Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα επέβαλε πολυετή λιτότητα στους Έλληνες για να επαναφέρει τελικά την συντηρητική παράταξη στην εξουσία. Η αναθέρμανση του αγώνα εναντίον της λιτότητας ίσως χρειαστεί χρόνια - και θα είναι αδύνατη χωρίς μια ευθεία αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επείγει η αναζήτηση της σύγχρονης Αριστεράς.

Δημοσιεύτηκε στο Jacobin και μεταφράζεται με την άδεια του συντάκτη.

Μέρος Πρώτο

Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ελλάδα ήταν πρωτίστως μία νίκη για την κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία με ποσοστό που άγγιξε το 40% και της εξασφάλισε την αυτοδυναμία στη Βουλή. Για πρώτη φορά μετά το 2009 – όταν το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ κέρδισε για τελευταία φορά τις εκλογές- ένα κόμμα σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Για το μεγαλύτερο διάστημα της κρίσης η Ελλάδα κυβερνήθηκε  από συνασπισμούς κομμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της συμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους δεξιούς ΑΝΕΛΛ. Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας έθεσε τέλος σε αυτήν την περίοδο. Επέστρεψε η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα και οι παραδοσιακές κυβερνητικές δυνάμεις ανέκαμψαν στην εξουσία.

Στην πραγματικότητα η σταθερότητα άρχισε να επιστρέφει ήδη από το τέλος του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποχώρησε μπροστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και υπέγραψε μία νέα συμφωνία ‘διάσωσης’ με τους δανειστές της Ελλάδας. Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας οφείλεται πρωτίστως στα  τέσσερα χρόνια λιτότητας που επέβαλλε ο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας τις επιταγές των δανειστών, πλήττοντας σκληρά τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, και μειώνοντας την εθνική και λαϊκή κυριαρχίας

Ένας επιπλέον παράγοντας ήττας ήταν και η συντηρητική εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που έκανε την Ελλάδα έναν πιστό στρατιωτικό και πολιτικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο. Πάνω απ’ όλα οδήγησε  στη σύναψη μιας συμφωνίας για την επίσημη ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας στην οποία έχουν εναντιωθεί σημαντικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται κυρίως στις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που υιοθέτησε μετά την παράδοση άνευ όρων στους δανειστές και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αρχικά υποσχεθεί μία ριζική αμφισβήτηση του ελληνικού και ευρωπαϊκού κατεστημένου, η εξέλιξή του ήταν πραγματικά εξευτελιστική. Ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του αποτελούν ένα μάθημα για το τι θα πρέπει να αποφύγει η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά στα επόμενα χρόνια.

Η Νέα Δημοκρατία νίκησε, αλλά δεν θα της είναι καθόλου εύκολο να κρατήσει τις υποσχέσεις της στον ελληνικό λαό. Το αυστηρό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα από τους δανειστές της εγγυάται αδύναμη ανάπτυξη, χαμηλά εισοδήματα και μόνιμη πίεση στους εργαζόμενους και τη μεσαία τάξη. Η Ελλάδα μπορεί να έχει στραφεί προς τα δεξιά, σε αντίδραση προς τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά οι προϋποθέσεις για μακροπρόθεσμη κοινωνική και πολιτική σταθερότητα απλώς δεν υφίστανται.

Αντίστοιχα, ο ΣΥΡΙΖΑ, που τώρα πλέον είναι η αξιωματική αντιπολίτευση, δεν θα το βρει καθόλου εύκολο να γίνει η μόνιμη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Μπορεί να θέλει να εγκαθιδρύσει ένα νέο δικομματισμό, αλλά οι συνθήκες στις οποίες θα επιχειρήσει να το κάνει είναι ιδιαίτερα δύσκολες.

Υπάρχει ωστόσο ένα ακόμη πιο βαθύ πρόβλημα για την ελληνική πολιτική ζωή. Τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς είτε σημείωσαν πάρα πολύ άσχημα εκλογικά αποτελέσματα είτε έχουν αποδειχθεί αναξιόπιστα. Η πραγματική πρόκληση για την ελληνική πολιτική ζωή είναι να εδραιωθεί μία ριζοσπαστική Αριστερά που να συνδέεται με τον κόσμο της εργασίας και να προτείνει ένα πρόγραμμα αλλαγής το οποίο να ανταποκρίνεται στα προβλήματα της οικονομίας και της κοινωνίας. Από αυτήν την άποψη, η Ελλάδα έχει μαθήματα να προσφέρει και στην υπόλοιπη Ευρώπη γιατί το πρόβλημα είναι παρόμοιο σε γενικές γραμμές.

