του Γιώργου Ρήγα
Οι άνθρωποι σήμερα έχουν κακή σχέση με την ενημέρωση είτε γιατί πιέζονται από αναρίθμητες υποχρεώσεις που δεν τους αφήνει χρόνο για τίποτα δευτερεύον, είτε γιατί επιλέγουν να ασχολούνται με απλά πράγματα όπου το καλό και το κακό είναι, όπως σε ταινία του Χόλυγουντ, σχεδόν αυταπόδεικτα. Μοιραία η επαφή με την επικαιρότητα περιορίζεται σε θορυβώδεις τίτλους που περνάνε στιγμιαία από τα μάτια μας. Ένας τέτοιος τίτλος αφορά στην επίθεση που σημειώθηκε προχθές στα Ιεροσόλυμα έξω από συναγωγή που μάλιστα έτυχε να συμπίπτει με τη διεθνή ημερά μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Όπως ήταν αναμενόμενο τα κοινωνικά δίκτυα φιλοξένησαν πολλές, καλοπροαίρετες θα πω εγώ, αναρτήσεις αγανάκτησης, αποτροπιασμού και καταδίκης. Φυσικά οι περισσότεροι υπογράφοντες αγνοούσαν το γενικότερο πλαίσιο. Οι καιροί πάλι απαιτούν τα πάντα να εξηγηθούν σε όσο το δυνατό λιγότερο χρόνο και γραμμές. Το εγχείρημα είναι εξ αντικειμένου δύσκολο αλλά αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε.
Ας εξετάσουμε λοιπόν τα γεγονότα που εμπεριέχονται στους τίτλους. Ήταν η εν λόγω ενέργεια μια πολύνεκρη και τυφλή επίθεση; Φυσικά και ήταν. Άρα, σε δεύτερο χρόνο, οφείλουμε να δούμε ποιος και γιατί το έκανε. Κυρίως πρέπει να δούμε γιατί η αναγγελία της είδησης προκάλεσε πανηγυρισμούς στα παλαιστινιακά εδάφη. Ήταν τρελός ο δράστης και είναι η τρέλα και το μίσος ενδημικά σε Δυτική Όχθη και Γάζα. Η απάντηση για την τρέλα είναι αρνητική αλλά για το μίσος είναι θετική. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν εκτεταμένα συναισθήματα μίσους στις τάξεις του παλαιστινιακού λαού απέναντι στους Ισραηλινούς και οφείλουμε να δούμε το γιατί.
Για να κατανοηθεί καλύτερα το πλαίσιο οφείλουμε να καταστήσουμε σαφές πως ο νεαρός δράστης ήξερε πως μετά την επίθεση θα σκοτωθεί, πως πολλά μέλη της οικογένειας του θα συλληφθούν και πως το σπίτι του θα γκρεμιστεί. Με άλλα λόγια ήξερε πως οι πιθανότητες διαφυγής ήταν ελάχιστες. Σε σχέση με την εκτέλεση του θα πει κανείς πως η καταδίωξη ενός δολοφόνου είναι λογική, ακόμα και αν αυτή γινόταν αφού πλέον δεν αποτελούσε απειλή για τους διώκτες του και θα μπορούσε να συλληφθεί. Σε σχέση με τη φυλάκιση συγγενών και την κατεδάφιση της κατοικίας του, υπενθυμίζεται πως το Ισραήλ εφαρμόζει εδώ και δεκαετίες αυτή την αμφιλεγόμενη πολιτική από την οποία de facto πλήττονται άνθρωποι που δεν είχαν ρόλο στο σχεδιασμό και την εκτέλεση της επίθεσης.
Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά ο 21χρονος Χαΐρι Αλκαμ προμηθεύτηκε ένα όπλο και πήγε σε μια εβραϊκή συνοικία της Ιερουσαλήμ για να σκοτώσει όποιον Ισραηλινό θα έβρισκε στο διάβα του. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως εκατοντάδες άλλοι Παλαιστίνιοι θα έκαναν το ίδιο να κάποιος τους εξασφάλιζε τον οπλισμό και τη μετάβαση σε ισραηλινές πόλεις και οικισμούς. Γιατί και πως μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο τον 21ο αιώνα;
Πάρα πολλοί, και δικαίως, θα δείξουν προς την 75χρονη κατοχή. Αλλά για να γίνουμε ακόμα πιο συγκεκριμένοι για το τι είναι αυτή η περιβόητη κατοχή ας πάμε το ρολόι λίγες ώρες πίσω από την επίθεση της 27ης Ιανουαρίου. Τότε που, λίγο μετά το χάραγμα της 26ης Ιανουαρίου, μονάδες του ισραηλινού στρατού εισέβαλλαν απροειδοποίητα στη Τζενίν, μια πόλη της Δυτικής Όχθης, για να κάνουν επιδρομή στο κρησφύγετο μιας ομάδας ενόπλων. Οι Ισραηλινοί έμειναν μερικές ώρες στην πόλη στη διάρκεια των οποίων εκτός από την εξουδετέρωση των καταζητούμενων κατέστρεψαν σπίτια, μαγαζιά, αυτοκίνητα, έριξαν δακρυγόνα στο νοσοκομείο που διακομίζονταν τραυματίες, και φυσικά σκότωσαν και τραυμάτισαν αρκετούς άσχετους με την ένοπλη ομάδα. Χαρακτηριστικό είναι πως ανάμεσα στους εννέα νεκρούς που δηλώθηκαν υπήρχε μια 61χρονη γυναίκα. Όταν η επιχείρηση τελείωσε, οι Ισραηλινοί επέστρεψαν στη βάση τους με ασφάλεια και χωρίς απώλειες. Επιπλέον ήταν σίγουροι ότι κανένας του δεν θα διωχθεί για τις καταστροφές και τους θανάτους που προκάλεσαν.
