στον Γιάννη Στίγκα
Ο μαύρος ουρανός ετοιμαζόταν ν’ αστράψει και να βροντήξει. Συνοφρυώθηκα κι άνοιξα το βήμα· με πρόλαβε όμως η δαρτή κρύα βροχή. Πριν ακόμη διαβώ το κατώφλι του βιβλιοπωλείου ένιωθα ότι θα βαριόμουν θανάσιμα. Ο συγγραφέας δεν ήταν φίλος, αλλά περίβλεπτος φιλόλογος στο απόγειο της φήμης και της ηλικίας. Διήγε τα ύστερα χρόνια του γήρατος με τη στυγνή εκείνη υπεροψία που πασχίζει να αναχαιτίσει το κύρτωμα του μαραμένου σώματος με μεγάλες δόσεις σκληρότητας και φίλαυτου κομπασμού. Εκλάμβανε δηλαδή τις δάφνες ως δεδομένες, και τις προεξοφλούσε, αν δεν τις απαιτούσε κιόλας, από παντού. Με είχε όμως παρακαλέσει φίλος εκδότης να παραστώ για το μπούγιο ―μπας και γίνει κάνα κακό και μείνουν καθίσματα αδειανά. Διότι το κενό πολλοί εμίσησαν, αλλά το κοινό κανείς.
Μπήκα μέσα στάζοντας, ασπάστηκα τη νεαρή βιβλιοπώλισσα με τα πορφυρά μαλλιά και διέσχισα βιαστικά τη μακρόστενη αίθουσα. Πήγα και χώθηκα σε μια σκιερή γωνία στο βάθος όπου θα μπορούσα να μορφάζω ή να χασμουριέμαι με την ησυχία μου. Λίγο μετά ήρθε και κάθισε, διαγωνίως απέναντι, στην αριστερή άκρη της μπροστινής μου σειράς, μια γοητευτική γηραιά κυρία. Ήταν μια πολύ ηλικιωμένη, αλλά ακόμη λίαν λυγερή και κομψή γυναίκα με έναν αδιόρατο πόνο να τρεμοπαίζει πίσω απ’ τα χρυσοπράσινα μάτια της. Γύρισε και με κοίταξε, χαρίζοντάς μου ένα ζεστό φιλόφρονο χαμόγελο. Εγώ παρέμεινα, νομίζω, μουρτζούφλης αναρωτώμενος τι επρόκειτο να υποφέρω και πάλι απόψε.
Ξέρετε πώς γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Δύο, τρείς ή κακή τη μοίρα, περισσότεροι ομιλητές, ξόανα επίσημα και σοβαροφανή, όπως λέει ο ποιητής, επιδίδονται σε τυποποιημένες λεκτικές υποκλίσεις στο πρόσωπο και στο προς παρουσίαση βιβλίο. Οι βαθιές όμως ρεβεράντζες δεν υπερβαίνουν συνήθως το εικοσάλεπτο. Ωστόσο αν ο συγγραφέας είναι νεκρός ή αρχαίος, οι υποκλίσεις εξελίσσονται σταδιακά σε σεβαστικές γονυκλισίες. Οι ομιλητές πασχίζουν να βάλουν φωτιά στις λέξεις, ευελπιστώντας να μετατρέψουν την ομιλία τους σε αναδυόμενο θυμίαμα λατρευτικό, καταλήγοντας συνήθως με καμένα δάχτυλα· ―σαν τα μικρά παιδιά που παίζουν με τον βαρύ πατρικό αναπτήρα. Σε περίπτωση αυτοσχέδιας ομιλίας, χωρίς χαρτιά, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος απώλειας της αίσθησης του χρόνου.
Υπάρχουν βέβαια και εμπνευσμένοι ομιλητές, γερά και διαβασμένα μυαλά που τιμούν τα κείμενα, εκνευρίζοντας, τη φορά αυτή, τους συνομιλητές τους.
