Σύμφωνα με πληροφορίες του «Έθνους», ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθήνας για την αποζημίωση υπαλλήλων και συγγενών των θυμάτων που είχαν καεί σε υποκατάστημα της τράπεζας Marfin, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στο κέντρο της Αθήνας το 2010.

Συγκεκριμένα, το Εφετείο το 2015 διέταξε την καταβολή ποσών από 25.000 έως 350.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στους υπαλλήλους και στους συγγενείς των θυμάτων. Το Εφετείο είχε αποφασίσει την επιβολή χρηματικής αποζημίωσης για την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστησαν τα θύµατα «από το κίνδυνο ζωής που διέτρεξαν, από την παρεπόµενη σωµατική τους ταλαιπωρία, τα απότοκα προβλήµατα υγείας και όλη την ψυχική πίεση µε την οποία επιβαρύνθηκαν από την κρίσιµη µέρα και εφεξής».

Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, κατά τον Αρειο Πάγο, το Εφετείο µε την κρίση του αυτή «υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας κατά τον προσδιορισµό του ποσού, το οποίο είναι εύλογο στη συγκεκριµένη περίπτωση ως χρηµατική ικανοποίηση, τόσο για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης ενός εκάστου εκ των εναγόντων µελών της οικογένειας της θανούσας σε εργατικό ατύχηµα, Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, όσο και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ενός εκάστου των λοιπών εναγόντων».

Σύμφωνα με τους Αεροπαγίτες, οι τραγικές και απρόβλεπτες συνθήκες θανάτου και τραυµατισµού «δεν κρίνονται περισσότερο έντονες σε σχέση µε εκείνες υπό τις οποίες επέρχεται ο θάνατος ή ο τραυµατισµός άλλων προσώπων σε ατυχήµατα που συµβαίνουν στην καθηµερινή πραγµατικότητα, µε τρόπο εξίσου αιφνίδιο και αποτρόπαιο».

«Δεν δικαιολογείται η εκτίναξη του ποσού»

Αν και στο σκεπτικό των δικαστών γίνεται λόγος για παράλογη τροµοκρατική ενέργεια χωρίς καµία αφορµή, αυτό δεν δικαιολογεί την εκτίναξη του ποσού της αποζηµίωσης σε βάρος του εργοδότη και των στελεχών της τράπεζας και όχι των ανθρώπων που ευθύνονται για το συµβάν, δηλαδή οι αυτουργοί της επίθεσης.

«Προκαλεί αγανάκτηση στον µέσο κοινωνικό άνθρωπο µια “τυφλή” και παράλογη τροµοκρατική ενέργεια που πλήττει σε ώρα εργασίας απλούς εργαζόµενους, οι οποίοι δεν έχουν δώσει ουδεµία αφορµή στους δράστες της ενέργειας (πλην, ενδεχοµένως, του ότι εργάζονταν σε ηµέρα γενικής απεργίας), δεν µπορεί να δικαιολογήσει την εις ύψος εκτίναξη του ποσού της χρηµατικής ικανοποίησης, την οποία καλείται να πληρώσει ο εργοδότης ή οι προστηθέντες και όχι οι άγνωστοι τροµοκράτες. Και τούτο ακόµη περισσότερο στην περίπτωση κατά την οποία η αµέλεια, που αποδίδεται στον εργοδότη ή στους προστηθέντες από αυτόν, µόνο κατά ένα µικρό µέρος συνδέεται µε το αποτέλεσµα, διότι την υπερακοντίζει ο δόλος της τροµοκρατικής ενέργειας».

Το Εφετείο στην απόφαση του είχε λάβει υπόψη του και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβησαν τα γεγονότα, επισηµαίνοντας τότε ότι το κτίριο είχε γίνει στόχος επιθέσεων και στο παρελθόν, γεγονός που ήταν σε γνώση των εργοδοτών και των αρµόδιων διευθυντών, που έπρεπε να λάβουν την απόφαση εκκένωσης του κτιρίου. Είχε γίνει αναφορά και στα συνεχή τηλεφωνήµατα της υποδιευθύντριας του καταστήµατος στον ανώτερό της, από τον οποίο «περίµενε» µια εντολή κλεισίµατος της τράπεζας λόγω της επερχόµενης πορείας, που ήρθε βέβαια πολύ αργά, όταν ήδη οι 3 υπάλληλοι είχαν χάσει τις ζωές τους. Είχε επισημανθεί η ανυπαρξία δύο εξόδων κινδύνου, που επιβάλλει ο νόµος.

«Υπέρμετρη επιβάρυνση του εργοδότη»

Ωστόσο, οι αρεοπαγίτες στη δική τους απόφαση υπογραµµίζουν ότι η απόφαση του Μονοµελούς Εφετείου επιβαρύνει «υπέρµετρα τον εργοδότη», σχολιάζοντας πως τα θύµατα «πλήττονται από την αυθαιρεσία της τροµοκρατίας µέσα σε ένα κράτος δικαίου», αλλά και πως «τα ποσά που επιδικάσθηκαν στη συγκεκριµένη περίπτωση δεν είναι τα ευλόγως επιδικαζόµενα από τα δικαστήρια σε περιπτώσεις θανατώσεως προσώπου ή ελαφρού τραυµατισµού από αµέλεια, ακόµη και υπό εξαιρετικά οδυνηρές συνθήκες, αλλά κρίνονται συναισθηµατικώς διογκωµένα».

Ο Άρειος Πάγος παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, συγκροτούµενου από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουµένως. Η εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης έχει προσδιοριστεί για συζήτηση σε περίπου 1,5 µήνα, ενώ υπενθυµίζεται ότι τα θύµατα της υπόθεσης έχουν δικαιωθεί και από το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο, που τους αναγνώρισε το δικαίωµα αποζηµίωσης, από το κράτος