Του Ράμζυ Μπαρούντ*

O Ζακαρία Ζουμπέιντι είναι ένας από τους έξι Παλαιστινίους φυλακισμένους που δραπέτευσαν μέσω σήραγγας από την Γκιλμπόα, διαβόητη Ισραηλινή φυλακή υψίστης ασφαλείας. Συνελήφθη και πάλι μερικές μέρες αργότερα. Οι εκτεταμένες μελανιές στο πρόσωπό του διηγούνταν την φρικτή ιστορία μιας τολμηρής απόδρασης και μιας βίαιης σύλληψης. Όμως, η δική του ιστορία ούτε αρχίζει ούτε τελειώνει εδώ. 

Πρωτογνώρισα την οικογένεια Ζουμπέιντι πριν είκοσι χρόνια, μετά από το περιστατικό που χαράχθηκε στη συλλογική Παλαιστινιακή μνήμη ως «η Σφαγή της Τζενίν». Τους γνώρισα στον καταυλισμό προσφύγων της Τζενίν, που ο Ισραηλινός στρατός είχε σχεδόν σβήσει από προσώπου γης, κατά τη διάρκεια των μαχών αλλά και μετά. Παρά τις επανειλημμένες μου προσπάθειες, ο Ισραηλινός στρατός με εμπόδιζε να φτάσω στη Τζενίν, που την πολιορκούσαν επί μήνες, μετά το πιο βίαιο επεισόδιο της δεύτερης Παλαιστινιακής Εξέγερσης (2000-2005). 

Δεν είχα μπορέσει να μιλήσω απευθείας με τον Ζακαρία Ζουμπέιντι. Σε αντίθεση με τον αδελφό του, τον Τάχα, είχε επιβιώσει της σφαγής του 2002 και κατόπιν άρχισε να ανέρχεται στις Ταξιαρχίες των Μαρτύρων του Αλ- Ακσά, το ένοπλο τμήμα της Φατάχ, φθάνοντας να ηγηθεί. Κι έτσι μπήκε πρώτος πρωτος στη λίστα των Ισραηλινών με τους πιο καταζητούμενους Παλαιστίνιους. 

Η περισσότερη επικοινωνία γίνονταν με την αδελφή του, την Κωθάρ, που μας διηγήθηκε λεπτομερώς τα γεγονότα πριν από την μοιραία αυτή στρατιωτική πολιορκία. Η ίδια ήταν μόλις είκοσι χρονών τότε. Παρά το πένθος της, μίλησε με περηφάνεια για τη μητέρα της, που την είχε δολοφονήσει ένας Ισραηλινός ελεύθερος σκοπευτής λίγες εβδομάδες πριν την εισβολή στον προσφυγικό καταυλισμό. Και για τον αδελφό της, τον Ταχά, εκείνο τον καιρό ηγέτη των Ταξιαρχιών Αλ-Κουντς [το αραβικό όνομα των Ιεροσολύμων], της ένοπλης πτέρυγας της Ισλαμικής Τζιχάντ στη Τζενίν. Και για το Ζακαρία, που είχε κάνει σκοπό της ζωής του να εκδικηθεί για τη μητέρα του, τον αδελφό του, τους αγαπημένους του φίλους και τους γείτονές του. 

«Ο Ταχα δολοφονήθηκε από ελεύθερο σκοπευτή. Μετά τη δολοφονία [οι Ισραηλινοί] πυροβολούσαν το κορμί του, μέχρι που να έχει καεί όλο από τις σφαίρες. Αυτό έγινε στη γειτονιά του Νταμπάζ. Μαζεύτηκαν γύρω του οι Σεμπάμπ [νεαροί άνδρες] και μάζεψαν ότι είχε απομείνει από κείνον και το βάλανε σε ένα σπίτι. Από τότε, το σπίτι μας άρχισαν να το ονομάζουν “Το σπίτι του Ήρωα”», μας είπε η Κωθάρ. 