Το αποψινό πάνελ διέθετε τρεις ομιλητές. Η πρώτη ομιλία είχε ως θέμα το διήγημα και το δράμα. Ο ομιλών φιλόλογος πανεπιστημιακός, επιχείρησε μια ερμηνευτική προσέγγιση της σύγχρονης ελληνικής διηγηματογραφίας, την οποία χώρισε επιμελώς, σαν να χτένιζε χωρίστρα, σε γενιές, στην οποία ενέταξε εν είδει κορωνίδος το έργο του τιμώμενου γραφιά. Διάβασε με ομοιόμορφη, αναλλοίωτη φωνή ένα σχολικά ακαδημαϊκό του κείμενο, κατάφορτο βιβλιογραφικές αναφορές που στόχο είχαν την αναστήλωση του δικού του κλέους. Του ομιλούντος. Έμοιαζε λες βγαλμένος από το κοινό που περιμένει μ’ ανυπομονησία τις ερωτήσεις για να επιδείξει τις γνώσεις του στο προσφερόμενο ακροατήριο.
Η επιφανής κριτικός περικλεούς εφημερίδας που ακολούθησε, βάλθηκε να μιλάει για το αστικό ήθος και την ηθογραφία στο έργο του Αθηναίου συγγραφέα, κερκυραϊκής όπως ανέφερε, καταγωγής. Κοπανούσε δε, με μένος, όποτε την έπιανε στο στόμα της, τη λέξη «ηθογραφία». Θύμιζε ξυπόλυτο αστυπολίτη που παλεύει λυσσασμένα να λιώσει με τη σαγιονάρα φρικαλέα τριπίθαμη σαρανταποδαρούσα. Η γοργοπόδαρη όμως ηθογραφία έμοιαζε διαρκώς να της ξεφεύγει, καθώς την έβρισκε διαρκώς μπροστά της. «Η διαστροφική εμμονή στην ηθογραφία είναι η επάρατη νόσος της σύγχρονης νεοελληνικής διηγηματογραφίας», διατράνωνε οργισμένα, ύστερα από μια σειρά ανιαρών παραθεμάτων. «Ο συγγραφέας όμως των συλλογών ‘Αντί πινακίου’ και ‘Αναπόταμα’, αν και έμπλεος ενός ήθους παπαδιαμαντικού, έχει υποκαταστήσει το ελληνικό επαρχιώτικο χωριό με το σημερινό παγκοσμιοποιημένο, πλανητικό, απ’ όπου κορφολογεί τους λογής απομόναχους χαρακτήρες του», επεσήμανε με στόμφο, θέλοντας να απαλλάξει τον συγγραφέα μας από τυχόν γλίσχρες υπόνοιες ηθογραφικών επιρροών. Ύστερα πέρασε στη δική της διαστροφή, το δικό της Leitmotiv, τη μικρή μουσική της κολλημένης αδαμάντινης βελόνας, την οποία σερβίρει με όλες τις σάλτσες και τα coulis: τις φεμινιστικές αρετές του λογοτεχνικού έργου. Αφού επεσήμανε την περίοπτη θέση της γυναίκας στη διηγηματογραφία του κερκυραϊκής καταγωγής συγγραφέα, άφησε υπόνοιες για την ύπαρξη παραλλαγών του εν λόγω επιθέτου στο Libro d’Oro, γεγονός που επιβεβαίωνε και στην ιστορική πράξη την αρχοντική ευγένεια που επεδείκνυε προς το γυναικείο φύλο. Εξ ου και το απέδιδε με όλο το σύγχρονο σφρίγος της δυναμικής του αυτάρκειας, δίχως να θυσιάζει τη θηλυκότητα και τον ερωτισμό του στο βωμό αυτής της ελευθερίας. Συνεπώς το τιμώμενο πρόσωπο ήταν, παρότι διένυε τα χρόνια της προχωρημένης ωριμότητας, ένας σύγχρονος, ένας από τους πιο μοντέρνους συγγραφείς του καιρού μας, διεθνούς εμβέλειας.
