επαρκείς υποδομές μεταφορών και αποθηκευτικές δυνατότητες. Σε αυτό το πλαίσιο, και λαμβάνοντας υπόψη τις ανά χώρα κρίσεις, κλιματική αλλαγή, περιορισμούς εξαγωγών και συσσωρεύσεις αποθεμάτων, μπορεί να υπάρχει το ενδεχόμενο για κρίσεις επισιτιστικής ανασφάλειας σε ορισμένες περιοχές, ειδικά αν οι αυξημένες τιμές λιπασμάτων και άλλων ενεργοβόρων εισαγωγών επηρεάσουν αρνητικά την επόμενη αγροτική περίοδο. Περαιτέρω αύξηση στις τιμές των εισαγωγών αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την Αφρική, καθώς οι τιμές της ουρίας και του φωσφορικού άλατος – δύο σημαντικών συστατικών των λιπασμάτων – είχαν ήδη αυξηθεί κατά 30% και 4%, αντίστοιχα, μέχρι το τέλος του 2021.
Τα μακροχρόνια αποτελέσματα των αυξανόμενων τιμών των τροφίμων είναι δύσκολο να προβλεφθούν, όμως ανάλυση ιστορικών δεδομένων από τη UNCTAD ρίχνει φως σε ορισμένες πιθανές τάσεις που προκαλούν προβληματισμό. Γενικά, η πολιτική αστάθεια συνδέεται στενά με τις αυξήσεις στις τιμές αγροδιατροφικών προϊόντων. Κύκλοι αγροδιατροφικών προϊόντων (agrifood commodity cycles) έχουν συμπέσει με σημαντικά πολιτικά γεγονότα, όπως οι εξεγέρσεις για τα τρόφιμα την περίοδο 2007-2008 και η Αραβική Άνοιξη (γράφημα 4).
- Αντίκτυπος σε μεταφορές
Δεν είναι ξεκάθαρο σε τι βαθμό θα μειώσει ο πόλεμος τις προμήθειες προϊόντων από τη Ρωσικη Ομοσπονδία και την Ουκρανία, αλλά αρχικές εκτιμήσεις παραπέμπουν σε σημαντική μείωση παρά ορισμένες προσπάθειες της Δύσης να μη διαταραχθούν οι προμήθειες των προϊόντων. Τα περισσότερα οικονομικά περιοριστικά μέτρα [κυρώσεις] έχουν αποφύγει ρητά τα προϊόντα αυτά. Όμως, τα περιοριστικά μέτρα στον εναέριο χώρο, η αβεβαιότητα των εργολάβων και οι ανησυχίες όσον αφορά την ασφάλεια περιπλέκουν όλες τις εμπορικές οδούς που διέρχονται από τη Ρωσική Ομοσπονδία και την Ουκρανία. Οι δύο χώρες είναι σημαντικό γεωγραφικό συστατικό της Ευρασιατικής Γέφυρας Ξηράς (Eurasian Land Bridge). Ενώ ο Ρωσικός εναέριος χώρος είναι κλειστός για 36 χώρες και το αντίστροφο, ορισμένοι διακομιστές εμπορευμάτων επί του παρόντος προτείνουν την αποφυγή προγραμματισμού χερσαίων αποστολών μεταξύ Ασίας και Ευρώπης. Ο πόλεμος θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην παγκόσμια εναέρια χωρητικότητα μεταφοράς εμπορευμάτων και θα αυξήσει τις τιμές των αεροπορικών φορτίων καθώς οι μεταφορείς αναγκάζονται να ακολουθήσουν μεγαλύτερες διαδρομές και να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα σε καύσιμα. Επιπλέον, το ήδη ακριβό και βεβαρημένο θαλάσσιο εμπόριο θα δυσκολευτεί να αντικαταστήσει αυτές τις ξαφνικά μη διαθέσιμες χερσαίες και εναέριες οδούς.