Μου είπε ακόμη για τη μητέρα της, τη Σαμίρα, 51 ετών τότε ‘που πέρασε τη ζωή της από φυλακή σε φυλακή’ επισκεπτόμενη τον άντρα της και τα παιδιά της. Τη Σαμίρα την αγαπούσαν και τη σέβονταν όλοι οι μαχητές του καταυλισμού. Τα παιδιά της ήταν οι ήρωες που είχαν σαν πρότυπο όλοι οι νέοι. Ο θάνατός της τους σόκαρε πολύ όλους. 

«Της ρίξανε δύο σφαίρες στην καρδιά», εξήγησε η Κωθάρ. «Μόλις γύρισε, της ρίξαν και στην πλάτη. Το αίμα ξεχύθηκε από το στόμα και τη μύτη της. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, άρχισα να ουρλιάζω». 

Ο Ζακαρία πέρασε αμέσως στην παρανομία. Ο νεαρός μαχητής πενθούσε για όσα είχαν συμβεί στην αγαπημένη του Τζένιν, την οικογένειά του, τη μητέρα και τον αδελφό του, ο οποίος σχεδίαζε το γάμο του,  που θα γινόταν μια εβδομάδα μετά τον θάνατό του. Κι από πάνω, ο Ζακαρία ένιωσε προδομένος από τους «αδελφούς» του στη Φατάχ που συνέχισαν να συνεργάζονται ανοιχτά με το Ισραήλ, παρά τις όλο και μεγαλύτερες τραγωδίες στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, όπως και από την Ισραηλινή αριστερά που εγκατέλειψε την οικογένεια Ζουμπάιντι, παρά τις υποσχέσεις περί αλληλεγγύης και συντροφικότητας.

«Κάθε βδομάδα μας έρχονται 20-30 Ισραηλινοί [στη Τζενίν] να παίξουν θέατρο», είχε πει σε μια συνέντευξή του στους Τάιμς ο Ζακαρία. Αναφερόταν στο θέατρο «το Σπίτι της Άρνα», στο οποίο ήταν και ο ίδιος και άλλοι νεολαίοι της Τζενίν, και που το είχε ιδρύσει η Άρνα Μερ-Χαμί, Ισραηλινή παντρεμένη με Παλαιστίνιο. «Σας ανοίξαμε το σπίτι μας και μας το γκρεμίσαμε… σας ταϊσαμε. Κι ύστερα ούτε ένας από όλους αυτούς δε σήκωνε το τηλέφωνο. Τότε καταλάβαμε ποιό είναι το αληθινό πρόσωπο της Ισραηλινής αριστεράς». 

Από τους πέντε νέους που μετείχαν στο θέατρο, μόνο ο Ζακαρία επέζησε. Οι άλλοι μπήκαν σε διάφορες ένοπλες ομάδες, να πολεμήσουν κατά της Ισραηλινής κατοχής, και σκοτώθηκαν, όλοι. 

Ο Ζακαρία Ζουμπέιντι γεννήθηκε το 1976, υπό Ισραηλινή κατοχή, και άρα δεν έχει ζήσει ποτέ την εμπειρία ενός ελεύθερου ανθρώπου. Στα 13 του τον πυροβόλησαν Ισραηλινοί στρατιώτες γιατί πετούσε πέτρες. Στα 17 του μπήκε στις δυνάμεις ασφαλείας της Παλαιστινιακής αρχής πιστεύοντας, όπως πολλοί Παλαιστίνιοι εκείνη την εποχή, ότι ιδρύονταν για να προστατεύσουν τους Παλαιστινίους και να βεβαιώσουν την λευτεριά τους. Έφυγε από αυτές, απογοητευμένος, πριν κλείσει χρόνος. 

Μπήκε στον ένοπλο αγώνα μόλις το 2001, μήνες μετά την έναρξη της δεύτερης Ιντιφάντας, θεωρώντας πως έτσι θα πετύχει την ελευθερία του λαού του. Ένας από τους παιδικούς του φίλους ήταν από τους πρώτους που δολοφόνησαν οι Ισραηλινοί στρατιώτες. Το 2002,την εποχή που δολοφονήθηκαν η μητέρα του Σαμίρα και ο αδελφός του Ταχά, ο Ζακαρία προσχώρησε στις ταξιαρχίες των μαρτύρων του Αλ-Ακσα.

