Δημοσιεύτηκε στο Jacobin. Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΖΗΝ του ThePressProject.
Η εκλογική αντοχή του ΣΥΡΙΖΑ
Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής δανειστών και ΣΥΡΙΖΑ ήταν η συνεχής και παγιωμένη φτώχεια.
Η ανεργία έπεσε από το 27% το 2013 στο 18% το 2019, αλλά οι νέες θέσεις εργασίας είναι πολύ χαμηλής ποιότητας, αβέβαιες και με χαμηλές απολαβές, ειδικότερα για τους νέους. Η ΔΟΕ (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας) ανέφερε πως οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν σημαντικά το 2017 και είναι πιθανό ότι το ίδιο συνέβη και το 2018. Το 2018 το ένα τρίτο των εργαζομένων αμειβόταν με λιγότερο από 400 ευρώ το μήνα προ φόρων. Κατά την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ – παρά τις συνεχείς ρητορικές εξάρσεις της κυβέρνησης για έξοδο από την κρίση με την ‘κοινωνία όρθια’ – η εκμετάλλευση στον ιδιωτικό τομέα πραγματικά εκτοξεύθηκε.
Η φτώχεια εντάθηκε ακόμη περισσότερο λόγω της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων στην παροχή κοινωνικής πρόνοιας – υγεία, εκπαίδευση, στέγαση- που περιείχε το μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν η μαζική φυγή τουλάχιστον 400.000 Ελλήνων υψηλής κατάρτισης την τελευταία δεκαετία, η οποία συνεχίστηκε απρόσκοπτα και στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ. Οι πρωτεύουσες της Ευρώπης -Βερολίνο, Λονδίνο, Στοκχόλμη και αλλού- έχουν γεμίσει από Έλληνες ανώτερης εκπαίδευσης που εργάζονται ως γιατροί, πολιτικοί μηχανικοί, οικονομολόγοι, αλλά και οικοδόμοι και μηχανικοί. Η Ελλάδα χάνει την υψηλά καταρτισμένη νεολαία της, ενώ ο ρυθμός γεννήσεων καταρρέει και ο πληθυσμός γερνάει ταχύτατα. Η μείωση του πληθυσμού, η φτώχεια και η βαθμιαία παρακμή είναι αποτελέσματα της εφαρμογής των πολιτικών που επιβλήθηκαν από την ΕΕ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά συνειδητοποίησε ότι τα μέτρα του Τρίτου Μνημονίου είχαν σοβαρότατες κοινωνικές επιπτώσεις και προς το τέλος της κυβερνητικής του θητείας οδηγήθηκε στην υιοθέτηση μιας πολιτικής αναδιανομής. Μέρος των πλεονασμάτων που ξεπερνούσαν τον στόχο του 3,5 τοις εκατό αναδιανεμήθηκαν σε συνταξιούχους, οικογένειες με χαμηλό εισόδημα και σε άλλους μέσω σχετικά μικρών κοινωνικών επιδομάτων. Αυτό που συνέβη στην πράξη ήταν ότι το τεράστιο φορολογικό βάρος που επιβλήθηκε στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις χρησιμοποιήθηκε εν μέρει για να στηρίξει τα χαμηλά και πολύ χαμηλά εισοδήματα.
Μια τέτοια πολιτική ελάχιστα είχε να κάνει με τη σοσιαλιστική αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Η σοσιαλιστική αναδιανομή επιδιώκει να αλλάξει την ισορροπία στη διανομή του εθνικού εισοδήματος προς όφελος της εργατικής τάξης και εις βάρος του κεφαλαίου. Στοχεύει στην αναδιανομή ενός αυξανόμενου εισοδήματος και πλούτου, καθώς η οικονομία θα αναπτύσσεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην ουσία έκανε αναδιανομή της φτώχειας μέσα σε μια στάσιμη οικονομία με την ελπίδα να διατηρήσει την εκλογική του επιρροή.
Αντίστοιχη ήταν και η απόφαση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να αυξήσει τον κατώτατο μισθό μετά επίσημη λήξη του Τρίτου Μνημονίου τον Αύγουστο του 2018, ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Πριν την κρίση ο κατώτατος μισθός της χώρας ήταν 751 ευρώ μηνιαίως, αλλά το 2012 μειώθηκε στα 586 ευρώ (και στα 510 για εργαζόμενους κάτω των 25, ως ‘υποκατώτατος’). Από τον Φεβρουάριο του 2019, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ανέβασε τον κατώτατο μισθό στα 650 ευρώ, ενώ ο ‘υποκατώτατος’ καταργήθηκε. Σχεδόν 1 εκατομμύριο εργαζόμενοι επηρεάστηκαν θετικά από αυτό το μέτρο. Παράλληλα, η κυβέρνηση ξεκίνησε να παίρνει κάποια μέτρα για την ‘επαναρύθμιση’ της αγοράς εργασίας. Οι συλλογικές συμβάσεις έγιναν ξανά γενικά δεσμευτικές, προσφέροντας πλεονεκτήματα στους εργαζόμενους διαφόρων τομέων, συμπεριλαμβανομένου του τραπεζικού, του τουριστικού και του εξορυκτικού.
