Συνέντευξη στους Κωνσταντίνο Πουλή & Νεκταρία Ψαράκη 

Ο Θανάσης Κουκάκης ανακάλυψε πρόσφατα ότι έχει υπάρξει θύμα παρακολούθησης από δύο διαφορετικά συστήματα στο διάστημα ενός χρόνου. Η δεύτερη παρακολούθηση ήταν αυτή που αποκαλύφθηκε πρώτη. Δημοσίευμα του Inside Story αποκάλυψε την ιστορία της επιμόλυνσής του με ένα υψηλής τεχνολογίας λογισμικό παρακολούθησης (Predator) το οποίο το εμπορεύεται μία Ισραηλινή εταιρεία η INTELLEΧA. «Εντελώς τυχαία ανακάλυψα ότι είχα αυτό το λογισμικό παρακολούθησης στο κινητό μου», αναφέρει στο ραδιόφωνο του TPP.

«Πριν 4 μήνες, τον Δεκέμβριο, ένα γνωστό εργαστήριο του πανεπιστημίου του Toronto το Citizen Lab, το οποίο ειδικεύεται σε λογισμικά παρακολούθησης, έκανε μία πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση σε συνεργασία με την Meta (Facebook, Instagram), η οποία αποκάλυπτε την ύπαρξη του Predator και το οποίο μεταξύ άλλων είχε πουληθεί και στην Ελλάδα. Αυτό το οποίο τεκμηρίωνε η έκθεση της Meta ήταν ότι το Predator είχε διασπαρθεί στα κινητά που είχα μολύνει μέσω mirror sites, δηλαδή ψεύτικων ηλεκτρονικών διευθύνσεων (fake links) που παραμένουν ενεργές για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και σου έδιναν την εντύπωση ότι έμπαινες σε κανονικό site. Αυτά τα fake links, η Meta τα είχε αναγνωρίσει, και τα είχε κόψει, ενώ συμπεριλαμβάνονταν και 40 ελληνικές διαδικτυακές διευθύνσεις», τονίζει, εξηγώντας τον τρόπο με τον οποίο υποψιάστηκε.

«Σε αυτές τις διευθύνσεις εγώ αναγνώρισα τρεις με τις οποίες έχω συνεργασία. Το CNN Greece στο οποίο εργάζομαι, το insider.gr που είχα εκείνη την εποχή συνεργασία αλλά και το hellasjournal με το οποίο επίσης έχω συνεργαστεί. Όταν διαπίστωσα ότι από τα 40 οι 3 έχουν σχέση μαζί μου, απευθύνθηκα στη Meta, στα κεντρικά του San Fransisco και σε έναν από τους συντάκτες της έκθεσης και του γνωστοποίησα το γεγονός. Με τη σειρά του με έφερε σε επαφή με το Citizen Lab και τρέξαμε μαζί μία διαδικασία η οποία διήρκησε περίπου έξι εβδομάδες. Στο τέλος της διαδικασίας, διαπιστώθηκε ότι στις 12 Ιουλίου 2021, μέσω ενός SMS που μου είχε σταλεί από άγνωστο τηλέφωνο εμπεριείχε ένα Link το οποίο εγώ δυστυχώς άνοιξα και που μόλυνε το κινητό μου, το οποίο ήταν υπό παρακολούθηση μέχρι και τις 24 Σεπτεμβρίου 2021, δηλαδή για 10 εβδομάδες. Το SMS ήταν από έναν αριθμό της εταιρείας Vodafone, στο οποίο αναγραφόταν «Θανάση, γνωρίζεις για αυτό;» και παρέπεμπε σε ένα site του οποίου η σελίδα είχε αναγραμματισμό, αλλά όταν το άνοιγες σου έδινε την εντύπωση ότι μπαίνεις σε επίσημη σελίδα. Το εν λόγω site έμεινε ενεργό μόλις για μία ημέρα», αναφέρει, καθώς σε δεύτερο χρόνο, ενώ προσπάθησε να επισκεφθεί την ίδια σελίδα, φάνηκε να είχε «κατέβει».