Το 2021, 1,5 εκατομμύριο εμπορευματοκιβώτια αποστάλθηκαν σιδηροδρομικώς, δυτικά, από την Κίνα στην Ευρώπη. Αν ένας τέτοιος όγκος προστεθεί στη ζήτηση θαλάσσιων μεταφορών μεταξύ της Ασίας και της Ευρώπης, αυτό θα σημαίνει αύξηση κατά πέντε με οκτώ τοις εκατό σε μια ήδη συμφορημένη εμπορική οδό. Πράγματι, λόγω των υψηλότερων τιμών καυσίμων και της προσπάθειας αλλαγής δρομολογίων, η τρέχουσα θαλάσσια μεταφορική ικανότητα εμπορευματοκιβωτίων περιορίζεται. Αυτό είναι εμφανές από τη συνεχιζόμενη κρίση της εφοδιαστικής αλυσίδας και την ενδεχόμενη μετάβαση από χερσαίες σε θαλάσσιες μεταφορές (μεταξύ της Ασίας και της Ευρώπης). Ο αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία μπορεί να αναμένεται να οδηγήσει σε ακόμη υψηλότερα ναύλα μεταφοράς εμπορευμάτων. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως, μέχρι στιγμής, τα ναύλα μεταφοράς εμπορευμάτων παγκοσμίως φαίνεται να μην έχουν αυξηθεί, αλλά να συνεχίζουν την πιο πρόσφατη ελαφρώς πτωτική τάση τους από το νωρίτερο ανοδικό ρεκόρ. Αυτό σχετίζεται περισσότερο με μια παγκόσμια τάση χαλάρωσης των περιορισμών που σχετίζονται με την πανδημία και τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων τόνωσης της οικονομίας, έναντι της σταδιακής βελτίωσης της συμφόρησης σε ορισμένες λιμενικές περιοχές του κόσμου. Η ανοδική πίεση στις τιμές, όμως, μπορεί σύντομα να υπερισχύσει. Η διαταραχή είναι ήδη αισθητή στα μικρότερα δεξαμενόπλοια, που παίζουν σημαντικό ρόλο για τις τοπικές μεταφορές πετρελαίου στη Μαύρη Θάλασσα και τη Βαλτική Θάλασσα. Τα κέρδη των δεξαμενόπλοιων Black Sea-Med Aframax και Suezmax αυξήθηκαν από περίπου 10.000 δολάρια ημερησίως στις 18 Φεβρουαρίου του 2022, σε παραπάνω από 170.000 δολάρια ημερησίως στις 25 Φεβρουαρίου του 2022. Τα υποκείμενα έξοδα μεταφορών αυξήθηκαν κατά περίπου 400 τοις εκατό. Μέχρι τα μέσα Μαρτίου του 2022, οι τιμές των δεξαμενόπλοιων στην περιοχή παρέμειναν σταθερές, με κάποιες δευτερογενείς συνέπειες σε ορισμένους αλλά όχι όλους τους τομείς των δεξαμενόπλοιων.
Αυτές οι αυξήσεις στις τιμές μεταφορών μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία. Η UNCTAD προσομοίωσε πως η αύξηση στις μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας αύξησε τις παγκόσμιες τιμές καταναλωτή κατά 1,5 τοις εκατό – με ιδιαίτερα αισθητά αποτελέσματα σε ευάλωτες οικονομίες, όπως αναπτυσσόμενα μικρά νησιωτικά κράτη, ηπειρωτικά αναπτυσσόμενα κράτη και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (γράφημα 5).