Η παραπάνω κατάσταση δεν είναι καθόλου εξαιρετική για τα παλαιστινιακά εδάφη, αντίθετα είναι τόσο συχνή που μοιάζει με την καθημερινότητα. Μάλιστα σε μια τέτοια είδους επιχείρηση πριν μερικούς μήνες σκοτώθηκε η επιφανής δημοσιογράφος Σιρίν Αμπού Άκλε. Όταν αυτές οι επιχειρήσεις τελειώνουν ακολουθείται ένα γνώριμο μοτίβο όπου η διεθνής κοινότητα καταδικάζει χλιαρά και ζητά αυτοσυγκράτηση ενώ οι παλαιστινιακές οργανώσεις ορκίζονται εκδίκηση και απειλούν με δυναμική απάντηση που συνήθως δεν έρχεται ποτέ. Μάλιστα γι’ αυτό τόσο οι Ισραηλινοί όσο και οι Παλαιστίνιοι εδώ και καιρό δεν τις παίρνουν στα σοβαρά. Κάποιες φορές, και εφόσον υπάρχει έντονη λαϊκή πίεση, οργανώσεις στη Γάζα θα εκτοξεύσουν ρουκέτες εναντίον του Ισραήλ που είτε θα πέσουν στην ύπαιθρο, είτε θα αναχαιτιστούν από το προηγμένο αντιβαλλιστικό σύστημα «Σιδερένιος Θόλος» του ισραηλινού στρατού.
Τι μένει λοιπόν στους Παλαιστίνιους; Μια τεράστια αίσθηση απελπισίας για την αδυναμία να αποτρέψουν και να απαντήσουν στις καθημερινές επιθέσεις των Ισραηλινών. Σε αυτό το πλαίσιο η νέα γενιά μοιάζει να έχει γυρίσει την πλάτη στις παραδοσιακές παλαιστινιακές οργανώσεις, τόσο τις κοσμικές, όσο και τις ισλαμικές. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να κάνουν τη διαφορά με μια απομονωμένη αλλά ηχηρή ενέργεια, κάτι δηλαδή σαν μια ανάρτηση που για μια δυο μέρες γίνεται viral.
Έτσι, τον τελευταίο χρόνο οι Άγιοι Τόποι έχουν γίνει μάρτυρες σειράς επιθέσεων από λεγόμενους μοναχικούς λύκους η χειρότερη των οποίων ήταν αυτή της 27ης Ιανουαρίου. Νεαροί προσπαθούν να προμηθευτούν όπλα ή οτιδήποτε άλλο που μπορεί να αποκτήσει θανατηφόρα χρήση με μοναδικό σκοπό να σκορπίσουν τυφλά το θάνατο. Και αυτό δε γίνεται στη λογική κάποιας στρατηγικής. Αντίθετα αυτοσκοπός είναι η επιστροφή μέρους της ταπείνωσης και του πόνου που νιώθουν. Μοιραία όταν αυτές οι επιθέσεις πετυχαίνουν το σκοπό τους και προκαλούν μεγάλες απώλειες, σημαντικό μέρος της παλαιστινιακής κοινότητας παίρνει ανάσες και επευφημεί με τον τρόπο που είδαμε να γίνεται στις παλαιστινιακές πόλεις όταν έγινε γνωστή η είδηση.
Στο αυτονόητο ερώτημα αν είναι υγιές αυτό η απάντηση είναι σαφώς και όχι. Όταν όμως δεν βλέπουμε την ευρύτερη εικόνα το μόνο που καταφέρνουμε είναι να ρίχνουμε και άλλο νερό στο μύλο του φαύλου κύκλου της βίας. Με απλά λόγια, όσο η ισραηλινή κοινωνία αρνείται να κοιταχτεί στον καθρέφτη και επιμένει να βλέπει τις τρομοκρατικές επιθέσεις ως ασύνδετες με την πολιτική της κυβέρνησης της, τόσο θα στρέφεται προς την άκρα δεξιά που απλά θα εντείνει τις πολιτικές απαρτχάιντ που γεννούν τις παραπάνω επιθέσεις.
Και αυτό είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει σήμερα στο Ισραήλ όπου με δημοκρατική ψήφο καρικατούρες του πολιτικού περιθωρίου βρέθηκαν να κρατούν τα κλειδιά υπουργείων στα οποία λογοδοτούν πανίσχυρες δυνάμεις ασφαλείας. Ήδη αυτά που προτείνονται από επίσημα χείλη ως απάντηση στην επίθεση της 27ης Ιανουαρίου είναι τραγικά επικίνδυνα καθώς μπορούν κάλλιστα να γυρίσουν μπούμερανγκ και να προκαλέσουν μια τρίτη Ιντιφάντα, που θα είναι απρόβλεπτη καθώς θα είναι η Ιντιφάντα των απελπισμένων.