του Θάνου Καμήλαλη
Η απόφαση αυτή σημαίνει ότι επί έξι μήνες, στο κέντρο της Αθήνας, με ένα κόστος κοντά στα 2 εκατομμύρια ευρώ, στήθηκε ένα έργο άκυρο, αυθαίρετο. Αποτυχία πρωτοφανής, θεσμική ήττα μεγατόνων, μολονότι η απόφαση όντως αφορά την «πιλοτική λειτουργία» και όχι το έργο συνολικά. Δεν αποφασίστηκε η ακύρωση του Περιπάτου, είναι ξεκάθαρο αυτό στο κείμενο. Ποια είναι η απάντηση του δήμου Αθηναίων; «Ο Μεγάλος Περίπατος συνεχίζεται με βάση τις αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας. Η απόφαση του ΣτΕ αφορά σε διαδικαστικές συστάσεις για την πιλοτική εφαρμογή του έργου».
Μάλιστα, «διαδικαστικές συστάσεις». Τι κι αν μιλάμε για το ανώτατο δικαστήριο, τι κι αν μιλάμε για απόφαση και όχι συστάσεις, ο Μπακογιάννης σηκώνει τους ώμους, λέει ένα «δεν έγινε και τίποτα» και προχωράμε. Κατατέθηκε και η φωτογραφική τροπολογία από τον βουλευτή της ΝΔ, Γιώργο Αμυρά, λίγες ώρες μετά στη Βουλή και εξασφαλίστηκε η «νομιμότητα», ενω η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ δεν θα αναφερθεί καν στο τι αποφάσισε το ΣτΕ για ένα έργο που έχει επηρεάσει τις ζωές εκατομμυρίων πολιτών.
Είναι αυτή η «κουλ» ανεμελιά του Μπακογιάννη πάντως που κλέβει την παράσταση. Κάνει εν μέσω πανδημίας τη φιέστα στην Ομόνοια, διαμαρτύρεται ο κόσμος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Απαντάει με ένα βιντεάκι που ουσιαστικά λέει «χαχα, έφαγα κράξιμο, ζητώ συγγνώμη παρεξήγηση». Βγαίνει στο ραδιόφωνο να μιλήσει, τη μέρα μάλιστα που όλως τυχαίως συνεδρίασε το ΣτΕ: «χαχα, έχω φάει ξύλο για τον Περίπατο, το έργο βγήκε και δεν βγήκε». Δηλαδή, τα δύο εκατομμύρια βγήκαν, το έργο δεν βγηκε, εννοεί. Ήθελε τον Μάιο να κάνει τον Περίπατο και έβγαλαν 4 υπουργοί (Χρυσοχοϊδης που μάλλον δεν την διάβασε, Κικίλιας, Θεοδωρικάκος και Καραμανλής) Υπουργικές Αποφάσεις, ώστε να δικαιολογηθούν οι παρεμβάσεις «για τις ανάγκες της πανδημίας».
Το ότι έβγαζε μάτι η προσχηματική διαδικασία δεν απασχόλησε κανέναν. Το ότι η Νομική Υπηρεσία της Περιφέρειας Αττικής έκρινε, από τον Ιούλιο, παράνομο το έργο, σε γνωμοδότησή της προς τον Περιφερειάρχη, Γιώργο Πατούλη, ο οποίος προσπαθησε να θάψει το έγγραφο, δεν απασχόλησε επίσης.
Η αντιπολίτευση, ακόμα και η μερίδα που στήριξε στην αρχή τον Μεγάλο Περίπατο (βλ. Η παράταξη του Νάσου Ηλιόπουλου), καταγγέλλει υπερκοστολογήσεις, ενώ ο δήμαρχος είχε δεσμευτεί για «εξοπλισμό χαμηλού κόστους». Για παράδειγμα, η Πανελλήνια Ένωση Επαγγελματιών Γεωτεχνικών και Επιχειρήσεων Πρασίνου είχε καταγγείλει ως φωτογραφικό τον διαγωνισμό για τον εξοπλισμό, καθώς η προκήρυξη δημοσιεύστηκε στις 27/5 το βράδυ, στις 29/5 ζητούσαν δείγματα από τα υλικά προμήθειας και την 1 Ιουνίου η προθεσμία τελείωνε. Εντωμεταξύ, ναι μεν ο εξοπλισμός κόστισε ακριβά, αλλά παράλληλα επί μηνες το έργο είναι παρατημένο. Αφημένο στην τύχη του. Ο Μπακογιάννης το αποφάσισε, έπαιξε λιγο, το βαρέθηκε, τώρα περιμένουμε τις «μόνιμες παρεμβάσεις από το 2021».
Προχωραμε λοιπόν, αλλά η συνέχεια μοιάζει περισσότερο απειλητική. Αυτο το… πράγμα στο κέντρο κόστισε ήδη δύο εκατομμύρια, ενώ η προχειρότητα και οι νομοθετική παρωδία που το συνοδεύουν είναι πλέον αδιαμφισβήτες. Τα επόμενα βήματα θα κοστίσουν συνολικά ακόμα 63 εκατομμύρια, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό που είχε παρουσιάσει προεκλογικά η παράταξη του δημάρχου. Με μειοδοτικούς δαγιωνισμούς, ας πούμε 50 εκατομμύρια. Πώς θα γίνει αυτή η διαχείριση; Με ποια λογοδοσία και τι έλεγχο; Μετά από όλα αυτά, δικαιούμαστε να είμαστε προσεκτικοί και καχύποπτοι, ενώ ο δήμος της Αθήνας οφείλει να σταματήσει να βασίζεται στο κληρονομικό δίκαιο και να ασχοληθεί λίγο με τα όρια της εξουσίας του.
Εκτος κι αν όταν λέγεσαι Μπακογιάννης, δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχει λογοδοσία. Δεν ξέρω σε ποια ευρωπαϊκή χώρα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί όλα αυτά στον μεγαλύτερο δήμο της πρωτεύουσας και να μην προκληθεί σάλος. Δεν μπορώ να φανταστώ επίσης πόσο διαφορετικές θα ήταν οι αντιδράσεις πολλών αν όλα αυτά συνέβαιναν με δήμαρχο άλλου κόμματος ή έστω άλλου επωνύμου.
Ξέρω όμως ότι αυτήν τη στιγμή η Αθήνα μοιάζει με παιχνιδάκι στα χέρια ενός και οι θεσμοί σαν έναν γονέα που το κακομαθαίνει. Στη χειρότερη απαντάει με ένα «σόρρυ» και συνεχίζει. Να παίζει.