Αναλυτικά το ψήφισμα του ΔΣ του ΔΣΑ όπως ψηφίστηκε στη συνεδρίαση της 12/9/2022:
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών κατά τη συνεδρίασή του την 12η-9-2022 συζήτησε το θέμα που έχει ανακύψει με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και αφού έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τις σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και της Συντονιστικής Επιτροπής αυτής, αποφάσισε τα κάτωθι:
Στο άρθρο 19 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος προβλέπεται:
«1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιοδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παρ. 1.».
Η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών η οποία αποτελεί ύψιστη υποχρέωση της πολιτείας είναι ιδιαίτερα αυξημένη στις περιπτώσεις πολιτικών προσώπων και ιδίως εχόντων θεσμική ιδιότητα όπως μπορεί να συναχθεί και από τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 3 Σ για το βουλευτικό απόρρητο, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην περίπτωση αυτή η προστασία δεν αφορά μόνο το προστατευόμενο ατομικό δικαίωμα αλλά συνδέεται άμεσα και με τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.
1. Όλα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας το τελευταίο χρονικό διάστημα, κυρίως από δημοσιεύματα του ξένου τύπου, ως προς την παρακολούθηση των επικοινωνιών χιλιάδων Ελλήνων πολιτών δυνάμει 15.500 περίπου εισαγγελικών διατάξεων μόνο το 2021, πέραν του Προέδρου του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος (την περίοδο που ήταν υποψήφιος) έχουν εκθέσει διεθνώς την εικόνα της ελληνικής πολιτείας, προβληματίζουν κάθε δημοκρατικό πολίτη και καθιστούν αδήριτη την ανάγκη για πλήρη και σε βάθος διερεύνηση της υπόθεσης και απόδοση συγκριμένων πάσης φύσεως ευθυνών όπου αυτές ανήκουν.
Σε ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου δεν χωρούν εκπτώσεις και συμψηφισμοί, αλλά υπάρχει υποχρέωση απαρέγκλιτης τήρησης του Συντάγματος και της ευρωπαϊκής δικαιϊκής τάξης. Οι τυχόν ευθύνες πρέπει να αποδίδονται προσωποποιημένα και λυσιτελώς, ώστε να λειτουργούν αποτρεπτικά.
2. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου οφείλει να διερευνήσει πρωτίστως εάν ήταν σύννομη ή μη η άρση της προστασίας του τηλεφωνικού απορρήτου από τα εμπλεκόμενα μη πολιτικά πρόσωπα και περαιτέρω εάν η ιεραρχικά υφισταμένη του αρμόδια Εισαγγελέας διερεύνησε την πλήρωση των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την άρση του απορρήτου ή απλά περιέβαλε με το κύρος της δικαστικής αρχής τις εκτιμήσεις και τις ενέργειες της ΕΥΠ, όπως επίσης και αν προέβη ή μη σε καταχρηστική και αυθαίρετη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων με αποτέλεσμα την παραβίαση ή μη του ρυθμιστικού πλαισίου του κανόνα του απορρήτου και δεν μπορεί να περιορίζει την έρευνά του, την οποία μάλιστα διεξάγει ο ίδιος (γεγονός εξαιρετικά σπάνιο), μόνο σε ζητήματα πλημμεληματικού χαρακτήρα όπως η διαρροή απορρήτων πληροφοριών από την ΕΥΠ. Ουδείς κείται πέραν και πάνω του νόμου.
3. Περαιτέρω αναδεικνύεται η ανάγκη άμεσης αναθεώρησης του πλαισίου που διέπει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών με την ενίσχυση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και των νομίμων εγγυήσεων αλλά και της διασφάλισης της σχετικής κρίσης από τακτικούς δικαστές (ιδίως, επώνυμη άρση, πρόβλεψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επικύρωση απόφασης από δικαστικό συμβούλιο, ενημέρωση από την ΑΔΑΕ του παρακολουθούμενου πολίτη). Σε μια δημοκρατική πολιτεία δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίστανται κρατικοί μηχανισμοί που λειτουργούν χωρίς έλεγχο και χωρίς όρους διαφάνειας και λογοδοσίας. Ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής κατά την κοινοβουλευτική διαδικασία αλλά και της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών που δύναται να ελέγχει τη νομιμότητα της άρσης των επικοινωνιών δεν είναι νοητή η επίκληση του απορρήτου από οποιονδήποτε, πολλώ δε μάλλον όταν τα μέλη τους δεσμεύονται από το απόρρητο.
4. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών ως θεσμικός θεματοφύλακας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών όλων των πολιτών και του κράτους δικαίου, απαιτεί την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών θα αναλάβει πρωτοβουλίες ανάδειξης του θέματος με τη διοργάνωση εκδηλώσεων, την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, την υποβολή νομοθετικών προτάσεων και τη συνάντηση με αρμόδιους θεσμικούς φορείς.
Υπέρ ψήφισαν:
Ο Πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός, ο Αντιπρόεδρος Ανδρέας Κουτσόλαμπρος, ο Αντιπρόεδρος Αλέξανδρος Μαντζούτσος, ο Γεν. Γραμματέας Χρήστος Κακλαμάνης, ο Σύμβουλος Ταμίας Κωνσταντίνος Καρέτσος και οι Σύμβουλοι: Ιωάννης Αβαρκιώτης, Ευστάθιος Αναλυτής, Ευάγγελος Αυγουλάς, Φώτιος Γιαννούλας, Μαρινέττα Γούναρη-Χατζησαράντου, Άννα Ζουρνατζή, Μιχαήλ Καλαντζόπουλος, Θωμάς Καμενόπουλος, Αθανάσιος Καμπαγιάννης, Δημήτριος Λυρίτσης, Θεόδωρος Μαντάς, Δημήτριος Σαραφιανός, Χριστίνα Τσαγκλή.
Κατά ψήφισε:
Ο Σύμβουλος Αντώνης Αντανασιώτης.
Παρόν ψήφισαν:
Σωτήριος Διαμαντόπουλος, Ιωάννης Κάπος και Χρυσή Μαρινάκη.
Οι Σύμβουλοι Δημήτριος Αναστασόπουλος, Στυλιανός Λεριός και Ζώης Σταυρόπουλος δεν ψήφισαν ούτε ναι, ούτε όχι, ούτε παρόν.