του Δημήτρη Τσίρκα

Ο Στέφανος Κασσελάκης έπεσε σαν αλεξιπτωτιστής πάνω στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να καταγράψει μια λαμπρή νίκη, αμέσως μόλις προσγειώθηκε. Η αξιωματική αντιπολίτευση του παραδόθηκε σχεδόν αμαχητί, αν όχι πρόθυμα, σε λιγότερο από έναν μήνα.

Πώς κατάφερε ο νέος, πλέον, πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει από το πουθενά ένα κόμμα, το οποίο, μάλιστα, αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό και που δίνει, υποτίθεται, προτεραιότητα στην Πολιτική έναντι της επικοινωνίας;

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα έχει δύο πτυχές, μία δομική και μία συγκυριακή. Η πρώτη σχετίζεται με τους μετασχηματισμούς της πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες: το τέλος των μεγάλων ιδεολογιών και τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, την κρίση και υποχώρηση των κομμάτων και συνολικά της αντιπροσώπευσης, σε συνδυασμό με την ολοένα και αυξανόμενη επιρροή των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης.

Η σχέση των πολιτών με τα κόμματα γίνεται όλο και πιο χαλαρή και εύθραυστη, όσο περισσότερο τα κόμματα συγκλίνουν στην ίδια κεντρώα τεχνοκρατική ιδεολογία. Το κενό που αφήνει η απουσία πολιτικών εναλλακτικών έρχεται να το καλύψει η επικοινωνία η οποία καλείται να εμφανίσει διαφορές ανάμεσα στους υποψηφίους και τα κόμματα εκεί που δεν υπάρχουν ή υπάρχουν ελάχιστες. Να εξάψει τα πάθη εκεί που η πολιτική (ως διαχείριση) έχει συνολικά καταστεί βαρετή και αδιάφορη.

Όλα τα εργαλεία του μάρκετινγκ επιστρατεύονται για να ξανακάνουν το πολιτικό «προϊόν» σέξι ή έστω ενδιαφέρον, σε ένα ψηφιακό, κυρίως, περιβάλλον όπου η προσοχή των πολιτών/ καταναλωτών έχει καταστεί ένας σπάνιος πόρος για τον οποίο ανταγωνίζονται καθημερινά χιλιάδες άλλα προϊόντα/ερεθίσματα που εναλλάσσονται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Πολιτική και διασκέδαση συγχωνεύονται σε ένα νέο υβρίδιο politic-tainment (κατά το infotainment), οπού η πρώτη για να καταφέρει να κινήσει το ενδιαφέρον πρέπει να μετουσιωθεί σε θέαμα, σε «περιεχόμενο» για το Instagram και το TikTok.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τα προγράμματα, οι αναλύσεις και οι επιτηδευμένες προτάσεις δεν έχουν θέση, αντιθέτως, ευνοούνται οι ατάκες, τα πιασάρικα συνθήματα, τα όμορφα πρόσωπα και οι πρωτότυποι τρόποι απεύθυνσης – το virality δεν εξασφαλίζεται από αυτό που λες, αλλά από το πόσο έξυπνα και ξεχωριστά το λες.

Ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στην οικονομία της προσοχής είναι η αμεσότητα – το πόσο γρήγορα και εύκολα φτάνει το μήνυμα/ερέθισμα στον καταναλωτή/ψηφοφόρο, η προσωποποίηση – να δημιουργεί την αίσθηση ότι δημιουργήθηκε ειδικά για αυτόν, η αυθεντικότητα – να πείθει ότι είναι πραγματικά πρωτότυπο, η συνέχεια – να τροφοδοτείς τακτικά τον καταναλωτή με νέο περιεχόμενο, η διαθεσιμότητα – να τον βεβαιώνεις ότι είσαι εύκολα προσιτός, η αλληλεπίδραση – να του δείχνεις προσοχή και να απαντάς στα ερωτήματά του.

Ο Κασσελάκης αξιοποίησε αποτελεσματικά (για τα ελληνικά δεδομένα) όλα τα παραπάνω, σε μια καμπάνια που διεξήγαγε εξολοκλήρου στα social media, με προϊόν τον… ίδιο. Με το καλημέρα αποκάλυψε μια συναρπαστική ιστορία στους διαδικτυακούς ακολούθους του – «γεια σου, είμαι ο Στέφανος και έχω κάτι να σου πω» – μια ιστορία με ήρωα τον ίδιο, μεγάλα εμπόδια και κακούς, τους οποίους νίκησε και κατέκτησε την κορυφή. Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου…

Αυτά τα προσόντα και την επιτυχία τα θέτει τώρα στη δική σου υπηρεσία για να σε βοηθήσει να ζήσεις και συ το δικό σου «ελληνικό όνειρο», όπως έζησε εκείνος το αμερικανικό. Για να κερδίσει στα ίσα τον μισητό σου αντίπαλο, τον Μητσοτάκη και να σε κάνει και πάλι νικητή, εκεί που τέσσερα χρόνια τώρα βιώνεις μόνο ήττες.

