«Ο Υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Σαμαρά, Αντώνης Ρουπακιώτης, αποκάλυψε σε τηλεοπτική του συνέντευξη στο Open, ότι το Μέγαρο Μαξίμου “ανάψε κόκκινο” τον Μάιο του 2013 στην κατάθεση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου που είχε ως στόχο να σταματήσει την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής.» Εκ του Τύπου

μέρος του αφιερώματος του TPP στη δίκη της Χρυσής Αυγής

Είναι πολύ απλό αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας, με εκπροσώπους και στη δεξιά και στην «αριστερά». Το αποτέλεσμα της δίκης της Χρυσής Αυγής αποτελεί, για πάρα πολλούς, προσπάθεια να ξαναγραφεί η Ιστορία και να ξεπλυθούν οι αμαρτίες τους, ειδικά οι μνημονιακές.

Στην περίπτωση του «δημοκρατικού τείχους», η κολυμβήθρα του Σιλωάμ που λέγεται δίκη της Χρυσής Αυγής ξεπλένει αντιδημοκρατικές και βάρβαρες συμπεριφορές και εντάσσει την μνημονιακή τρικομματική του Σαμαρά στην «Δημοκρατία» τους, που κατέστειλε, χτυπούσε αλύπητα, έστελνε στο νοσοκομείο, κάποτε με ανεπανόρθωτες βλάβες, πολίτες και δημοσιογράφους και απαντούσε στις λαϊκές κινητοποιήσεις με βία και επιστρατεύσεις.

Τα περί Δημοκρατίας που κάνει τούτο και κείνο και φτιάχνει και τείχη άμα λάχει, είναι για να συγχαίρονται ορισμένοι μεταξύ τους στη βουλή και στα καφενεία όπου συχνάζουν δημοσιογράφοι – στη μνημονιακή Ελλάδα ζούμε, που η κατρακύλα της δεν έχει τελειωμό, που δημοκρατικές και εργατικές κατακτήσεις, πληρωμένες με βαρύτατους φόρους αίματος, φυλακίσεων, διώξεων, έχουν πάει μαζικά στον κάλαθο των αχρήστων. Γιατί από κατ’ όνομα Δημοκρατίες κι αν ξέρουμε, σε τούτο τον τόπο. Η Ελλάδα των «πιστοποιητικών φρονημάτων» και της εξορίας στα ξερονήσια, κι εκείνη δημοκρατία ήταν κατ’ όνομα ― με εκλογές και απ’ όλα – και άλλου είδους «μνημόνια» από τα όντως αφεντικά. Και στο μικρό μας προτεκτοράτο και παγκόσμια, είναι χιλιάδες οι ιδεολόγοι, επαναστάτες, πολίτες που διεκδικούν το δίκαιο τους, που έχουν διωχθεί ως «εχθροί της δημοκρατίας», ως «τρομοκράτες», ως «εχθροί του λαού».

Στην περίπτωση της σημερινής κατ΄επίφασιν Δημοκρατίας τους, η κολυμβήθρα του Σιλωάμ που λέγεται δίκη της Χρυσής Αυγής επιτρέπει την «επιστροφή στο μαντρί», την επανεγκαθίδρυση του δικομματισμού, της «κανονικότητας», με τη ΝΔ ξεπλυμένη από το παρελθόν της και πεντακάθαρη ως «δημοκρατική», το ΣΥΡΙΖΑ στο ρόλο του πάλαι ποτέ σημιτικού ΠΑΣΟΚ. Οσο για το λαό, το ωραίο δημοκρατικό μας παραμύθι τον βάζει ήσυχα ήσυχα για ύπνο, λίγα μόλις χρόνια μετά έναν τεράστιο αγώνα και τη ριζοσπαστικοποίηση που αυτός έφερε. Μετά τις προδοσίες, μία «κανονικότητα» έρχεται και δένει, όπως και να το κάνεις.

Στη περίπτωση του κου Ρουπακιώτη, η κολυμβήθρα του Σιλωάμ που λέγεται δίκη της Χρυσής Αυγής έχει ως στόχο να ξεπλύνει και να κάνει αποδεκτό ως «καλόν» έναν νόμο, στον οποίο τότε είχαν αντιδράσει ΚΚΕ και Ανταρσύα, όπως και πολλές μεμονωμένες φωνές εκ του τότε Σύριζα (που αρχικά επισήμως διαφώνησε πριν συμφωνήσει, όταν βρισκόταν δύο βήματα από την εξουσία και την πλήρη σημιτική πασοκοποίηση). Ένα νόμο που είχε ενώσει εναντίον του φωνές, μες στην αριστερά, που σε πολλά, και συνήθως, διαφωνούν, από το Νίκο Μπογιόπουλο μέχρι το Νάσο Θεοδωρίδη. Οσους, δηλαδή, επιδείκνυαν, όπως έγραφα και τότε εδώ, στο the Press Project, την παραδοσιακή, και σοφή, αριστερή δυσπιστία απέναντι στο αστικό δίκαιο.