Ο τρίτος ομιλητής, ένας πικρομύτης πανεπιστημιακός και ποιητής, έπιασε τη γλώσσα. Από την ουρά, σαν ψάρι. Τη σήκωσε ψηλά και την κοιτούσε εξεταστικά στο μάτι. «Η σύγχρονη λογοτεχνία, αλλά και η λογοτεχνία του μέλλοντος ή θα είναι λιτή ή δεν θα είναι τίποτα», αποφάνθηκε αποφθεγματικά. «Η λογοτεχνία δεν ανέχεται πλέον κανένα φτιασίδι, καμία βαριά παρωχημένη ή λόγια λέξη που δεν ακούγεται σήμερα στα χείλη του μέσου αναγνώστη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που τη λογοτεχνική τάχα γλώσσα κάποτε την ονομάζαμε ‘φορτωμένη’. Το επιπλέον φορτίο των σπάνιων λόγιων λέξεων και των λογιοτατισμών πρέπει να πεταχτεί ως επιζήμιος φόρτος. Είναι ένα ασήκωτο βαρίδι που βουλιάζει το σύγχρονο κείμενο, αποκόβοντάς το από τον αναγνώστη», συμπλήρωσε πριν περάσει στον λιβανωτό του τιμώμενου διηγηματογράφου για την λιτή του και κοφτή γλωσσική έκφραση. «Γλώσσα μαχαίρι, την οποία ακονίζει στις αιχμές της πραγματικότητας», συνέχισε ο καθηγητής με ένα μειδίαμα ικανοποίησης.
Πολύ γρήγορα ακούγοντάς τους, βλάστησε μέσα μου μια ανυπόφορη απορία. Μια σκέψη που ανδρώθηκε απότομα και κλωθογύριζε αδιάκοπα σαν φυλακισμένο αρπακτικό στο κεφάλι μου, σφυροκοπώντας εκ των έσω το σφηνοειδές και το μετωπιαίο οστό. Αισθανόμουν ανείπωτη ζάλη μαζί κι ημικρανία. «Έχει άραγε νόημα να γράφει σήμερα κανείς λογοτεχνία; Έχει νόημα να γράφει σήμερα λογοτεχνία; Έχει η λογοτεχνία σήμερα νόημα;», αναρωτιόμουν εξαντλημένος. Μετά το παρατεταμένο χειροκρότημα την σκυτάλη πήρε το πρόσωπο της βραδιάς. «Θα σας διαβάσω ένα διήγημα», είπε χωρίς περιστροφές, «από τη νέα μου συλλογή ‘Ιστορίες για ώρες βραδινές’». Εν συνεχεία, μας έβαλε κάτω και μας διάβασε ένα διήγημα είκοσι δύο σελίδων. «Απορίες;», έκανε στην παραζαλισμένη ομήγυρη ολοκληρώνοντας την ανάγνωση. «Αφού δεν έχετε απορίες, θα σας διαβάσω άλλο ένα», συνέχισε απτόητος. «Η λογοτεχνία μάς πέθανε», μουρμούρισα εξουθενωμένος. «Η λογοτεχνία πέθανε και μας πεθαίνει με τη σειρά μας», συνέχισα απελπισμένα.