Στις 28 Μαρτίου 2022 το Citizen Lab απαντάει επίσημα στον Θανάση Κουκάκη, γνωστοποιώντας του ότι το κινητό του τηλέφωνο έχει επιμολυνθεί. Η διαδικασία επιμόλυνσής του, καταγράφεται λεπτομερώς σε ένα report, το οποίο ο ίδιος αποστέλλει στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών στις 6 Απριλίου. Αυτή είναι η δεύτερή μου υποβολή καταγγελίας στην ΑΔΑΕ.

«Την πρώτη μου παρακολούθηση τη γνώριζα αλλά δεν μπορούσα να την τεκμηριώσω. Τον Ιούνιο του 2020 το κινητό μου αρχίζει να συμπεριφέρεται αλλόκοτα. Έχανε την μπαταρία του ενώ ήταν καινούριο, όταν έπαιρνα κάποιον τηλέφωνο εκείνος απαντούσε κατευθείαν χωρίς να μεσολαβεί το κουδούνισμα της κλήσης μία ή δύο φορές, ενώ κάποιες εφαρμογές VOICEIP δεν ήταν η συμπεριφορά τους όπως θα έπρεπε να ήταν. Για παράδειγμα, σε εφαρμογή που είχε την δυνατότητα να δίνει το στίγμα τοποθεσίας σου από όπου καλούσες, ενώ είχα απενεργοποιήσει το συγκεκριμένο option, εκείνο επέμενε να ενεργοποιείται. Σαν να ήθελε κάποιος να πάρει το στίγμα μου. Αυτή η συμπεριφορά της κινητής συσκευής μου διήρκησε για 2-3 εβδομάδες πράγμα που μου κίνησε την περιέργεια. Εκείνη τη στιγμή έκανα μία χρήση των δημοσιογραφικών μου πηγών, καθώς είμαι 25 χρόνια δημοσιογράφος, για να δω αν συμβαίνει κάτι.

Εξεπλάγην λοιπόν, όταν οι σχετικές πηγές μου αποκάλυψαν ότι έχω μπει σε λίστα συνακρόασης της ΕΥΠ. Δεν τους πίστεψα. Ζήτησα να μου το αποδείξουν. Μία από αυτές τις πηγές με κατέστησε κοινωνό μίας απομαγνητοφώνησης των συνομιλιών μου που είχε λάβει χώρα κάποιες εβδομάδες νωρίτερα. Σοκαρίστηκα όταν είδα την ταύτιση των συνομιλιών μου με το κείμενο παρακολούθησής μου. Η απομαγνητοφώνηση που διάβασα αφορούσε μία συνομιλία που έκανα περιμένοντας την κόρη μου να σχολάσει από το σχολείο και επειδή είχε φασαρία τριγύρω, συνεχώς αναφερόταν η λέξη «ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΟ» στο κείμενο. Κατευθείαν έκανα καταγγελία στην ΑΔΑΕ στις 12 Αυγούστου του 2020», περιγράφει.

Η κυβέρνηση νομοθετεί ad hoc για να παραμείνει ο Κουκάκης στην άγνοια

Η αρχή όμως του απάντησε ακριβώς έναν χρόνο μετά, στις 29 Ιουλίου 2021. «Όμως δε φταίει η αρχή», αναφέρει. Ενδιάμεσα, στις 31 Μαρτίου 2021, προχώρησε στην τροποποίηση του νόμου της ΑΔΑΕ ώστε να την εμποδίζει όταν λαμβάνει αιτήματα από πολίτες, αν έχουν παρακολουθηθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας να μην μπορεί να τους το γνωστοποιήσει. Μέχρι τις 31 Μαρτίου 2021, και πριν ψηφιστεί αυτή η διάταξη, η αρχή μπορούσε να τον ενημερώσει. «Οπότε, η κυβέρνηση με έφερε σε ένα σημείο αφενός να έχω αντιληφθεί την παρακολούθησή μου, αφετέρου να την έχω καταγγείλει αλλά και να μου στερεί το δικαίωμα νομοθετώντας ad hοc. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό σημείο στη δικιά μου περιπέτεια. Η κυβέρνηση νομοθέτησε ad hoc για να μην μου επιβεβαιωθεί το γεγονός ότι η ΕΥΠ μεταξύ 1ης Ιουνίου 2020 και 12 Αυγούστου 2020. Στις 29 Ιουλίου 2021, ένα χρόνο μετά την υποβολή του αιτήματος η ΑΔΑΕ απαντάει ότι βάσει της κείμενης νομοθεσίας, δηλαδή βάσει της σημερινής νομοθεσίας, «δεν συντρέχει κάτι».

