του Διονύσιου Σκλήρη
O Χρήστος Γιανναράς μετέφερε στη θεολογία, αλλά σε μεγάλο βαθμό και στη φιλοσοφία, την πνευματική χειρονομία της γενιάς του 1930: Μία ερμηνευτική ανάκτηση και επανοικείωση της ελληνικής παράδοσης μέσα από έναν διάλογο με τη μοντερνιστική αυτοκριτική της Δύσης, η οποία οδήγησε σε σπάνια πρωτότυπη σύνθεση και όχι σε δάνειο ή αντιγραφή. Ο φιλοσοφικός και καλλιτεχνικός μοντερνισμός στη Δύση (σε αντίθεση αφενός προς την προγενέστερη νεωτερικότητα και αφετέρου προς τον μεταγενέστερο μεταμοντερνισμό ή ύστερη νεωτερικότητα) έχει τα εξής χαρακτηριστικά: Πρόκειται για την εξαγωγή των πλέον ακραίων συνεπειών του δυτικού νεωτερικού προγράμματος με τρόπο που εντέλει είναι αυτο-υπονομευτική και για αυτό συνειδητά ή ανεπίγνωστα αυτοκριτική, στο πλαίσιο μάλιστα της κατάρρευσης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της συνέχισης της κρίσης κατά τον Μεσοπόλεμο και τον Β΄ Παγκόσμιο. Ο μοντερνισμός είναι ο τελευταίος μεγάλος ανθρωπισμός πριν από τους μεταμοντέρνους θανάτους του υποκειμένου και την απεδαφικοποίηση της ύστερης νεωτερικότητας: Πρόκειται, όμως, για έναν ανθρωπισμό όχι αισιόδοξο και με αυτοπεποίθηση, όπως του νεωτερικού Διαφωτισμού, αλλά αποσαρθρωμένο, έναν ανθρωπισμό, ο οποίος τρέφεται από αντιφάσεις που δημιουργούν μια έγχρονη, ενσώματη, πάσχουσα υποκειμενικότητα σε κρίση.
Στην ηπειρωτική φιλοσοφία αυτό εκφράζεται σε κινήματα- συγκοινωνούντα δοχεία, όπως ο υπαρξισμός, η φαινομενολογία, η ερμηνευτική και ο περσοναλισμός. Στην τέχνη βλέπουμε παρόμοιες εξελίξεις στο έργο λ.χ. ενός Πικάσο, ενός Ματίς ή ενός Τζακομέτι, «φαινομενολόγων» καλλιτεχνών που προσλαμβάνουν τις μορφές πάντα μέσα από ένα ορισμένο υπαρξιακό πρίσμα, που μπορεί να τις επεκτείνει στα όρια της διάλυσης ή της εσωτερικής αποσάρθρωσης, αλλά διακρατεί οπωσδήποτε στοχαστικές αξίες για την ανθρώπινη εικόνα, σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη αφηρημένη τέχνη. Αν ένας Ντεκάρτ ίδρυσε τη φιλοσοφική νεωτερικότητα με το «σκέπτομαι, άρα υπάρχω», ο γαλλικός υπαρξισμός του 20ού αιώνα εξάγει τις έσχατες συνέπειες από το αρχιμήδειο αυτό στήριγμα με το να εκλάβει την ύπαρξη αυτή όχι ως υπόσταση, αλλά ως έγχρονη στιγμή σκέψης που διαφεύγει συνεχώς στο παρελθόν και στην ετερότητα, κατά ένα «σκέπτομαι, άρα υπήρξε», όπως είναι η εκδοχή του Σαρτρ, δηλαδή σκέπτομαι ως μια έγχρονη ύπαρξη που αενάως δραπετεύει στο μέλλον, αφήνοντας πίσω της απολιθώματα, με αποτέλεσμα η προσωπική ταυτότητα να είναι εξαιρετικά επισφαλής ή έξω από τη συνείδηση στον χώρο και τον χρόνο.