Η αντοχή που έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές και η ικανότητά του να αποφύγει τη δραματική πτώση των ποσοστών του οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε αυτά τα μέτρα, παρά το ότι πάρθηκαν καθυστερημένα και με εκλογική στόχευση. Μπόρεσε έτσι να διατηρήσει σημαντικές εκλογικές δυνάμεις στις εργατικές περιοχές της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Οι περιοχές αυτές παραδοσιακά στήριζαν το ΠΑΣΟΚ, αν και ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε πολύ λιγότερες ψήφους από ό,τι έπαιρνε συνήθως το ΠΑΣΟΚ. Από τη άλλη, πλήρωσε το τίμημα της συνθηκολόγησής του με την ΕΕ και τους δανειστές της Ελλάδας. Τα χαμηλά μεσαία στρώματα στράφηκαν εναντίον του, ειδικά εκείνα που είναι στενά συνδεδεμένα με τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες σήκωσαν το μεγάλο βάρος της στασιμότητας και της φορολογικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Τα στρώματα αυτά έπαιξαν καίριο ρόλο στην εκλογική άνοδο της ΝΔ.
Τι μπορεί να κάνει η νέα κυβέρνηση;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η πολιτική πρωτοβουλία ανήκει στην αναγεννημένη ΝΔ. Ο νέος της αρχηγός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι προσωποποίηση της ελίτ που για δεκαετίες κυριαρχεί στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Περιβάλλεται από γόνους οικογενειών που επίσης κυριαρχούν στα ελληνικά πράγματα. Ο πυρήνας της οικογενειοκρατικής ελίτ, του ηγεμονικού αστικού μπλοκ που παραδοσιακά κυβερνά την Ελλάδα – και την οδήγησε στην καταστροφή το 2010 – επέστρεψε εξαγνισμένος. Αυτό κληροδοτεί η ‘πρώτη φορά Αριστερά’ του Αλέξη Τσίπρα μετά από σχεδόν πέντε χρόνια εξουσίας.
Ο Μητσοτάκης φαίνεται όμως να έχει πάρει κάποια μαθήματα από την κρίση και το εκλογικό σοκ που επέφερε στη Νέα Δημοκρατία. Έχει στελεχώσει το περιβάλλον του με τεχνοκράτες – συχνά ανθρώπους των αγορών και των επιχειρηματικού κόσμου- και επιχειρεί να δώσει μια εικόνα αποτελεσματικότητας, εκσυγχρονισμού και προόδου. Παράλληλα φρόντισε να διευρύνει την επιρροή του στο χώρο του κέντρου βάζοντας στην κυβέρνηση στελέχη από το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και αλλού. Θα δοκιμάσει να δημιουργήσει την εντύπωση κυβέρνησης ευρείας αποδοχής που στοχεύει στην ‘πρόοδο’ και το ξεπέρασμα της κρίσης.
Για το σκοπό αυτό έχει υποσχεθεί τη μείωση των φόρων κι έτσι έγινε αρεστός στα κοινωνικά στρώματα που επιβάρυνε περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα υποσχέθηκε να αυξήσει τις επενδύσεις με την ελπίδα να επιταχύνει την ανάπτυξη και να δημιουργήσει καλές θέσεις εργασίας. Το πρόγραμμα και η οπτική της κυβέρνησής του είναι αναφανδόν νεοφιλελεύθερα, στοχεύοντας στη συρρίκνωση και αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα με σκοπό την τόνωση του “πλουτοπαραγωγικού” ιδιωτικού τομέα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μήνυμα του βρίσκει κάποια απήχηση, ακόμα και στους νέους, που σχετίζουν το δημόσιο τομέα με την διαφθορά, την αναποτελεσματικότητα και τον νεποτισμό. Τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έκαναν ακόμη μεγαλύτερη την επιρροή της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας.