Έγειρα το κεφάλι στον τοίχο κι αφέθηκα ευθύς αμέσως στη θέα των υπναγωγικών, καλειδοσκοπικών εικόνων που βάλθηκαν να εναλλάσσονται πίσω απ’ τα βλέφαρά μου. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια, τον είδα να κάθεται στητός δίπλα μου. Ρίχνοντας μια ματιά στα παράξενα ρούχα του κατάλαβα αμέσως για ποιον επρόκειτο. Φορούσε μαύρο βελούδινο σακάκι, λευκό κολλαριστό πουκάμισο με ασημένια μανικέτια και ένα μαύρο κορδόνι με αγκράφα, για γραβάτα στο λαιμό. «Σε έχω δει ως γάτο του Σεζάν στο κείμενο του Μπουλγκάκοφ, κι ως σκοτεινό δημόσιο υπάλληλο στο διήγημα του Πέτρου. Μεταμφιεσμένο σε ζαράκια τζογαδόρο, σε χαρτόμουτρο της άγριας δύσης πρώτη φορά σε βλέπω», του είπα. Καθώς γύρισε προς τα μένα, αισθάνθηκα ένα έντονο σφίξιμο στο στομάχι σαν διχοτομημένος ιπποκόμης τη στιγμή που τον διαπερνά το ζαρίφικο ξένο ξίφος. Έκανα ασυναίσθητα τον σταυρό μου. Είχα απέναντί μου ένα πρόσωπο διχασμένο – ή μάλλον διχαστικό – όπου άλλα λέει το ένα μάτι που γυαλίζει και άλλα το άλλο που στραβίζει πονηρά προς αντίθετες κατευθύνσεις. Καθώς σταύρωσε το πόδι, χαμήλωσα ενστικτωδώς το βλέμμα, αναζητώντας μαύρες καουμπόικες μπότες με σπιρούνια ή χειρότερα, τίποτε διχαλωτές οπλές να εξέχουν απ’ το παντελόνι. Όμως ο φρικιαστικός πλαγιόμματος φορούσε ένα ζευγάρι κομψά μαύρα αθλητικά παπούτσια, κι αυτά από βελούδο.
Η γοητευτική γηραιά κυρία με τα ασημογάλαζα μαλλιά και τα βεραμάν μακριά σκουλαρίκια στο χρώμα των ματιών της, σαν πολύτιμα δάκρυα αιχμαλωτισμένα στο ασήμι, στράφηκε ξανά προς τα πίσω για να περιεργαστεί με εξονυχιστικό βλέμμα συνοριοφύλακα τον ξενότροπο επισκέπτη. «Γράφετε κι εσείς;», τον ρώτησε με ανεπαίσθητα ένρινη φωνή. «Όχι, κυρία μου», απάντησε εκείνος. «Εγώ μόνο διαγράφω», και μου ’κλεισε το μάτι, υπομειδιώντας ειρωνικά. Μου κόπηκαν τα ήπατα. Ωστόσο δεν κοίταζε μονάχα εμένα. Το χαμογελαστό του μάτι, το τσακίρικο, εκείνο που λαμπύριζε σαν ψεύτικο μπριγιάντι, με στόχευε κατευθείαν στο δόξα πατρί, όμως το άλλο, το σόλοικο, το φυγόκεντρο και φυγόστρατο, παρέμενε καρφωμένο στον ακάματο ομιλητή. Ο γέρων διηγηματογράφος είχε ήδη διαβάσει με μπάσα, ριγηλή, μα στεντόρεια, αν και ως εκ του τάφου αναφυόμενη φωνή, αρκετές νομίζω σελίδες από ένα δεύτερο διήγημα. Εγώ αισθανόμουν σαν να ξυπνάω από βαθύ ταραγμένο και καταπονητικό ύπνο. Η γηραιά κυρία ήταν πάντα στη θέση της, όμως δίπλα μου καθόντουσαν διάφορες αδιάφορες φάτσες.