Το πνευματικό κλίμα της ίδιας εποχής είναι η αναζωογόνηση αυτής της πάσχουσας δυτικής υποκειμενικότητας μέσα από μία επιστροφή στις πηγές με αναζήτηση μιας οιονεί «προπτωτικής» αυθεντικότητας που ο κάθε στοχαστής την αναζητεί όλο και πιο μακριά. Λ.χ. ο Νίτσε που είχε προδρομικά εγκαινιάσει αυτήν την πνευματική στάση φτάνει στους προσωκρατικούς, πριν από τον Πλάτωνα. Ο Χάιντεγκερ εν πολλοίς τον ακολουθεί επανερμηνεύοντας με πολλούς ρηξικέλευθους τρόπους την προηγούμενη παράδοση. Οι καλλιτέχνες αναζητούν συχνά μια αρχαϊκή Ελλάδα, τα κυκλαδικά εδώλια, τις αφρικανικές μάσκες ή τη ναΐφ τέχνη. Οι θεολόγοι θα αναζητήσουν την αυθεντικότητα πριν από τη βουλησιαρχία του Δουνς Σκώτου ή του Αυγουστίνου Ιππώνος. Στην Ελλάδα, η λογοτεχνική και καλλιτεχνική γενιά του 1930 κόμισε μια πρωτότυπη συμβολή σε αυτό το εγχείρημα δυτικής αυτογνωσίας μέσα από μία σύνθεση της εντόπιας παράδοσης με τον μοντερνισμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό μπορεί να έλαβε περισσότερο αμυντικά ταυτοτικά χαρακτηριστικά, όπως στο έργο του Φώτη Κόντογλου, άλλοτε, όμως, η ίδια η Δύση αναγνώρισε λ.χ. στον Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη κ. ά. μια ιδιάζουσα ελληνική συμβολή με οικουμενικό ενδιαφέρον.
Ο Χρήστος Γιανναράς ανήκει στη «μακρά» γενιά του 1930, η οποία στη θεολογία έμεινε γνωστή ως «γενιά του 1960», ενώ η κορύφωσή της έλαβε χώρα το 1980. Και στη Δύση η τέχνη προπορεύτηκε στον μοντερνισμό, λ.χ. στη ζωγραφική ήδη από το 1870 με τον εμπρεσιονισμό, ενώ η φιλοσοφία ακολούθησε αργότερα προς τον Μεσοπόλεμο (με τον Νίτσε ως προφήτη τον 19ο αιώνα). Μάλλον όχι τυχαία, και στην Ελλάδα η θεολογική και φιλοσοφική πρωτότυπη σύνθεση έπεται της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής.
Ο Χρήστος Γιανναράς εξέφρασε τις προσωπικές και συλλογικές εντάσεις με μια σειρά από ιδιοφυείς συνθέσεις που εντός τους ελλόχευε μια γόνιμη αντίφαση. Ο τρόπος της φιλοσοφίας του θα μπορούσε να περιγραφεί με την έκφραση (οριακά contradictio in adjecto) «φαινομενολογική μεταφυσική». Η αφόρμηση του φιλοσοφείν ήταν για τον Γιανναρά η σύγχρονη φαινομενολογία, δηλαδή μία έγχρονη και ενσώματη συνείδηση ριγμένη μέσα στα πράγματα, μέσα στον δρόμο της Ιστορίας, με υπαρκτικές διερωτήσεις που αφορμώνται από το συγκεκριμένο βίωμα. Για τη διέξοδο, ωστόσο, των αποριών, γινόταν μια αναδίφηση της ελληνικής μεταφυσικής παράδοσης, δηλαδή κυρίως του Αριστοτελισμού, όπως αυτός ερμηνεύτηκε από τους Χριστιανούς Πατέρες του Βυζαντίου. Ο μεταφυσικός τρόπος του φιλοσοφείν σημαίνει γενικώς μία συνέχεια ανάμεσα στη φύση και σε αυτό που είναι μετά τη φύση και την εξηγεί ως αιτία ή ως σκοπός της. Για τον λόγο αυτό, η μεταφυσική είχε απορριφθεί στην ηπειρωτική δυτική