Υπήρξαν αρχικά φήμες ότι ο ένας κατηγορούμενος για το περιστατικό του βιασμού στη Ρόδο, αυτός που τα Μέσα αποκαλούν «Αλβανό», βιάστηκε. Δεν επιβεβαιώθηκε αυτό από το νοσοκομείο, αλλά εδώ ενδιαφέρουν οι κοινωνικές στάσεις που συνοδεύουν αυτά τα γεγονότα. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, και ιδίως πάρα πολλές γυναίκες, που γράφουν ή δεν γράφουν για τα ζητήματα της κουλτούρας της πατριαρχίας, που εκφράστηκαν και προς τις δύο κατευθύνσεις: Θεώρησαν εύλογη ή σκανδαλώδη την υπεράσπιση ενός (αρχικά τουλάχιστον) καθ' ομολογίαν βιαστή-δολοφόνου.
Με ενδιαφέρουν περισσότερο τα επιχειρήματα όσων υπερασπίστηκαν την πράξη των συγκρατουμένων του. «Ό,τι και να πάθει λίγο είναι», αναφώνησαν, και ρωτούν τι θα κάναμε αν ήμασταν στη θέση των γονιών της κοπέλας. Είναι μια παράξενη ειρωνεία της συγκεκριμένης ιστορίας, ότι ο πατέρας της μίλησε με έναν τρόπο εντελώς απρόσμενο: είπε ότι ο δολοφόνος της κόρης του έχει και αυτός γονείς, που δεν διανοείται πώς είναι να βλέπουν ένα τέτοιο βίντεο. «Αντιλαμβάνομαι τι θα τραβάει αυτός ο άνθρωπος βλέποντας να κάνουν έτσι στο παιδί του». Αυτό είναι ένα φάλτσο της ιστορίας, αυτός ο άνθρωπος κράτησε μια στάση που δεν συνιστά απλώς εξαίρεση, είναι δύσκολο να το χωρέσει ο νους μας αυτό που είπε.
Ας δούμε όμως τι σημαίνει κατ’ ουσίαν αυτό το επιχείρημα των υπερασπιστών της πράξης: ότι αν ήσουν η μάνα ή ο πατέρας αυτού του κοριτσιού, θα ήθελες να φας ζωντανό τον φονιά και να φτύσεις τις σάρκες του. Συμφωνώ. Και προσθέτω ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν αφήνουμε πληγωμένους συγγενείς να αποφασίζουν για τη μοίρα των εγκληματιών, και αυτή είναι θεμελιώδης κατάκτηση για τη δικαιοσύνη.
Μέσα στην πραγματική πολυπλοκότητα της ζωής, πολιτισμός ήταν για τη δικαιοσύνη να αναλαμβάνει να λύνει τις διαφορές ένας απρόσωπος τρίτος. Είχα γράψει παλιότερα για την Ορέστεια, τον καταγωγικό μύθο στον οποίο θεμελιώνεται η δικαϊκή άποψη πως το κακό των αντεκδικήσεων δεν σταματάει, εκτός αν τον νόμο αναλάβει να εκπροσωπεί ένας τρίτος, η δικαιοσύνη. Αυτό και είναι και το σκεπτικό της ποινικοποίησης της αυτοδικίας.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν καν συγγενείς ή οικείοι οι δράστες. Η πράξη αυτή των συγκρατουμένων δεν συνιστά αυτοδικία, ούτε με την τρέχουσα ούτε με τη νομική σημασία της λέξης. Ως προς την τρέχουσα σημασία, διότι αυτή προϋποθέτει την τιμωρία «κάποιου που μας αδίκησε». Ως προς τη νομική σημασία, διότι «Δράστης του εγκλήματος μπορεί να είναι και τρίτος, αν η ενέργεια έγινε με εντολή ή εξουσιοδότηση ή έγκριση ή κατά την τεκμηριωμένη βούληση του δικαιούχου». Δεν είμαι νομικός, αντιλαμβάνομαι όμως ότι κάπως πρέπει να διακριθεί ηθικά η πράξη ενός πατέρα που σκοτώνει τον φονιά του παιδιού του, γιατί δεν αντέχει να βλέπει τον φονιά ζωντανό, από την περίπτωση κρατουμένων που λένε «Δε θα μας ξεριζώσει όμως κανείς το δικαίωμα να αφουγκραζομαστε την κοινωνία από την οποία προερχομαστε και να αποδίδουμε ένα μικρό κομμάτι κοινωνικής δικαιοσύνης στο χώρο που ζούμε».