Ο Κασσελάκης είναι ο πρώτος πολιτικός ηγέτης influencer. Προσοχή, όχι influencer που αξιοποίησε τη δημοφιλία του για να γίνει πολιτικός ηγέτης, αλλά κάποιος που έγινε πολιτικός ηγέτης ως influencer. Και ως τέτοιος συνεχίζει να πολιτεύεται και μετά την εκλογή του.

Ο πολιτικός λόγος του Κασσελάκη ήταν 30, όλα κι όλα, σύντομα βίντεο στα οποία μίλησε λιγότερα από 40 λεπτά, γεμάτα εύπεπτα γενικόλογα συνθήματα. Καλογυρισμένα, ωστόσο, σκηνοθετικά και αισθητικά άρτια, μια επαγγελματική δουλειά, ακόμα και όταν ήθελε να περάσει την αίσθηση του αυθόρμητου και ερασιτεχνικού.

Μα γύρισε όλη την Ελλάδα σε περιοδείες, συναντήθηκε με χιλιάδες κόσμου, έκανε ομιλίες, θα αντιτείνει κάποιος. Πράγματι, αλλά η παρουσία του Κασσελάκη στον «αναλογικό» κόσμο ήταν υποταγμένη στην κύρια δράση του η οποία διεξαγόταν στον εικονικό των ψηφιακών πλατφορμών. Οι ομιλίες, οι αγκαλιές και οι σέλφις με πολίτες, τα λόγια τους, δεν ήταν παρά εικόνες, πλάνα, αποσπάσματα που γέμιζαν τα βίντεο του στα ΜΚΔ, με το κατάλληλο, βέβαια, μοντάζ και σκηνοθεσία, ώστε το αποτέλεσμα να είναι το βέλτιστο.

Στις «ζωντανές» εμφανίσεις του συναντούσε κάθε φορά μερικές δεκάδες πολίτες, αλλά με τις επιμελημένες αναρτήσεις του άγγιζε δεκάδες χιλιάδες. Η προσοχή που αποσπούσε στο διαδίκτυο ενέτεινε το ενδιαφέρον γύρω από το πρόσωπό του και έφερνε όλο και περισσότερο κόσμο στις περιοδείες του, που με τη σειρά τους, τροφοδοτούσαν τις επόμενες αναρτήσεις του με νέο περιεχόμενο, δημιουργώντας έναν «ενάρετο» επικοινωνιακό κύκλο. Από ένα σημείο και μετά, η προσοχή ερχόταν από μόνη της, ο Κασσελάκης έγινε… σταρ.

Βομβαρδίστε τα κομματικά επιτελεία

Όλα τα παραπάνω ήταν οι αντικειμενικές συνθήκες που κατέστησαν το «συμβάν» Κασσελάκης εφικτό. Για να μπορέσει, ωστόσο, να γίνει πραγματικότητα χρειάστηκαν και μια σειρά συγκυριακές προϋποθέσεις που σχετίζονται με τον ίδιον τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει προ πολλού να είναι ένα ιδεολογικό κόμμα, δομημένο γύρω από ένα πολιτικό πρόγραμμα. Η κυβέρνηση, η συνεργασία με τους δεξιούς ΑΝΕΛ, η μνημονιακή συνθηκολόγηση, η διάσπαση του 2015 και οι συνεχείς «διευρύνσεις» με προσωπικό προερχόμενο από το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ (και τους ΑΝΕΛ) δημιούργησαν ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα καρτέλ με κύριο συνεκτικό δεσμό την εξουσία ή έστω τη διεκδίκησή της. Το πολιτικό του στίγμα ήταν ένας αριστερός λαϊκισμός – ο κάθετος διαχωρισμός του κοινωνικού σώματος στις ελίτ (τις οποίες περισσότερο απ’ όλους ενσαρκώνει και εκφράζει ο Μητσοτάκης) και τον ενιαίο και αδιαφοροποίητο λαό, τον οποίο διεκδικεί να εκπροσωπήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και πρωτίστως, ο πρόεδρός του, ο Αλέξης Τσίπρας.

Ο τελευταίος δεν ήταν μόνο αυτός που είχε την προνομιακή και αδιαμεσολάβητη σχέση με τον λαό, αλλά και ο αρμός που κρατούσε ενωμένες τις ετερόκλητες «φυλές» του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το κόμμα του Τσίπρα, τόσο για τους ψηφοφόρους, όσο και για τα μέλη/στελέχη του, για αυτό και αποδέχθηκαν, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο πρόθυμα, τη συγκέντρωση όλων των κομματικών εξουσιών στο πρόσωπό του. Τον μεσσιανισμό στον ΣΥΡΙΖΑ δεν τον έφερε ο Κασσελάκης.