Αναζητώντας τα κίνητρα: Οι υποθέσεις που κάλυπτε εκείνη την εποχή ο Θανάσης Κουκάκης

Ιδιαίτερη αξία για να καταλάβουμε τα κίνητρα παρακολούθησης του Θανάση Κουκάκη, έχει το να αναλύσουμε με το ποια θέματα καταπιανόταν δημοσιογραφικά εκείνη την περίοδο. «Τότε, σε συνεργασία με τους Financial Times είχαμε γράψει κάποια πολύ ενδιαφέροντα θέματα σχετικά με τον τρόπο που η κυβέρνηση νομοθετούσε στο πεδίο του διακεκριμένου οικονομικού εγκλήματος στη χώρα. Αν κάποιος κάνει μία αναζήτηση στα συνυπογεγραμμένα κείμενα των Financial Times εκείνης της περιόδου θα καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Τότε, είχε τροποποιηθεί μερικούς μήνες νωρίτερα ο ποινικός κώδικας και η κακουργηματική απιστία των τραπεζιτών είχε καταστεί από αυτεπάγγελτη δίωξή της σε κατ’ έγκληση. Ουσιαστικά έπρεπε οι ίδιες οι τράπεζες να προχωρούν σε μηνύσεις κατά των τραπεζικών στελεχών που ήδη είχαν διωχθεί με εισαγγελικές αποφάσεις προκειμένου να συνεχιστεί η δίωξή τους. Καμία τράπεζα δεν έκανε έγκληση με αποτέλεσμα υποθέσεις κακουργηματικής απιστίας τραπεζιτών που ήταν είτε στον εισαγγελέα, είτε στον ανακριτή, είτε στο ακροατήριο να αρχειοθετηθούν. Μιλάμε για υποθέσεις πάρα πολύ γνωστές. Για την υπόθεση της Τράπεζας Πειραιώς α λα Λογοθέτη, για την υπόθεση των δανείων των κομμάτων κ.α. Αυτό ισχύει και σήμερα που μιλάμε. Σήμερα αν κάποιος τραπεζίτης κλέψει την τράπεζά του, αν δεν υπάρξει μήνυση από την ίδια την τράπεζα, ο εισαγγελέας δεν μπορεί να παρέμβει», αναφέρει.

Την ίδια στιγμή ο Θανάσης Κουκάκης σε συνεργασία με τους Financial Times ερευνούσε και μία δεύτερη υπόθεση. «Μαζί με την τροποποίηση του ποινικού κώδικα η κυβέρνηση έκανε και κάτι άλλο. Αποδέσμευσε τα δεσμευμένα εγκληματικά ποσά για ξέπλυμα χρήματος είτε από την αρχή, είτε από τις εισαγγελικές αρχές. Ενώ η διεθνής πρακτική είναι πρώτα να υπάρχει τελεσίδικη δικαστική απόφαση αθώωσης του κατηγορούμενου και ύστερα να αποδεσμεύεται το εγκληματικό προϊόν, η κυβέρνηση είπε ότι αφού αποφυλακίζεται κάποιος στο 18μηνο επειδή δεν έχει προλάβει η δικαιοσύνη να τον δικάσει την ίδια ακριβώς μεταχείριση θα επιφυλάσσω τόσο για τις καταθέσεις όσο και για τα ακίνητα τα οποία έχουν δεσμευθεί. Αποτέλεσμα: Σχεδόν 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ που ήταν δεσμευμένα να αποδεσμευτούν. Το γεγονός αυτό έγινε report για τους Financial Times και η αντίδραση από την πλευρά της κυβέρνησης ήταν μεγάλη», εξηγεί.