Το επιχείρημα των υπερασπιστών σε αυτήν την περίπτωση είναι πως όταν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, αυτό το κενό μερικές φορές καλύπτεται από αυτόκλητους τιμωρούς, και αυτό δεν είναι πάντα κακό. Όντως, όπως δεν έχουμε κανέναν λόγο να εμπιστευόμαστε τη δικαιοσύνη όταν στέλνει καθαρίστριες-πλαστογράφους στη φυλακή, γιατί υπάρχει μια στρέβλωση ταξικής προέλευσης, δεν έχουμε κανέναν λόγο να εμπιστευόμαστε τη δικαιοσύνη και στην περίπτωση των βιασμών, διότι υπάρχει μια στρέβλωση έμφυλης προέλευσης. Με παρόμοια επιχειρήματα θα μπορούσε κανείς να ξεκινήσει αμφισβητώντας την αμεροληψία των δικαστηρίων και να δικαιολογήσει τη δράση αυτών που παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους.
Ωστοσο και η ιδέα ότι κρατούμενοι θα αποφασίζουν πως αφουγκράζονται την κοινωνία και εκδικούνται εξ ονόματός της είναι προβληματική. Αν πράγματι αυτό έχει γίνει με συνεργασία δεσμοφυλάκων, που άφησαν το κελί ανοιχτό, είναι λογικό μια συλλογικότητα κρατουμένων να επικροτεί αυτή τη στάση, διότι κρίνουν πως αφουγκράστηκαν την κοινωνία; Και δεν υπονομεύουν την ίδια τους τη θέση με αυτόν τον τρόπο, νομιμοποιώντας την εξουσία των δεσμοφυλάκων να αποφασίζουν ποιον θα λιντσάρουν άλλοι κρατούμενοι; Το πιθανότερο είναι πως έχουν απλώς εξασφαλίσει ότι αυτό δεν θα συμβεί στους ίδιους – ή πάντως έτσι πιστεύουν τώρα.
Εξάλλου «η κοινωνία» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) δεν παρέχει κανένα εχέγγυο ακριβοδίκαιης αντιμετώπισης των πραγμάτων, και αυτό φρόντισε να μας το δείξει τις αμέσως επόμενες μέρες η σχετική δημοσιογραφική κάλυψη. Ο ένας κατηγορούμενος είναι «ο Αλβανός» (οι λεπτομέρειες της εθνικής καταγωγής είναι ενδιαφέρουσες: δεν θα αναφερόταν ως Αλβανός αλλά ως βορειοηπειρώτης, αν γινόταν γνωστός για κάποιο ανδραγάθημα), ενώ ο άλλος αναφέρεται ως μετανοημένος, αλλαγμένος νεαρός, που έχει κόψει τις καταχρήσεις, τις σούζες και τα ξενύχτια (μέσα στη φυλακή!) και έχει βρει τον θεό. Αυτά τα αναφέρουν τα Μέσα, όχι οι πολίτες, αλλά δεν φαντάζομαι ότι η κοινωνία εξεγείρεται με αποτροπιασμό.
Και, εδώ που τα λέμε, δεν εμπιστεύομαι κανένα κομμάτι της κοινωνίας για να πάρει τέτοιες αποφάσεις. Όταν είχε φάει ξύλο ο Solup στα Εξάρχεια, το έφαγε από ανθρώπους που δεν ήταν αγανακτισμένοι χρυσαυγίτες του Αγίου Παντελεήμονα. Αλλά έφαγε ξύλο χωρίς λόγο και αιτία.