Παρόλα αυτά, η Νέα Δημοκρατία δεν θα το βρει καθόλου εύκολο να τηρήσει τις υποσχέσεις της. Το στενό πλαίσιο που έχουν επιβάλει οι δανειστές στη χώρα δημιουργεί συνθήκες οικονομικής ασφυξίας και αφήνει πολύ λίγο χώρο δράσης, όπως καταδείχθηκε στο Πρώτο Μέρος του άρθρου. Θα είναι αδύνατο να μειωθούν σημαντικά οι φόροι χωρίς να υπάρξει μεγάλη μείωση του στόχου του 3,5% για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Δεν υπάρχει καμία σοβαρή ένδειξη ότι ΕΕ θα συμφωνήσει, δεδομένου ότι για να το δεχτεί θα πρέπει να αλλάξει η προοπτική βιωσιμότητας του τεράστιου δημόσιου χρέους. Η πτώση των διεθνών επιτοκίων, καθώς οι κεντρικές τράπεζες και των ΗΠΑ και της Ευρώπης συνεχίζουν να παρέχουν άφθονες δημόσιες πιστώσεις, μπορεί μεν να μειώνει τα σπρεντ των ελληνικών ομολόγων, αλλά πολύ δύσκολα θα μεταβάλλει την ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Σύντομα θα διαπιστώσει και η νέα κυβέρνηση ότι ο κ. Ρέγκλινγκ του ESM, το στεγνό και ξεροκέφαλο γεράκι που εποπτεύει τα δημοσιονομικά πράγματα της ΕΕ, δεν κάνει χάρες σε κανένα.
Θα είναι επίσης πολύ δύσκολο να αυξηθούν σημαντικά οι επενδύσεις στα επόμενα χρόνια, ό,τι κι αν λέει η κυβέρνηση. Η τραγική κατάσταση του τραπεζικού τομέα και η αρνητική καθαρή αποταμίευση της χώρας δεν το επιτρέπουν. Μπορεί να υπάρξει μια προσωρινή αύξηση το αμέσως επόμενο διάστημα δεδομένου ότι οι ιδιώτες καπιταλιστές έχουν νιώσει ενθαρρυμένοι από την αλλαγή κυβέρνησης, αλλά δεν υπάρχουν οι βάσεις για τη μεγάλη επενδυτική έκρηξη που χρειάζεται η χώρα.
Η ιδέα, τέλος, ότι μπορεί να υπάρξει συστηματική και μεγάλη προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων που θα σπρώξει τη χώρα στην ανάπτυξη είναι μια ιδιαίτερα αγαπημένη ‘φούσκα’ των εγχώριων συντηρητικών οικονομολόγων και των οικονομικών προφητών των ΜΜΕ. Η Ελλάδα δεν έχει παράδοση σε μεγάλες ξένες επενδύσεις, ενώ το επενδυτικό κενό που αντιμετωπίζει ώστε να αναδομήσει την οικονομία της είναι τεράστιο για να καλυφθεί από ξένους επενδυτές. Πέρα από τις ιδιωτικοποιήσεις και την πώληση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων σε διάφορα διεθνή αρπακτικά, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς μια βάση για συστηματική αύξηση των ξένων επενδύσεων.
Τα φιλόδοξα σχέδια της νέας κυβέρνησης θα έρθουν σύντομα αντιμέτωπα με τη σκληρή πραγματικότητα της μεταμνημονιακής ελληνικής οικονομίας. Η αδήριτη ροπή προς τη στασιμότητα και το ασφυκτικά περιοριστικό πλαίσιο – και τα δύο απόρροια της πολιτικής των δανειστών που επιβλήθηκε στη χώρα – θα διδάξουν το δικό τους μάθημα στον πολλά υποσχόμενο κ. Μητσοτάκη.
Αναζητώντας την Αριστερά
Μετά την ήττα του, ο Αλέξης Τσίπρας θα επιχειρήσει να ανασυγκροτήσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια παράταξη της κεντροαριστεράς – ένα σύγχρονο κακέκτυπο του παλιού ΠΑΣΟΚ. Η διατήρηση της εκλογικής βάσης του κόμματος στις πρόσφατες εθνικές εκλογές του δίνουν σίγουρα δύναμη για να προχωρήσει στο σχέδιό του. Θα δυσκολευτεί όμως πολύ να δημιουργήσει τους οργανικούς δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες, τα συνδικάτα και τους άλλους κοινωνικούς φορείς που είχε το παλιό ΠΑΣΟΚ. Μετά από πέντε σχεδόν χρόνια εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ελάχιστα ερείσματα στα συνδικάτα και στις τοπικές κοινωνίες. Στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου, από 332 συνολικά δήμους στην επικράτεια κέρδισε σε λιγότερους από δέκα.