- Σημαντικά ζητήματα όσον αφορά τα οικονομικά, τις επενδύσεις, και τη συνεχή ενεργειακή μετάβαση
Η αύξηση στις τιμές τροφίμων και καυσίμων που οφείλονται στον πόλεμο ήδη επιταχύνουν τον πληθωρισμό σε πολλές χώρες. Οι αρνητικές διανεμητικές συνέπειες θα επηρεάσουν τα φτωχότερα στρώματα των πληθυσμών, καθώς τείνουν να ξοδεύουν ένα δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του εισοδήματός τους σε τρόφιμα. Την ίδια στιγμή, χώρες που εξαρτώνται από εισαγωγές τροφίμων και καυσίμων θα αντιμετωπίσουν επιδεινούμενο ισοζύγιο πληρωμών και αυξανόμενες πιέσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Σε περιόδους αυξημένης αβεβαιότητας και αστάθειας, σημαντικοί όγκοι πλούτου μεταβιβάζονται σε φορολογικούς παραδείσους. Η μεταστροφή οικονομικών επενδυτών από περιουσιακά στοιχεία που θεωρείται πως παρουσιάζουν υψηλό βαθμό κινδύνου, όπως αναδυόμενα εμπορεύσιμα χρεόγραφα, σε ασφαλείς επενδύσεις, όπως κρατικά χρεόγραφα αναπτυγμένων οικονομιών, μπορεί να επιδεινώσει πιέσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και το ισοζύγιο λογαριασμών εξωτερικού κεφαλαίου αναπτυσσόμενων χωρών. Αυτό θα ανάγκαζε τις αναπτυσσόμενες οικονομίες να περιορίσουν τις εγχώριες νομισματικές συνθήκες, θα επιβράδυνε την ανάπτυξη και θα μείωνε τα εγχώρια πραγματικά εισοδήματα. Δε μπορούμε να παραβλέψουμε το ενδεχόμενο ενός φαύλου κύκλου ωθούμενου από αναγκαστικές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, υποτίμηση του συναλλάγματος και αυξανόμενα εξωτερικά χρέη. Παρομοίως, η σημαντική αύξηση στις τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου μπορεί να προκαλέσει τη μεταστροφή επενδύσεων στις εξορυκτικές βιομηχανίες και την παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, διακινδυνεύοντας την αναστροφή της τάσεις προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που έχει καταγραφεί τα τελευταία πέντε με δέκα χρόνια. Από κοινού, αυτές οι αλλαγές σε επενδύσεις και περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή η αναστροφή ροών κεφαλαίου, συνεπάγονται σοβαρό κίνδυνο απο-επένδυσης όσον αφορά νέες και διεθνείς οικονομικές επιχειρήσεις σε χώρες που βρίσκονται σε σύγκρουση καθώς και άλλες οικονομίες και καθοδικής πίεσης όσον αφορά τις επενδύσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες, ειδικά σε υποδομές και τομείς σχετικούς με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία φέρνει τους πολιτικούς υπεύθυνους για τη μακροοικονομία σε δύσκολη θέση. Η αύξηση του πληθωρισμού οδηγεί σε πίεση για περιορισμό της νομισματικής πολιτικής μέσω της αύξησης των επιτοκίων. Όμως, οι βραχυπρόθεσμες εκτοπίσεις λόγω του πολέμου και το ενδεχόμενο οικονομικών αναταραχών μπορεί να οδηγήσουν τις κεντρικές τράπεζες να αναβάλλουν τους περιορισμούς και, αντίθετα, να αυξήσουν περεταίρω την παροχή ρευστότητας.
Μια “διττή στρατηγική” παροχής ρευστότητας σε μορφή αγορών ομολόγων και υψηλότερων επιτοκίων θα μπορούσε να αναδυθεί σε αυτό το ενδεχόμενο. Η αυξανόμενη δανειακή επιβάρυνση, τα συνεχιζόμενα αποτελέσματα της πανδημίας, το αυξανόμενο κόστος της κλιματικής αλλαγής και οι διαταραχές των τιμών των αγαθών ξεκάθαρα αυξάνουν τον κίνδυνο κρίσης χρέους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι αυξήσεις επιτοκίων και οι οικονομικές αναταραχές θα αποτελούσαν διπλό χτύπημα για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, με πανικό αντίστοιχο της αμερικάνικης ύφεσης του 2013 (taper-tantrum like) αποτελέσματα μέσω αυξήσεων των επιτοκίων και μεγαλύτερη αστάθεια στις προθεσμιακές αγορές προϊόντων και τις αγορές ομολόγων, οδηγώντας σε αυξημένα ασφάλιστρα κινδύνου και πιέσεις στην ισοτιμία. Ο συνδυασμός πολύ υψηλών τιμών τροφίμων και καυσίμων και οι μακροοικονομικοί περιορισμοί θα ασκήσουν δριμεία πίεση στα νοικοκυριά στις αναπτυσσόμενες χώρες: τα πραγματικά εισοδήματα θα μειωθούν δραματικά, και η οικονομική ανάπτυξη θα περιοριστεί. Ακόμα και στην απουσία αφερέγγυων κινήσεων στις οικονομικές αγορές, οι αναπτυσσόμενες χώρες θα αντιμετωπίσουν σημαντικούς περιορισμούς στην ανάπτυξη.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Ε.Ζ. Το πρωτότυπο μπορείτε να το βρείτε εδώ