«Ένα άλλο ζήτημα το οποίο ερευνούσα, ήταν μία άλλη νομοθέτηση της κυβέρνησης. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο εισαγγελέας και ειδικά ο οικονομικός εισαγγελέας, όταν διαπίστωνε κακουργηματική φοροδιαφυγή, δηλαδή φοροδιαφυγή μεγαλύτερη των 120.000 ευρώ έκανε αυτεπάγγελτα δίωξη. Η κυβέρνηση νομοθέτησε ώστε η αυτεπάγγελτη δίωξη να μπορεί να γίνει από τον εισαγγελέα όταν βεβαιώνεται τελεσίδικα από την εφορία το κακούργημα. Όταν δηλαδή ο εφοριακός βεβαίωσει τον φόρο και όχι όταν ο εισαγγελέας διαπιστώσει τη φοροδιαφυγή. Ουσιαστικά πήρε όλη την αρμοδιότητα του εισαγγελέα και την μετέφερε στον εφοριακό», καταλήγει.

Τον ανήξερο παρίστανε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος – «Στα πλαίσια της κοινής λογικής η αλλαγή στη νομοθεσία»

Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, όταν κλήθηκε να πάρει θέση για το ζήτημα, αρχικά ισχυρίστηκε ότι η παρακολούθηση του δημοσιογράφου έγινε από ιδιώτες ενώ στη συνέχεια, μόλις αποκαλύφθηκε η παρακολούθηση από την ΕΥΠ ανασκεύασε, λέγοντας ότι «η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να γνωρίζει διότι αυτό θα ήταν προβληματικό», προσθέτοντας ότι το βάρος της απόφασης και της τεκμηρίωσης την έχει η εισαγγελέας της ΕΥΠ, αγνοώντας ότι ήδη από το 2019, από την πρώτη ημέρα εκλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη, η ΕΥΠ βρίσκεται υπό τον πρωθυπουργό.

«Αυτό που με ενόχλησε σε ανθρώπινο επίπεδο είναι ότι όταν οι συνάδελφοι στο briefing είπαν στον κ. Οικονόμου ότι μέχρι και ο νόμος άλλαξε για να μην ενημερωθεί ο Θανάσης Κουκάκης για την παρακολούθησή του, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι αυτό είναι αυτονόητο, διότι δεν θα μπορούσε κάποιος ο οποίος παρακολουθείται για συγκεκριμένους λόγους να ενημερωθεί ότι παρακολουθείται. Επεσήμανε δε ότι αυτό ξεπερνάει την κοινή λογική. Θα ήθελα λοιπόν ο κ. Οικονόμου να έρθει στη δική μου θέση. Να έχει υπάρξει αντικείμενο παρακολούθησης, να το γνωρίζει, και το κράτος αυθαιρετώντας, όταν εκείνος αιτηθεί να μάθει την αλήθεια, να το αρνηθεί νομοθετώντας με μία τροπολογία 200 λέξεων. Αφού κάποιος νοήμων άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί εντός του πλαισίου του ευρωπαϊκού κεκτημένου, ούτε καν πολιτικά -καθώς η αντίδρασή του δεν είχε πολιτικά χαρακτηριστικά, αλλά ήταν νευρική- ας σκεφτεί ανθρώπινα και ας φέρει τον εαυτό του στη θέση του θύματος. Πόσο δυσανάλογο είναι ένα άτομο να βρίσκεται απέναντι σε ένα νομοθετικό σώμα το οποίο αποφασίζει για αυτό κατ’ αυτόν τρόπο; Αυτό είναι η επιτομή της κατάχρησης της εξουσίας με έναν τρόπο εντελώς βίαιο», καταλήγει.