Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, σαν τις ψυχές, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω σ’ όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή σχεδόν άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης. Και μόλις αναγνώρισα τη γεύση του κομματιού της μαντλέν βουτηγμένο στο φλαμούρι που μου ‘δινε η θεία μου (μόλο που δεν ήξερα ακόμα τότε και μπόρεσα μόνο πολύ αργότερα ν’ ανακαλύψω γιατί η ανάμνηση αυτή μ’ έκανε τόσο ευτυχισμένο), αμέσως, το παλιό γκρίζο σπίτι πάνω στο δρόμο όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, ήρθε σαν σκηνικό θεάτρου να στηθεί μπροστά στο εξοχικό σπιτάκι που ‘βλεπε στον κήπο και το ‘χαν χτίσει για τους γονείς μου στο πίσω του μέρος και μαζί με το σπίτι, την πόλη, απ’ το πρωί ως το βράδυ και μ’ οποιοδήποτε καιρό, την Πλατεία όπου μ’ έστελναν πριν απ’ το γεύμα, τους δρόμους όπου πήγαινα να κάνω θελήματα, τα εξοχικά δρομάκια που παίρναμε όταν ο καιρός ήταν καλός.
Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, μετάφραση: Παύλος Α. Ζάννας, επιμέλεια: Παναγιώτης Πούλος, εκδ.Εστία
Στις 11 Οκτωβρίου, η Covid-19 κλείνει αισίως 19 μήνες, ή, αν το θέλετε, 41 επόμενα κρίσιμα δεκαπενθήμερα, από την ημέρα που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τη χαρακτήρισε ως πανδημία. Μέσα σε αυτό το διάστημα, ο χρόνος διαρκώς τεντώνει και συστέλλεται, πυκνώνει και κατακερματίζεται, θολώνει και πολτοποιεί. Η ανακοίνωση της πρώτης καραντίνας μοιάζει να’ ναι ταυτόχρονα σαν χτες αλλά και σαν αιώνες πίσω. Η ζωή πριν© ξαναγυρνά σαν ψάρι που σπαρταρά να μας ξυπνήσει και να μας καταπιεί. Σαν να γεννηθήκαμε τον Μάρτιο του ’20, λουσμένοι στον φόβο και με τις απαγορεύσεις αγκαζέ. Κλέβουμε στιγμές ατόφιας χαράς, όπως τότε, έναν χρόνο πριν (νάτη πάλι η επέτειος), που έμοιαζε να γίνεται πράξη η διακαής μας επιθυμία, η άχρονη και ανιστορική φαντασίωση το καλό να νικήσει το κακό, οι Ναζί να μπουν στη φυλακή–αλλά φευ το καλό νίκησε το κακό για μια στιγμή και ο χρόνος έδειξε πως δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε στη μάχη με τον φασισμό. Κι ύστερα πάλι τρέχουμε να προλάβουμε το παρά πέντε που πάντα μας παραβγαίνει στο τρέξιμο. Κι ύστερα πάλι μετράμε τις ώρες που μας απομένουν να κοιμηθούμε όταν βάζουμε ξυπνητήρι(α) για τη δουλειά. Κι ύστερα πάλι βουλιάζουμε στις ίδιες κι απαράλλαχτες μέρες μας που ρουφάνε τη χαρά όπως οι Παράφρονες στους αιχμάλωτους του Αζκαμπάν.
Ο χρόνος είναι χρήμα, λέει ο «σοφός λαός». Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω. Ο κόπος (των εργαζομένων) είναι χρήμα (των εργοδοτών). Ο χρόνος είναι σώμα. Ο χρόνος είναι τα μωρά της καραντίνας που φύτρωσαν στις κοιλιές, και φούσκωσαν και άνθισαν και σε λίγο θα χρονίσουν. Ο χρόνος είναι τα γόνατα που κάποτε καταγδαρμένα από τις ποδηλατάδες κάνουν τώρα κρίτσι-κρίτσι και δυσκολεύουν το βάδισμα. Ο χρόνος είναι το αίμα που βλέπουμε κάθε μήνα στο βρακί μας και μας διαβεβαιώνει πως υπάρχει ακόμα χρόνος– Για τι; Γι’ αυτό για το οποίο πλάστηκε το σώμα σου, θα μου απαντήσουν ενώ τους βγάζω με αυθάδεια τη γλώσσα. Ο χρόνος είναι τα δάχτυλα που κάποτε άκαμπτα και μαγκωμένα χορεύουν τώρα πάνω στις χορδές και κάνουν την ύλη μουσική. Ο χρόνος είναι τα μάτια που μας προδίδουν, που δεν βλέπουν πια κοντά, που απομακρύνουμε το κινητό, όχι για να βγάλουμε σέλφι, αλλά για να βγάλουμε τα γράμματα. Ο χρόνος είναι η ευθεία γραμμή στο καρδιογράφημα που μέχρι και πριν μια στιγμή έδειχνε παλμούς. Ο χρόνος είναι η αλλαγή, η δυναμική, η κίνηση, η ανάπτυξη, η φθορά του σώματος. Ο χρόνος, που θα έλεγε και ο Χάιντεγκερ, μπορεί να κατανοηθεί και να νοηματοδοτηθεί μόνο μέσα από τη θνητότητά μας—χωρίς τον άνθρωπο ο χρόνος δεν υπάρχει.