Το διήγημα τρεμοκοκάλιζε σύγκορμο από τον φόβο του θανάτου. Επρόκειτο για μια σύγχρονη προσέγγιση της περιλάλητης ιλιαδικής σκηνής της σκύλευσης του πτώματος του Έκτορα από τον Αχιλλέα. Ένας γέρος εκπαιδευτικός που στα στερνά του αναγκάζεται, ένεκα της οικονομικής κρίσης, να ξαναρχίσει τα ιδιαίτερα μαθήματα έκθεσης, ιστορίας, αρχαίων και νέων ελληνικών, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Πιάνοντας όμως την Ιλιάδα, αφιέρωσε τρία μαθήματα στη συγκεκριμένη μακάβρια σκηνή, περιγράφοντας αρχικά με κλινική λεπτομέρεια το ανελέητο σούρσιμο του νεκρού σώματος πάνω στα χώματα και τις αιχμηρές πέτρες μέσα στον αχό του καλπασμού των αλόγων του Πηλείδη που οδηγούσε με τρελαμένο μάτι το άρμα του στα όριά του. Ύστερα χανόταν σε έναν μουρμουριστό σχεδόν εσωτερικό μονόλογο σαν σκοτεινή προσευχή πάνω στη φθορά του σφριγηλού ανδρικού κορμιού, παρομοιάζοντας το γήρας με τα ανελέητα αιμοδιψή λιθάρια που το έκοβαν σε σάρκινες λουρίδες. Ο μικρός τον άφηνε να μπαμπαλίζει με το κεφάλι βουτηγμένο στο γαλακτερό φως της μικρής του οθόνης.
Ο διηγηματογράφος συνέχιζε απτόητος την ανάγνωση, έχοντας πραγματικά τον ατελείωτο. Παρ' όλο το αποκούμπι του τοίχου και παρ' όλα τα τακτικά τανύσματα, ένιωθα το πιασμένο μου σώμα– δυόμιση ώρες δεμένος στην σιδερένια καρέκλα το λες και βασανιστήριο – να με κεντρίζει απ’ όλες τις μεριές. Ξαφνικά το μάτι μου πήρε τη γηραιά κυρία, η οποία έδειχνε σημάδια έντονης δυσφορίας. Χοντρές στάλες ιδρώτα, σαν διαφανείς πασχαλίτσες, σχηματίζονταν στη ρίζα του ευγενικού της μετώπου. Εκείνη τις σφούγγιζε με τρεμάμενο χέρι, ακουμπώντας απαλά επάνω τους ένα μαλακό μαντίλι. Το χέρι της πήρε να τρέμει περισσότερο. Ξάφνου, χωρίς καμία περαιτέρω προειδοποίηση, σωριάστηκε απότομα στο πάτωμα. Όλοι παρέμειναν αποσβολωμένοι στις θέσεις τους· κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει τη λιπόθυμη γυναίκα. Επικράτησε νεκρική σιγή. Μονάχα η βαθιά φωνή του διηγηματογράφου συνέχιζε απτόητη να υποτονθορίζει από το υπερπέραν. Μετά από ένα κενό ακινησίας αρκετών δευτερολέπτων επικράτησε πραγματικός πανζουρλισμός. Οι πιασμένοι ακροατές πετάχτηκαν απ’ τις θέσεις τους, λες και περίμεναν το σύνθημα για να ξεσηκωθούν, κι έπεσαν σαν σμάρι εντόμων πάνω στο πεσμένο κορμί της γυναίκας. Η φωνή του αναγνώστη έσβησε πίσω από ουρανομήκεις κραυγές και ανατριχιαστικές οιμωγές. Με τα πολλά, όχι πολλή ώρα αργότερα, κατέφθασε ένα ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ με δυο ατημέλητους τύπους ντυμένους σαν υδραυλικούς (ο ένας μάλιστα φορούσε λιγδιασμένη σαλοπέτα) που την γράπωσαν χειροπόδαρα σαν σφάγιο και την εξαφάνισαν στο πιτς φιτίλι. Έπειτα διαλυθήκαμε ησύχως δίχως να ακούσουμε το τέλος του μακροσκελέστατου διηγήματος. Οι μισοί πήγαν για μπύρες και οι υπόλοιποι για φαγητό. Εγώ παρέμεινα για αρκετή ώρα ακίνητος στη θέση μου, σαν υπνωτισμένος. Ξαφνικά τα φώτα του βιβλιοπωλείου έσβησαν βυθίζοντάς με στο πιο πυκνό κι αγριευτικό σκοτάδι.