σκέψη, η οποία τόνισε περισσότερο την ορφάνια της διερώτησης. Θα μπορούσε να πει κανείς μέχρι και ότι η φαινομενολογία είναι το αντίθετο της μεταφυσικής, εφόσον η έγχρονη και ενσώματη υποκειμενικότητα είναι ριγμένη σε έναν κόσμο χωρίς βεβαιότητες και άξονες νοήματος. Όμως ο Γιανναράς αντλεί από τον Νίτσε την έννοια της «αυθυπερβάσεως», με έναν τρόπο πρωτότυπο που οδηγεί σε εντυπωσιακές γεφυρώσεις. Για τον Γιανναρά, η φιλοσοφία αρχίζει από την οντολογική διερώτηση περί του Είναι, η οποία αφορμάται από την κάθε βιωματική εμπειρία. Αυτό, όμως, συμβαίνει ως ένας δυναμισμός που μας οδηγεί στην αναζήτηση μιας μεταφυσικής «αποφατικής», δηλαδή χωρίς θετικιστικές βεβαιότητες ή νοησιαρχική συνέχεια ήτοι νοητική/φυσική συγγένεια ανάμεσα στο φυσικό και το μεταφυσικό, πλην με διακράτηση του ερωτήματος για την αιτία και τον σκοπό του όντος. Για τον Γιανναρά μια «φαινομενολογική μεταφυσική» θα ήταν δυνατή, αν γίνει συγκερασμός διαφορετικών πολιτισμών ή μια ελληνική ανταπόκριση στη δυτική σκέψη.
Η νιτσεϊκού τύπου αυθυπέρβαση διακατέχει και τη σημασία που έχει ο έρωτας στη σκέψη του Γιανναρά. Ο έρωτας στον Γιανναρά είναι κατ’ αρχήν χθόνιος, είναι μια δύναμη που διαπιστώνεται κατά τον φαινομενολογικό ετασμό, αλλά ταυτοχρόνως είναι και αυτό που κινεί τη σκέψη προς το άπειρο. Στη γιανναρική διαπραγμάτευση του ερωτικού φαινομένου δεν υπάρχουν μανιχαϊκές διχοτομήσεις μεταξύ βέβηλου και ιδεατού έρωτα, ο έρωτας είναι μια κίνηση αυθυπέρβασης από το ένστικτο προς την αγαπητική ανιδιοτέλεια και υπέρβαση του φίλαυτου εγωισμού. Βεβαίως και στην πλατωνική σκέψη, ο έρως αφορμάται από τα σώματα και μεταβαίνει προς την άπειρη ιδέα του αγαθού, όμως στον Γιανναρά κατά χριστιανικό και εν ταυτώ νιτσεϊκό τρόπο, ο έρως είναι μια κατ’ εξοχήν κατάφαση της χθόνιας σωματικότητας και μόνο δι’ αυτής μια ψηλάφηση του Θεού στην ενσάρκωσή Του, δηλαδή στη διττή πεπερασμένη και άπειρη φύση του Χριστού. Αυτό σημαίνει ότι ο Γιανναράς υπήρξε ένας «θεολόγος από τα κάτω», ένας στοχαστής της συγκεκριμένης σωματικής εμπειρίας και της λογοτεχνικής περιγραφής της και μόνο έτσι ένας μεταφυσικός και δη αποφατικός. Γιατί εντέλει η φαινομελογική προσέγγιση του έρωτα σημαίνει αφενός την αυθυπερβατική κίνηση από το σαρκικό στο ανιδιοτελές, αλλά εν ταυτώ και τον «αποφατισμό», δηλαδή τη σεβαστική παραίτηση από το να εξαντλήσεις τον άλλο στον εαυτό σου ή σε ό,τι μπορείς να συλλάβεις με την προπέτεια της νόησης και των αισθήσεών σου. Κατ’ αυτήν την έννοια, η θεολογία του Γιανναρά είναι αντιδογματική: Δεν είναι μια θεολογία «από τα πάνω», από δογματικές βεβαιότητες. Είναι μια θεολογία που ξεκινά από την εμπειρία και τη μεταγραφή της σε ένα μεταίχμιο λογοτεχνίας, φιλοσοφίας και θεολογίας.