Εξίσου δύσκολο θα αποδειχθεί για τον Τσίπρα να προσδώσει στον ΣΥΡΙΖΑ τον ιδεολογικό και οργανωτικό κορμό ο οποίος είναι απολύτως απαραίτητος για ένα κόμμα εξουσίας. Ποια ακριβώς θα είναι η ιδεολογική ταυτότητα της ‘Προοδευτικής Συμμαχίας’ στην οποία προσβλέπει; Η επιδίωξη της εξουσίας, που είναι και ο μόνος στόχος του, δεν αποτελεί δυστυχώς ιδεολογία. Δεν χρειάζεται καν να αναφέρουμε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να βρεθεί καινούργια ιδεολογική ταυτότητα για τον ΣΥΡΙΖΑ θα προσκρούσει στο προφίλ της αναξιοπιστίας που μέσα στα χρόνια έχει αποκτήσει ο Αλέξης Τσίπρας. Τέλος, πως θα αυξηθεί το δυναμικό των μελών του ΣΥΡΙΖΑ δεδομένου ότι σήμερα διαθέτει λιγότερα από 30.000 μέλη και το μεγαλύτερο μέρος των κομματικών στελεχών ενσωματώθηκε στην κρατική μηχανή κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας; Όσοι συνήθισαν στις ανέσεις της εξουσίας δύσκολα θα σηκώσουν την επίμονη και εξαντλητική δουλειά που απαιτείται για να χτιστούν οι οργανικοί δεσμοί με την κοινωνία, ιδίως μέσα στη γενικευμένη αποστροφή προς την πολιτική.
Πολλά βέβαια θα εξαρτηθούν και από τις ενέργειες των άλλων κομμάτων. Τα καλά νέα των εκλογών ήρθαν από τα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και την πανωλεθρία της φασιστικής Χρυσής Αυγής. Ένα νέο ακροδεξιό κόμμα, η Ελληνική Λύση, ήρθε να καλύψει το κενό, αλλά οργανωτικά και ιδεολογικά έχει ελάχιστη σχέση με το νεοναζιστικό μόρφωμα. Όσο για το ΚΙΝΑΛ, τα απομεινάρια του ΠΑΣΟΚ, κατάφερε να λάβει 460.000 ψήφους, πάσχει όμως τόσο ηγετικά όσο και ιδεολογικά. Το μόνο πλεονέκτημα του ΚΙΝΑΛ είναι ότι ακόμα διατηρεί μερικούς από τους τοπικούς και συνδικαλιστικούς μηχανισμούς του παλιού ΠΑΣΟΚ. Θα δούμε λοιπόν πως θα εξελιχθεί η σχέση του με τον ΣΥΡΙΖΑ που κινείται προς το κέντρο. Το ΚΚΕ, τέλος, με σχεδόν 300.000 ψήφους, επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις απαιτήσεις των εργατικών και φτωχών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Στα δέκα χρόνια της κρίσης το ΚΚΕ ήταν ουσιαστικά ασήμαντο και δεν διαφαίνονται σημάδια δυναμικής ανάκαμψης στα επόμενα χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό, το βαθύτερο πρόβλημα της πολιτικής ζωής σήμερα είναι η ανασυγκρότηση και επανίδρυση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτή έχει την ευθύνη και το καθήκον να διαμορφώσει έναν προγραμματικό ριζοσπαστικό λόγο με σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Να προβάλει ξανά το αίτημα της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας με ξεκάθαρα ταξικά χαρακτηριστικά και δημοκρατική κατεύθυνση. Δυστυχώς όμως τα αποτελέσματα των εκλογών είναι είτε προβληματικά, είτε καταστροφικά για τον χώρο αυτό.
Το πιο ενεργητικό του κομμάτι είναι το ΜέΡΑ25, το ελληνικό τμήμα του κινήματος DiEM25, ιδρυτής του οποίου είναι ο Γιάνης Βαρουφάκης. Έλαβε σχεδόν 200.000 ψήφους και κατάφερε να μπει στο κοινοβούλιο με 9 βουλευτές, παρέχοντας τη δυνατότητα προσέγγισης σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Αλλά το κόμμα αυτό είναι δέσμιο των αδυναμιών του κινήματος από το οποίο προέρχεται. Το πρόγραμμα που εισηγείται είναι ουσιαστικά μια παραλλαγή του προγράμματος με το οποίο ήρθε στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015: υπόσχεται ριζική αναμόρφωση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας μέχρι σημείου ρήξης με τους δανειστές, διακηρύσσει όμως και την επιθυμία του να παραμείνει στην ΟΝΕ και την ΕΕ. Πρόκειται για μια θανάσιμη αντίφαση, όπως αποδείχτηκε και όταν ο Βαρουφάκης ήταν υπουργός στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η στρατηγική του δεν άντεξε ούτε καν έναν μήνα αντιπαράθεσης με τους δανειστές, οδηγώντας σε μια επαίσχυντη παράδοση. Με τέτοιες θέσεις το ΜέΡΑ25 δεν έχει να προσφέρει πολλά στη ριζοσπαστική Αριστερά.