Ε, αν δεν είναι χρήμα και είναι σώμα, ε τότε δεν μπορεί παρά ο χρόνος να είναι ο καλύτερος γιατρός. Δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Είπαμε ο χρόνος είναι σώμα και με τον χρόνο το σώμα φθείρεται. Και ξέρετε ποιο είναι το αντίθετο του χρόνου ως θνητότητας; Η μνήμη. Το σώμα που θυμάται, η γεύση και η μυρωδιά της μαντλέν του Προυστ που νικά τον θάνατο και φέρνει το παρελθόν ολοζώντανο μπροστά του. Ο άνθρωπος που χάνει σιγά σιγά τη μνήμη του, που ξεχνά των παιδιών της τα ονόματα και θυμάται τις κούκλες που έπαιζε μικρή έως ότου ξεφτίσει κι αυτή η ανάμνηση, έχει πεθάνει πριν πάψει να χτυπά η καρδιά της, γιατί έχει πεθάνει για τους ανθρώπους της. Το συνεχές της μνήμης συμπυκνώνεται γύρω από μαύρες κουκίδες, τα τραύματά μας, τις ανοιχτές πληγές στην ψυχή, δηλαδή σε αυτό το μέρος του σώματος που λέμε ψυχή, στις οποίες πάντα θα επιστρέφουμε, θα τις αναμασάμε, θα τις βλέπουμε στους εφιάλτες μας, θα επιστρατεύουμε τις ίδιες σκέψεις- δικτάτορες επί ματαίω για να τις κουλαντρίσουμε, τις ίδιες οδυνηρές πρακτικές, τα μαχαίρια που τα μπήγουμε πιο βαθιά μέσα τους. Το τραύμα σταματά τον χρόνο στη στιγμή που ανοίγει. Γιατί δεν μίλησε νωρίτερα για τον βιασμό της, τι περίμενε δηλαδή; αναρωτιούνται ορισμένοι. Γιατί πονούσε και ξαναπονούσε, επέστρεφε εκεί, το ξαναζούσε, ο χρόνος πάγωνε, ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα, μια ώρα, ένα λεπτό. Όποια στιγμή κι αν το πει, θα είναι σαν να μιλά για το παρόν της. Και σαν να μην έφτανε το τραύμα στο σώμα της (είπαμε η ψυχή είναι σώμα), θα βρεθούν γύρω-τριγύρω διάφοροι καλοθελητές που έχουν καταπιεί αμάσητο τον λόγο της εξουσίας να πουν ότι είναι το σώμα της που φταίει για το τραύμα που της προκάλεσε ο βιαστής, να πουν ότι το τραύμα της δεν είναι αληθινό αλλά ένα κατασκευασμένο ψέμα, να ζυγίσουν τον χρόνο λέγοντας πως τα 8 λεπτά του βιασμού δεν αξίζουν για να χαραμιστούν τα χρόνια ενός «καλού παιδιού» στη φυλακή. Δεν είναι, λοιπόν, ο χρόνος ο καλύτερος γιατρός. Ο καλύτερος γιατρός είναι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποί μας. Οι σχέσεις που πλάθουμε και ποτίζουμε για να βγάλουν λουλούδια. Τα δίκτυα σχέσεων και αλληλεγγύης που οικοδομούμε. Για την πλαισίωση των τραυμάτων μας υπό τη σκιά της επίγνωσης του χρόνου, δηλαδή της θνητότητάς μας.
Μέσα από τις σχέσεις και τα δίκτυα σχέσεων επουλώνουμε τα τραύματά μας και κερδίζουμε όλες μαζί τον «χαμένο» χρόνο. Στα κινήματα, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην ψυχοθεραπεία, στο προσωπικό που είναι πολιτικό, στις ομάδες μπάσκετ, στις παρέες που τραγουδάνε στα σκαλάκια, στις πρωτοβουλίες στις γειτονιές, στις ομάδες προφορικής ιστορίας, σε όποιον ρημάδη τρόπο καταφεύγουν τα υποκείμε να για να την παλέψουν διεκδικώντας το μαζί και το καμία μόνη μέσα σε ένα νεκρικό τοπίο που δαιμονοποιεί, πριν τελικά κατακερματίσει, το κοινωνικό και δοξάζει την ατομικότητα. Και ο νεκρότοπος που μοιάζει να έχει κάνει τον χρόνο να σταματήσει γίνεται ένα λιβάδι από ολάνθιστα μη-με-λησμόνει.