H πολιτική φιλοσοφία του Χρήστου Γιανναρά θα μπορούσε να αποκληθεί «αριστοτελικός μαρξισμός». Διά μέσου της Σχολής της Φρανκφούρτης και εκπροσώπων της, όπως ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, τόνισε κυρίως τη φιλοσοφία της φύσης στον Καρλ Μαρξ και τη σημασία που έχει η συλλογική της πραγμάτωση στους αντίποδες της αλλοτρίωσης. Στον Μαρξ είχε διασωθεί ένα απήχημα της αριστοτελικής τελεολογίας με την έννοια ότι ο άνθρωπος έχει ως σκοπό της ύπαρξής του να πραγματώσει την ειδοποιό διαφορά του, που μπορεί στη νεωτερικότητα να μην είναι πλέον η θεωρητική ζωή, όπως στην αρχαία και μεσαιωνική φιλοσοφία, αλλά μια εμπρόθετη παραγωγή και εργασία, όπου να μην υφίσταται η αλλοτρίωση από τον καρπό της εργασίας του παραγωγού και ποιητή.
Ο Χρήστος Γιανναράς υπήρξε ένας άνθρωπος που το καλούπι σπάει μετά από αυτόν. Διεκδίκησε ένα καθολικό κάλλος, το οποίο ετυμολογούσε από το ρήμα «καλώ». Σε προσκαλούσαν σε μέθεξη όχι μόνο οι ιδέες του, αλλά και η εκφορά του λόγου του, η βαθιά φωνή του με σπουδαίο επιτονισμό, όπως και οι σιωπές του, η άρνησή του πολλές φορές να μιλήσει, ή, όταν, εντέλει, μιλούσε, οι ανοικτές διερωτήσεις με τις οποίες είτε πραγμάτωνε τη φιλοσοφία ως εκκρεμότητα, είτε κατεύθυνε τη συζήτηση με μια μαιευτική ακόμη πιο υπαινικτική και από τη σωκρατική. Το κάλλος του Χρήστου Γιανναρά εκτεινόταν ακόμη και στα χειρόγραφά του, που ήταν καλλιγραφημένα, καθώς η ίδια η γραφή θεωρείτο ως προέκταση του ανθρώπινου σώματος και του ερωτικού προσωπικού χαρακτήρα που αποτυπώνεται σε αυτό. Η φιλοσοφία ήταν για αυτόν ένα μέρος της κλήσης σε σχέση, η οποία περιλάμβανε και την προσωπική γοητεία, αλλά και την έριδα, που είναι συνοδός του έρωτα, κατά τη μακρά ελληνική παράδοση που συνδέει φιλοσοφικώς την ερωτική τέχνη με την εριστική. Ο λεγόμενος «αντιδυτικισμός» του ήταν μια πρωτότυπη ελληνική συμβολή στην εσωτερική αυτοκριτική της Δύσης, που είχε αρχίσει με τον Νίτσε και συνεχιστεί με τον Χάιντεγκερ.