Η πρώτη εξέγερση ειδικά το 2002 ήταν σε μια αποφασιστική στιγμή για το κίνημα της Φατάχ που ήταν πρακτικά, αλλά ανεπίσημα, διχασμένο σε δύο στρατόπεδα: αυτούς που πίστευαν ότι ο ένοπλος αγώνας οφείλει να παραμείνει μία από τις στρατηγικές επιλογές για την απελευθέρωση και αυτούς που προωθούσαν τον πολιτικό διάλογο και την ειρηνευτική διαδικασία. Πολλά μέλη της πρώτης ομάδας δολοφονήθηκαν, συνελήφθησαν ή οδηγήθηκαν στο περιθώριο, μεταξύ των οποίων και ο λαοφιλής ηγέτης της Φατάχ, Μαρουάν Μπαργκούτι, που συνελήφθη τον Απρίλιο του 2002 και ακόμη βρίσκεται στις Ισραηλινές φυλακές. Τα μέλη της δεύτερης ομάδας πλούτισαν και διεφθάρησαν. Η «ειρηνευτική διαδικασία» τους απέτυχε να φέρει την πολυπόθητη ειρήνευση και αρνούνταν να εξετάσουν άλλες στρατηγικές, γιατί δεν θέλαν να χάσουν τα προνόμιά τους. 

Ο Ζακαρία, όπως και χιλιάδες μέλη και μαχητές της Φατάχ, βρέθηκαν εν μέσω αυτού του διλήμματος. Ήθελε να συνεχίσει τον αγώνα λες και η ηγεσία [της Παλαιστίνης] υπό τον πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς ήταν έτοιμη να τα παίξει όλα για όλα για χάρη της Παλαιστίνης, και παράλληλα παρέμενε πιστός στη Φατάχ ελπίζοντας, ίσως, ότι κάποια μέρα θα ξανάπιανε τη σκυτάλη της Παλαιστινιακής αντίστασης. 

Η τροχιά της ζωής του Ζακαρία Ζουμπέιντι είναι η απόδειξη αυτής της σύγχισης. Δεν φυλακίστηκε μόνο από τους Ισραηλινούς, αλλά και από την Παλαιστινιακή Αρχή. Μερικές φορές μιλούσε με ενθουσιασμό για τον Αμπάς, για να αποκηρύξει αμέσως μετά όλη την προδοτική Παλαιστινιακή ηγεσία. Παρέδωσε το όπλο του πολλές φορές, μόνο για να το ξαναπιάσει με την ίδια αποφασιστικότητα που έδειχνε πάντα. 

Ο Ζακαρία είναι και πάλι σήμερα στη φυλακή, αλλά η ιστορία του και ο πόλεμός του δεν έχουν τελειώσει. Εκατοντάδες νεαροί μαχητές στα στενά του προσφυγικού καταυλισμού της Τζενίν ορκίζονται να συνεχίσουν τον ένοπλο αγώνα. Ο Ζακαρία Ζουμπέιντι, δηλαδή, δεν είναι μόνον ένα πρόσωπο αλλά και η προσωποποίηση μιας ολόκληρης γενιάς Παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης, που έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα σε έναν επίπονο, αλλά αληθινό, αγώνα για την ελευθερία και τους πολιτικούς συμβιβασμούς – αυτούς που, όπως είπε και ο ίδιος ο Ζακαρία «Δεν έχουν επιτύχει απολύτως τίποτε». 

* O Ράμζυ Μπαρούντ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας, αρχισυντάκτης των Παλαιστινιακών Χρονικών. Το άρθρο μετέφρασε από τα αγγλικά η Λαμπρινή Θωμά, με την άδεια του συγγραφέα.