Θυμάται μήπως κανείς ότι ο Γιάννης Πανούσης είχε πει για την υπόθεση Δουρή ότι μπορεί να ήταν άλλος ο βιαστής και άλλος ο δολοφόνος; Ότι βρέθηκαν στο σώμα του παιδιού τρίχες γεννητικών οργάνων που δεν ανήκαν στον Μανώλη Δουρή; Θα μπορούσαμε να φανταστούμε μία περίπτωση κατά την οποία ο άνθρωπος αυτός θα ήταν όντως αθώος; Στην ταινία Μη αναστρέψιμος, ο άνθρωπος του οποίου το κρανίο πολτοποιείται με πυροσβεστήρα δεν είναι ο βιαστής της Μόνικα Μπελούτσι, ο Λε Τένια. Βεβαίως και η δικαιοσύνη κάνει λάθη, αλλά αναρωτιέμαι αν πιστεύει κανείς ότι οι αυτόκλητοι εκδικητές θα τα καταφέρουν καλύτερα.
Το ερώτημα εδώ θα ήταν: αφού δεν εμπιστεύεσαι τη δικαιοσύνη, γιατί αντιδράς όταν παίρνουν άλλοι τον νόμο στα χέρια τους; Διότι η κριτική στις φυλακές και τη δικαιοσύνη δεν σημαίνει ότι είμαι διατεθειμένος να τις αντικαταστήσω με οτιδήποτε. Τα δικαιώματα των κρατουμένων αφορούν και δικαιώματα εγκληματιών. Δεν επιχειρηματολογώ λέγοντας ότι ο τάδε κρατούμενος αξίζει την προστασία του νόμου διότι είναι συμπαθής. Εξάλλου, ποιος είναι συμπαθής στον καθένα είναι πολύ σχετικό (ορθώς ειπώθηκε ότι «η κοινωνία» ενδεχομένως ευχαρίστως θα λιντσάριζε τον Ζακ ή οποιονδήποτε «μπαχαλάκια»). Ο Τάσος Θεοφίλου έγραψε ότι στη φυλακή χαίρουν σεβασμού πρόσωπα που μπορεί να έχουν διαπράξει φρικτά εγκλήματα, υπό τον όρο ότι διατηρούν το κύρος τους, δηλαδή τη δύναμή τους. Δεν θα ήθελα λοιπόν να προσθέσω κι εγώ τη φωνή μου σε αυτούς που αναφωνούν με κάποια κρυφή ικανοποίηση ότι ο βιαστής βρήκε αυτό που του άρμοζε «χάρη στον άγραφο νόμο των φυλακών». Κι αν επικαλείται η Αντιγόνη τα «άγραπτα των θεών νόμιμα», τους άγραφους νόμους, την υπερασπιζόμαστε γιατί δεν είναι κήρυγμα μίσους, αυτό που εκπροσωπεί.
Όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο «Επιτήρηση και τιμωρία», του Μ. Φουκώ, δεν ξεχνάει την εναρκτήρια αφήγηση, του διαμελισμού και βασανισμού του εγκληματία, με τους ιερείς να τον ρωτούν τι έχει να πει και εκείνον να επαναλαμβάνει «Κύριε, ήμαρτον». Το γεγονός ότι ο δημόσιος βασανισμός δεν είναι μέρος της αντιμετώπισης του εγκλήματος σήμερα, οφείλεται στο ότι από τις αρχές του 19ου αιώνα θεωρείται πως ο δημόσιος βασανισμός εκπαιδεύει βασανιστές, αποτελεί ουσιαστικά μια πορνογραφία της οδύνης, λοιπόν η ποινή δεν στοχεύει πια στον σωματικό πόνο του θύματος. Αυτό δεν είναι κάποια λεπτομέρεια. Υποθέτω ότι δεν θα θέλαμε να ζούμε στην εποχή που η τιμωρία για την ψευδορκία και επιορκία ήταν η γλωσσοτμησία, η τιμωρία για την κλοπή, την παραχάραξη νομίσματος και τη σύληση τάφων ήταν η χειροκοπή, η ρινοτμησία για τα γενετήσια εγκλήματα κοκ. Η βαρβαρότητα των ποινών αποτελούσε μέσο αναπαραγωγής της βαρβαρότητας της κοινωνίας. Ότι μια βάναυση τιμωρία ενθαρρύνει αντί να αποθαρρύνει μια τέτοια κουλτούρα είναι και ο μόνος λόγος για τον οποίον παίρνω το θάρρος να γράψω όχι για μια κοπέλα που βιάστηκε και δολοφονήθηκε, αλλά για το τι ζητούμε για τον πιθανό δράστη.
Δεν έχω ούτε εγώ εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη. Πράγματι, καταγράφονται περιστατικά στα οποία γυναίκες που αντιστάθηκαν στον βιαστή τους δεν κατάφεραν να αναγνωριστεί στο δικαστήριο ούτε καν το ελαφρυντικό της νομιζόμενης άμυνας, μιας πλάνης ως προς την πραγματική υπόσταση του κινδύνου που διέτρεχαν, που θα ελάφραινε την ποινή.
Έχω την εντύπωση ότι το ερώτημα σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι τι νιώθουμε, αλλά τι θέλουμε να προτείνουμε ως κανόνα. Υπάρχουν περιπτώσεις που νιώθει κανείς μια άγρια ευχαρίστηση, για το ότι κάποιος που έκανε μια κοπέλα να τρέμει από τον φόβο της πριν να πεθάνει, επειδή ήταν σωματικά δυνατότερος, θα έχει τώρα την ίδια τύχη: Θα φοβηθεί και θα υποφέρει. Νομίζω ότι μπορώ να αντιληφθώ γιατί μπορεί κανείς να νιώσει έτσι, ιδίως γυναίκες που έχουν βρεθεί σε τέτοια θέση. Το να το περιγράψουμε όμως με ένα κλείσιμο του ματιού ως κάτι θετικό, που αναλαμβάνει να καλύψει το κενό της δικαιοσύνης, γαμώντας τον δράστη για να μάθει πώς είναι να σε γαμάνε, δεν είναι το ίδιο.
Πράγματι δεν εμπιστεύομαι τους αστικούς θεσμούς και υπογραμμίζω με κάθε ευκαιρία τη μεροληψία τους. Αλλά πιστεύω ότι χρειάζεται γι’ αυτό πολύ μεγάλη προσοχή όταν σκεφτόμαστε με τι θα θέλαμε να τους αντικαταστήσουμε. Η άγρια χαρά για το ότι αυτός που σκορπούσε τον τρόμο τώρα θα τρέμει ο ίδιος, δεν αρκεί.
Αφιέρωσα αυτό το κείμενο στη συζήτηση για τον έναν κατηγορούμενο, αντί να συζητώ για το αρχικό θέμα, τον βιασμό και φόνο της Ελένης Τοπαλούδη. Ελπίζω να γίνεται αντιληπτό ότι αυτό δεν συνιστά μεροληπτική ευαισθησία, αλλά οφείλεται στην πεποίθησή μου ότι η τιμωρία που ζητούμε είναι μέρος της συζήτησης για το τι θα πει να είσαι άντρας, να είσαι γυναίκα, να έχεις δίκιο, να είσαι σε θέση ισχύος, να τρομάζεις ή να σε τρομάζουν, να νιώθεις ή να προκαλείς τον πόνο. Εν ολίγοις, πιστεύω ότι διαμορφώνονται (και με αυτόν τον τρόπο) οι στάσεις που ενθαρρύνουν ή αποθαρρύνουν αντίστοιχα εγκλήματα.