Το κόμμα του Γιάνη Βαρουφάκη είναι τόσο προβληματικό όσο τα εκλογικά αποτελέσματα αποδείχθηκαν καταστροφικά για την υπόλοιπη ριζοσπαστική Αριστερά. Η Πλεύση Ελευθερίας, το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου εμφανίστηκε ως ένα πολύ προσωποκεντρικό μόρφωμα, χωρίς σαφή προγραμματική κατεύθυνση. Αρνήθηκε τις συνεργασίες και φλερτάρισε με εθνικιστικές ρητορείες, αδυνατώντας τελικά να εξασφαλίσει μια θέση στο κοινοβούλιο. Ακόμη χειρότερα η ΛΑΕ, το κόμμα ίσως με τις καλύτερες προοπτικές όταν έγινε η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, σταδιακά μεταμορφώθηκε σε γραφειοκρατικό μηχανισμό χωρίς δυναμική. Έχοντας αποκτήσει και αυτή έντονα προσωποκεντρικά χαρακτηριστικά γύρω από τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, παρασύρθηκε επίσης σε εθνικιστική κατεύθυνση και κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Τέλος, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ένας συνασπισμός δυνάμεων της εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς, σφραγίστηκε από άκρατο πολιτικό σεκταρισμό και παρέμεινε εκλογικά ασήμαντη.
Ο δρόμος θα είναι ανηφορικός για την ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά. Θα χρειαστεί να επιδοθεί σε μια μακρόχρονη και επίμονη μάχη επανίδρυσης της Αριστεράς ως μιας βιώσιμης και αξιόπιστης παρουσίας στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ο στόχος αυτός απαιτεί καταρχήν τη διαμόρφωση ενός προγράμματος οικονομικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της χώρας υπέρ των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Οι προτάσεις που θα κατατεθούν θα πρέπει να είναι συγκεκριμένες, δίνοντας λύσεις σε επιτακτικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως η ανεργία, και έχοντας το βλέμμα στραμμένο προς τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Είναι επίσης απαραίτητη μια νέα προσέγγιση στα ζητήματα του κράτους, του δημόσιου τομέα και της δημόσιας περιουσίας, καθώς και ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Η νέα προσέγγιση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να στηρίζεται σε ξεκάθαρα αιτήματα για τη δημοκρατία, την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία. Τα αιτήματα αυτά θα αποκτήσουν καίρια σημασία καθώς η Νέα Δημοκρατία θα ξεδιπλώνει το πρόγραμμά της.
Για να γίνει πραγματικότητα ένα τέτοιο πρόγραμμα απαιτείται σύγκρουση με τους δανειστές και ρήξη με την ΕΕ. Είναι λοιπόν απαραίτητο η νέα ριζοσπαστική Αριστερά να σκεφτεί σοβαρά και να αντιμετωπίσει τους φόβους και τις ανησυχίες της εργατικής τάξης και των άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτό έχει αναδειχθεί σε ένα από τα δυσκολότερα ζητήματα για την Αριστερά κατά την περίοδο της κρίσης τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Λείπει από τη ριζοσπαστική Αριστερά μια πειστική ιδεολογική απάντηση στον διάχυτο ιδεολογικό “Ευρωπαϊσμό” και πρέπει να εντοπιστούν οι λόγοι γι’ αυτήν την αποτυχία.
Τέλος, το πιο σημαντικό ζητούμενο στο εγχείρημα επανίδρυσης της Αριστεράς είναι η επανασύνδεση με τους εργατικούς αγώνες και τα κινήματα, ανακτώντας σταδιακά την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη. Είναι απαραίτητες οι νέες μορφές οργάνωσης, που θα ανοίγουν τον δρόμο για εσωτερική δημοκρατία και συμμετοχής της νεολαίας στα κοινά. Όλοι οι παλιοί τρόποι ανήκουν στο παρελθόν. Ο δρόμος θα είναι μακρύς, αλλά τα πρώτα βήματα πρέπει να γίνουν στο προσεχές διάστημα.