Βεβαίως και τσακώθηκαν οι μνημονιακοί κυβερνητικοί εταίροι για το νόμο, μόνο που ο καυγάς ήταν για τις λεπτομέρειες. Για προσθαφαιρέσεις, μερικές εκ των οποίων ήταν πολύ επικίνδυνες – όπως αυτή που στήριζε η ΔΗΜΑΡ του κου Ρουπακιώτη, στη δεύτερη εκδοχή του νόμου, που αφαιρούσε από το Ελληνικό κοινοβούλιο το δικαίωμα να ορίζει τι θεωρεί Γενοκτονία. Εν ολίγοις, το δικαίωμα μεταφερόταν από τη Βουλή στα δικαστήρια και άρα οι εκπρόσωποι του λαού στο συγκεκριμένο θέμα δεν είχαν δικαίωμα να τον εκπροσωπούν…

Ο νόμος Ρουπακιώτη, που εν τέλει απέσυρε η κυβέρνηση Σαμαρά, είχε φέρει στο προσκήνιο και τη λέξη «εχθροπάθεια». Ήταν μια λέξη που είχε προκαλέσει πολλές συζητήσεις και αντιδράσεις, είχε ξυπνήσει ακριβώς την καχυποψία της αριστεράς. Και είναι μια λέξη που, για δες!, επανέφερε στην Καθημερινή πολύ πρόσφατα, το Φεβρουάριο του 2020, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, και την έβαλε όμορφα όμορφα στο πλαίσιο της θεωρίας των δύο άκρων και του χαρακτηρισμού των Πλατειών της Αντίστασης ως «πλατειών του μίσους»:

«Εχθροπάθεια: εχθρικόν πάθος, εχθρική διάθεσις κατά τινος, ισχυρά ή έμμονος έχθρα, μίσος», έτσι την ορίζει το λεξικό Δημητράκου. […] Hταν η εχθροπάθεια που κατέστρεψε την Αθήνα το 2008, αυτή που ενέπνευσε την πλατεία των Αγανακτισμένων, κι ήταν το ίδιο αίσθημα που έκρινε το αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων εκλογών του 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να δημιουργήσει την εμφύλια σύγκρουση, κατά τα ιδεολογικά του πρότυπα. Κατάφερε όμως να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά της εχθροπάθειας, του πολέμου όλων εναντίον όλων.».

Στο ίδιο πλαίσιο ακριβώς είχε κινηθεί και τότε η ΝΔ, ανακοινώνοντας, επί κυβέρνησης Σαμαρά: «Τα άκρα ορίζονται από τις πρακτικές τους και δυστυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ οι ομοιότητες με τη Χρυσή Αυγή είναι πολλές». Και, πάλι από ανακοίνωση της ΝΔ της εποχής: «Ο κ. Τσίπρας, ακολουθώντας το παράδειγμα των Χρυσαυγιτών, καταφέρθηκε με ακραίες εκφράσεις εναντίον βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας (…) Ας είναι βέβαιοι όλοι ότι δεν θα αφήσουμε την υπόθεση της Δημοκρατίας να γίνει αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος».

Την «εχθροπάθεια», λοιπόν, μαζί με κάποιαν αόριστη «πρόκληση» και κάποιον επίσης αόριστο «Λόγο Μίσους» που υπηρετούν τη θεωρία των δύο άκρων, ξέραμε από τότε ότι θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Ξέραμε και τονίζαμε ότι η Ελευθερία του Λόγου – αρχή για μας και επαγγελματική- έχει νόημα ειδικά και μόνο όταν αφορά λόγο με τον οποίο δεν συμφωνούμε, όποιος και να είναι αυτός, όπως του Τάκη Θεοδωρόπουλου, που, δικαιούμαι προσωπικώς να κρίνω ως λόγο μίσους και ως «εχθροπάθεια», αλλά ποτέ δε θα περνούσε καν από το νου μου να υπερασπιστώ κάποιο νόμο που θα τον ποινικοποιούσε.

Γι αυτό και ο Νάσος Θεοδωρίδης έγραφε στην Αυγή το 2011: «Υπό το πρόσχημα του αντιρατσισμού, επιχειρείται μια επίθεση στην ελευθερία του λόγου, που θα επιφέρει καίρια πλήγματα στο πολύτιμο αυτό δημοκρατικό αγαθό». Γι’ αυτό ο Νίκος Σαραντάκος σημείωνε τότε ότι: «Σε λίγο καιρό, είναι πιθανό να αποτελεί hate speech και η αναφορά μας στη γερμανική πολιτική με τρόπο που μπορεί να βρει προσβλητικό ο πάσα εις Γερμανός ― ήδη έχει ζητηθεί από την ΕΕ να εξεταστεί, άλλωστε, αυτού του είδους η «γλώσσα του Μίσους», που «κατηγορεί τους Γερμανούς ότι επιδιώκουν οικονομική κυριαρχία». Όποιος, δηλαδή, κακο-χαρακτηρίσει δημοσίως την Άνκελα ή τον Σόιμπλε μπορεί μεθαύριο να βρεθεί αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη. Αν το καλοσκεφτείς, τι μεθαύριο; Σήμερα, και χωρίς καν το σχετικό νόμο ως επιπρόσθετο φίμωτρο».