Ο Γιανναράς, ως οιονεί ποιητικός νοσταλγός της ελληνοτροπίας σε καιρούς καβαφικής παρακμής, προέβαλλε τον ελληνισμό όχι μόνο ως μια εναλλακτική προς τη Δύση, αλλά και ως έναν πολιτισμό του αριστοτελικού ευ-συν-όπτου, δηλαδή της δυνατότητας να πραγματωθεί η καθολική αλήθεια σε μια «ευσύνοπτη» σάρκωση, όπου μπορείς να διακρίνεις (οπτόν) καλά (ευ) ταυτοχρόνως το όλον και τα μέρη του (συν), όπως συνέβη στην αρχαία ελληνική πόλη, στην ποιητική του δράματος, αλλά και στην ευχαριστιακή σύναξη και στην αλληλέγγυο κοινότητα της Τουρκοκρατίας. Το ευσύνοπτον αυτό είναι που διακρίνει τον Ελληνισμό και από την Ανατολή, εξ ου και η κριτική του προς μορφές της Ορθοδοξίας που τονίζουν μια εκδοχή της οικουμενικότητας ως γεωγραφικής παγκοσμιότητας ή ως μαζικής ισχύος και βεβαίως η διάγνωσή του ότι σύγχρονες μορφές «φονταμενταλισμού», είτε ορθόδοξες, είτε ισλαμικές, δεν είναι παρά έκγονα της δυτικής νεωτερικότητας σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Ήταν βεβαίως αυτοκριτικός και προς τη σύγχρονη Ελλάδα, χρησιμοποιώντας μάλιστα πληθωριστικές εκφράσεις απαξίωσης των Νεοελλήνων, οι οποίες δεν είχαν κακότροπη πικρία, αλλά την απογοήτευση του ερωτευμένου, τη ματαίωση μιας φιλόδοξης αγάπης. Και Μούσα αυτού του έρωτα ήταν ένας Ελληνισμός Αόριστος (κατά τον τίτλο βιβλίου του) χωρίς αφήγημα εθνικής συνέχειας και χωρίς φυλετική εκδοχή εθνικισμού. Η συνέχεια του Ελληνισμού κατά τον Γιανναρά είναι παραδοσιακή, δηλαδή σημαίνει εσαεί ανοικτή κληροδοσία και εκκρεμή κληρονομιά, δηλαδή το αντίθετο τόσο του φονταμενταλισμού, όσο και του εθνοφυλετισμού και των αφηγημάτων γραμμικής ιστορικής συνέχειας. Με τον ίδιο τρόπο που αυτή η ελληνική «συνέχεια μέσα από την ασυνέχεια» έλαβε χώρα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία μέσα από την οικείωση των αδιεξόδων του ελληνισμού και μέσα από μια καθολική πρόταση να λάβει πνευματικό χαρακτήρα η συνοχή της οικουμενικής αυτοκρατορίας, ο Γιανναράς οραματιζόταν και σήμερα έναν Ελληνισμό επανερμηνευμένο στη συνάντηση με τα αδιέξοδα του δυτικού μοντερνισμού, όπως είναι η αλλοτρίωση και η αναγωγή του ανθρώπου σε μαθηματικοποιημένες ιδιότητες.
Ως άνθρωπος της παράδοσης, ο Χρήστος Γιανναράς είχε το χάρισμα του πνευματικού πατέρα. Είχε πολύ αυστηρές απαιτήσεις υπαρκτικής αυθεντικότητας και για αυτό ωθούσε τους γιους και μαθητές του σε δικές τους αυθυπερβάσεις, ξεπερνώντας όρια γραμμών του ορίζοντα που διαρκώς κινούνταν προς το άπειρο. Ταυτοχρόνως, ο αποφατισμός του σήμαινε και μια πατρική σιωπή ή πατρικές αμφισημίες, οι οποίες επέτρεπαν μια πληθώρα ερμηνειών και κληρονομήσεων της σκέψης του. Υπήρξε ένας από τους ελάχιστους στοχαστές, οι οποίοι άλλαξαν τη γλώσσα, το γλωσσάρι της σπουδής που υπηρέτησαν. Υπονοώντας ότι σε μια παραδοσιακή λαμπαδηδρομία της σκέψης, ανάλογες αλλαγές της γλωσσικής υπούργησης της αλήθειας μπορούν να συμβούν και στο μέλλον.