Μετά τις απανωτές ήττες ωστόσο, τα δύο αυτά στοιχεία που συνείχαν το κόμμα χάθηκαν. Η εκλογική συντριβή έκανε την εξουσία άπιαστο όνειρο, ενώ η παραίτηση Τσίπρα άφησε τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον «φυσικό» ηγέτη και εγγυητή της ενότητάς του. Η βιασύνη για τη διαδοχή του από το υπάρχον στελεχιακό δυναμικό, χωρίς ουσιαστική συζήτηση και αυτοκριτική για τα αίτια της συντριβής έδινε την εικόνα κληρονόμων που μαλώνουν πάνω από ένα ψόφιο άλογο, παρά το δυναμικό ξεκίνημα μιας νέας εποχής. Το ενδιαφέρον του κόσμου ήταν μικρότερο και από τη θεαματικότητα των επαναλήψεων του Ρετιρέ το καλοκαίρι.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο μπήκε στο παιχνίδι ο Κασσελάκης λέγοντας: είμαι ο μόνος που μπορώ να κερδίσω τον Μητσοτάκη και έχω τη στήριξη του Τσίπρα. Ένα μήνυμα μουσική στα αυτιά των απογοητευμένων από τις απανωτές ήττες συριζαίων. Είναι επίσης νέος, ωραίος και πραγματικό άφθαρτος – δεν βαρύνεται από τις προηγούμενες αποτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ, όπως οι συνυποψήφιοί του.

Ταυτόχρονα, οι υποστηρικτές του στο κόμμα διέρρεαν ότι οι αντίπαλοί του ήταν εκείνοι που υπονόμευσαν τον Τσίπρα και τον οδήγησαν στην παραίτηση! Οι απανωτές ήττες «εξηγήθηκαν» ως το αποτέλεσμα αυτής της υπονόμευσης από μια κομματική ελίτ που ροκάνιζε τον λαοπρόβλητο ηγέτη και σνόμπαρε τον κόσμο, τα απλά μέλη, που τώρα είχαν την ευκαιρία να εξεγερθούν και να την τιμωρήσουν, ψηφίζοντας Κασσελάκη.

Το σχήμα λαός εναντίον ελίτ επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτούσιο στις εκλογές για τον νέο πρόεδρο. Το λαϊκιστικό μοτίβο πολιτικής που υιοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ στρεφόταν τώρα εναντίον του ίδιου του κομματικού μηχανισμού, η μάλλον της πλειοψηφίας του από τη μειοψηφία. Η προτροπή του Μάο το 1966 προς τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας να «βομβαρδίσουν» τα (κομματικά) επιτελεία αναβίωσε το 2023 στον ΣΥΡΙΖΑ σαν φάρσα.

Ο Κασσελάκης ενσάρκωσε τον θυμό των ψηφοφόρων απέναντι στο κόμμα τους για τις συνεχόμενες αποτυχίες, αλλά και την ελπίδα ότι μπορεί να κερδίσει ξανά. Ήταν η εκδίκηση του Τσίπρα και ο νέος Τσίπρας, ταυτόχρονα. Ο Κασσελάκης έλεγε ότι «εγώ προέρχομαι από την κοινωνία και στην κοινωνία απευθύνομαι, το κόμμα δεν με θέλει», εκείνοι τον εγκαλούσαν ότι είναι άγνωστος και δεν έχει κομματικά ένσημα, σε ένα κοινό που ήθελε να τιμωρήσει το κόμμα! Οι αντίπαλοί του έγιναν οι μεγαλύτεροι προπαγανδιστές του μια ευφυής παγίδα στην οποία έπεσαν πρόθυμα και έκαναν ότι μπορούσαν για να παραμείνουν εκεί.

Την ώρα που οι συνυποψήφιοί του μιλούσαν στο εσωτερικό του κόμματος, με τη γνωστή βαρετή και άνευρη κομματική γλώσσα, εκείνος απευθυνόταν στην κοινωνία, μιλώντας τη σύγχρονη αργκό των social media, ανύψωνε το ηθικό των αποκαρδιωμένων συριζαίων, προσέλκυε νέα κοινά να συμμετάσχουν στις εσωκομματικές εκλογές (ΛΟΑΤΚΙ, νέους). Όσο αυτοί μοίραζαν τα χαρτιά μιας σημαδεμένης (όπως πίστευαν) τράπουλας, εκείνος την ανακάτευε διαρκώς και έβγαζε άσσους από το μανίκι.

Όταν ο Κασσελάκης έθεσε υποψηφιότητα, η νίκη του φάνταζε απίθανη, είκοσι μόλις μέρες μετά κατέστη αναπόφευκτη. Η ελπίδα, έστω και με τη μορφή ενός meme στα ΜΚΔ, νίκησε τη μιζέρια της κομματικής επετηρίδας. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα ξεμείνουμε από περιεχόμενο.