Να το θυμίσουμε: στην πολιτική και στην κοινωνία ισχύει ένα φαινόμενο γνωστό στους κοινωνιολόγους ως «παράθυρο του Όβερτον»: όσοι οδηγούν μια κοινωνία να αποδεχθεί κάτι (π.χ. μια εξαίρεση στην Ελευθερία του Λόγου), θέτουν τις βάσεις ώστε να γίνουν αποδεκτά πολύ χειρότερα μέτρα στην ίδια κατεύθυνση. Αυτό προσέφερε τότε το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη. Και δεν αποτελούσε καθόλου εργασία «του ιδίου και των συνεργατών του». Εντολή άνωθεν από τα αφεντικά του προτεκτοράτου μας ήταν. Που και τότε έσπερναν τα περί «μαύρου και κόκκινου φασισμού», που αναμασάνε διάφοροι και σήμερα.

Στόχος του νόμου Ρουπακιώτη, της μνημονιακής τρικομματικής κυβέρνησης, δηλαδή, δεν ήταν να πολεμήσει κανέναν «ρατσισμό» και κανέναν «φασισμό». Στόχος ήταν να καταστείλει κάθε αντίδραση από όπου και αν προέρχεται. Και τότε η μεγαλύτερη, μαζικότερη αντίδραση προερχόταν από την αριστερά, που διαρκώς δυνάμωνε.

Ο νόμος αυτός, είχε σχεδιαστεί εξωκοινοβουλευτικά, ως άνωθεν Ευρωπαϊκή εντολή – και όχι μόνον ευρωπαική, σύμφωνα με τον ίδιο τον κο Ρουπακιώτη που το 2013 έκανε λόγο περί «αμερικανοεβραϊκών πιέσεων» για την εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής, για να τα «ακούσει» από το Γιάννη Πρετεντέρη.

Ε, οι «αμερικανοεβραϊκές πιέσεις», αν υπήρξαν, δε θα σταματούσαν μόνο στη Χρυσή Αυγή – ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο συνθετικό φημίζονται για την αγάπη τους προς τους κομμουνιστάς… Αν, πάλι, δεν υπήρξαν, αυτές οι καταγγελίες που τοποθετούν ακριβώς τον κο Ρουπακιώτη;

Τον «δημοκρατικό» αυτό νόμο, τον προετοίμαζε στα καθ’ ημας, η πλέον αντι-δημοκρατική κυβέρνηση ― αυτή που κατέφυγε σε πρωτοφανή καταστολή, βασανιστήρια, προχώρησε σε επιστρατεύσεις απεργών – ο ευαίσθητος κος Ρουπακιώτης μάλιστα εμμέσως είχε τότε χαρακτηρίσει ως αντισυνταγματική την επιστράτευση των καθηγητών, των ναυτεργατών, των εργαζομένων στο μετρό…. Οχι, δεν παραιτήθηκε λόγω δημοκρατικής ευαισθησίας τότε. Κι αυτός και οι λοιποί της τρικομματικής είχαν πολύ δουλίτσα ακόμη να κάνουν. Αποχώρησε μόνον όταν το κόμμα του αποχώρησε, μετά το μαύρο στην ΕΡΤ, που δεν άφηνε πολλά περιθώρια «δημοκρατικής συναίνεσης», καλή ώρα.

Καταλήγοντας, όσα έγραφε τότε, για το συγκεκριμένο νόμο, ο Νίκος Μπογιόπουλος στον Ριζοσπάστη: «Οι απαλλοτριώσεις δικαιωμάτων συνηθίζεται να ξεκινούν από απαγορεύσεις που επιβάλλονται εναντίον εκείνων που φαντάζουν εξόφθαλμα. Τότε η κοινή γνώμη είναι ευκολότερο να κάνει αποδεκτή την απαγόρευση. Η άρνηση του Ολοκαυτώματος ή της γενοκτονίας των Αρμενίων είναι μια τέτοια εξόφθαλμα αντιδραστική θέση. Αλλά αν στα ζητήματα των ιδεών δεχτείς την απαγόρευση που στρέφεται ενάντια στο εξόφθαλμο (ή σε εκείνο που μετά από πλύση εγκεφάλου το έχεις αποδεχτεί σαν «εξόφθαλμα» βλαπτικό) τότε αρχίζεις ανεπαισθήτως να αποδέχεσαι το ξήλωμα της κάλτσας όλων των δικαιωμάτων. Έχεις ανοίξει την κερκόπορτα για όλες τις υπόλοιπες απαγορεύσεις που θα έρθουν».-