 

Εκλογικές μετακινήσεις

 

Για να εξετάσουμε τον χαρακτήρα της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ είναι κρίσιμο να λάβουμε υπόψη μας μερικά στοιχεία για τις εκλογικές επιδόσεις των κύριων κομμάτων εξουσίας κατά τη δεκαετία της κρίσης. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει όλες τις εθνικές εκλογές από τον Οκτώβριο του 2009 – έχουν στρογγυλοποιηθεί οι αριθμοί για την διευκόλυνση του αναγνώστη. Το εκλογικό σώμα στην Ελλάδα παραμένει σταθερό περίπου στα 10 εκατομμύρια καθόλη αυτή την περίοδο. Υπάρχουν πολύ βάσιμοι λόγοι για να αμφισβητήσει κανείς την ακρίβεια αυτού του αριθμού, καθώς οι εκλογικοί κατάλογοι φαίνεται να χρειάζονται σοβαρή επικαιροποίηση. Αλλά η ανάλυση εστιάζεται κυρίως σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, άρα δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα.

 

 

 

Ορισμένα καίρια πολιτικά συμπεράσματα προκύπτουν αβίαστα από τον πίνακα.

Πρώτον, το ποσοστό της αποχής έχει αυξηθεί σημαντικά, δείχνοντας ότι οι Έλληνες είναι βαθιά απογοητευμένοι από τον κοινοβουλευτισμό. Το ποσοστό της αποχής είναι πιθανόν να εμφανίζεται σημαντικά διογκωμένο λόγω της κακής ποιότητας των εκλογικών καταλόγων, ωστόσο ή αύξηση του δεν αμφισβητείται. Η ανοδική  τάση είναι εμφανής εδώ και πολύ καιρό, αλλά ισχυροποιήθηκε κατά τη διάρκεια της βαθιάς κρίσης της τελευταίας δεκαετίας.

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, η αποχή μειώθηκε καθώς η χώρα στράφηκε προς την Αριστερά και υπήρξε ξανά ενθουσιασμός για την πολιτική. Αλλά η παράδοση άνευ όρων μετά το διαβόητο δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 2015 σκότωσε την ελπίδα και έφερε απογοήτευση. Η αποχή μειώθηκε για μια ακόμη φορά την προηγούμενη Κυριακή, αλλά παρέμεινε πάρα πολύ υψηλή και αυτή τη φορά η στροφή του εκλογικού σώματος ήταν προς τη Δεξιά. Η πραγματική κληρονομιά του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική πολιτική είναι ότι ενδυνάμωσε την απάθεια και απαξίωσε την Αριστερά.

Κοιτώντας πιο προσεκτικά την εκλογική απήχηση της Νέας Δημοκρατίας βλέπουμε ότι το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης το 2010 την τραυμάτισε βαθιά, καθώς κατέγραψε μόλις 1,19 εκατομμύρια ψήφους τον Μάιο του 2012, ενώ ανέβηκε στα 1,83 εκατομμύρια ψήφους τον Ιούνιο του 2012, όταν σχημάτισε κυβέρνηση. Τον Ιανουάριο του 2015, όταν κέρδισε για πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ, οι ψήφοι της Νέας Δημοκρατίας έπεσαν στα 1,72 εκατομμύρια. Είναι εντυπωσιακό ότι και τον Σεπτέμβριο του 2015  οι ψήφοι της Νέας Δημοκρατίας έπεσαν ξανά στα 1,53 εκατομμύρια, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε και πάλι, παρά την άνευ όρων παράδοσή του.

Αυτός είναι ο πήχης με τον οποίο θα πρέπει να μετρήσουμε κρίνουμε την επάνοδο της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της περασμένης Κυριακής. Οι ψήφοι της ανέβηκαν στα 2,25 εκατομμύρια, πλησιάζοντας τα επίπεδα του Οκτωβρίου του 2009. Η κεντροδεξιά κέρδισε την αυτοδυναμία την Κυριακή με το σχετικά υψηλό ποσοστό του 40%, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι πολύ περισσότεροι ψηφοφόροι απείχαν σε σχέση με το 2009. Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε καινούργια ορμή στη ΝΔ, όμως η πραγματική εκλογική ισχύς της κεντροδεξιάς δεν είναι αυτή που δείχνουν τα ποσοστά της.

Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012 ξεπετάχτηκε από το περιθώριο της ελληνικής πολιτικής εκμεταλλευόμενος το τεράστιο ρεύμα οργής που προκάλεσαν οι πολιτικές ‘διάσωσης’ και ο εξευτελισμός της Ελλάδας. Η εκλογική του ισχύς αυξήθηκε κατακόρυφα, φτάνοντας τα 2,25 εκατομμύρια όταν σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίχτηκε στο τεράστιο κύμα λαϊκής ελπίδας και επιστροφής στην πολιτική. Ακόμα και μετά την παράδοσή του το καλοκαίρι του 2015, κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές τον Σεπτέμβριο με 1,93 εκατομμύρια ψήφους. Το εκλογικό σώμα ήταν έτοιμο να δώσει στον Τσίπρα ακόμη μία ευκαιρία, παρά την καταφανή αναξιοπιστία του.

Είναι εντυπωσιακό ότι μετά από τέσσερα επιπλέον χρόνια στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερα να πάρει 1,79 εκατομμύρια ψήφους. Η άνοδος της Νέας Δημοκρατίας δεν συνοδεύτηκε με αντίστοιχη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η εξέλιξη θα σημαδέψει την ελληνική πολιτική σκηνή στην περίοδο που έρχεται και χρήζει ερμηνείας.

Η Ελλάδα φαίνεται όντως να επιστρέφει σε νέο δικομματισμό στον οποίον η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ -και οι δύο πλέον ως κόμματα του κατεστημένου- θα εναλλάσσονται στην εξουσία. Ωστόσο, από τον πίνακα προκύπτει ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο: ο καινούργιος δικομματισμός, αν προκύψει, θα είναι σκιά του παλαιού. Παρά την κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, η εκλογική της δύναμη  είναι περίπου η ίδια με αυτή του 2009 και πολύ χαμηλότερη από τις επιδόσεις σε ψήφους στις αμέσως προηγούμενες εκλογές.

Παρομοίως, ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και κατάφερε να διατηρήσει τις δυνάμεις του, δεν είναι παρά ένα φτωχό αντίγραφο του ΠΑΣΟΚ, του κόμματος που επιδιώκει να αντικαταστήσει. Ακόμη και το 2009 -λίγο πριν την έναρξη της ανελέητης εκλογικής του κατάρρευσης που τελικά έφερε την περιθωριοποίησή του και την αλλαγή ονόματος- το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να πάρει πάνω από τρία εκατομμύρια ψήφους. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει ποτέ να καταφέρει κάτι αντίστοιχο.

 

Τα αίτια της ήττας

 

Οι ρίζες της νίκης της Νέας Δημοκρατίας  βρίσκονται στο καλοκαίρι του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ  παραδόθηκε στους δανειστές και έγινε ένα ακόμη κόμμα του κατεστημένου. Υπέγραψε την τρίτη συμφωνία ‘διάσωσης’ της χώρας, που επισήμως διάρκεσε μέχρι τον Αύγουστο του 2018, και εφάρμοσε πιστά τις οικονομικές πολιτικές που του υπαγόρευσε η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Το αποτέλεσμα ήταν η εξαιρετικά αδύναμη οικονομική ανάπτυξη και η βαθμιαία αποξένωση μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού, ιδίως αυτών που εξαρτώνται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Αυτή ήταν κι η κύρια ταξική αιτία της εκλογικής του ήττας.

Πάνω απ’ όλα, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε τον όρο των δανειστών να εξασφαλίσει τερατώδες ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ με στόχο την εξυπηρέτηση του τεράστιου δημόσιου χρέους της Ελλάδας. Αναπόφευκτα η επίτευξη του στόχου αυτού απαίτησε πολύ βαριά φορολογία. Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο, σε συνηθισμένες συνθήκες αστικού κοινοβουλευτισμού, όπου το κόμμα που επιβάλλει τέτοια φορολογία να μπορεί να κερδίσει εκλογές.

Συγκεκριμένα, ο κατώτατος/εισαγωγικός συντελεστής φόρου εισοδήματος αυξήθηκε στο 22% και  ο ανώτατος στο 45%. Ο ΦΠΑ επίσης αυξήθηκε, με μέσο όρο το 24%. Οι φόροι στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ανέβηκαν στο 29%, αν και πρόσφατα μειώθηκαν κατά μία μονάδα, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να κατευναστούν οι αντιδράσεις. Με απίστευτο τρόπο, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συχνά καλούνταν να πληρώσουν τους φόρους της επόμενης χρονιάς προκαταβολικά, στραγγαλίζοντας έτσι τις δραστηριότητές τους. Οι συντελεστές εισφορών κοινωνικής ασφάλισης επίσης αυξήθηκαν προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα δυσεπίλυτα προβλήματα του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά οι αυξήσεις επιβλήθηκαν πάρα πολύ άνισα ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Σε αυτά τα βάρη θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε τους βαρύτατους φόρους ακίνητης ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης και της κατοικίας – φόρους που ορθώς έχουν θεωρηθεί ως οι πιο άδικοι από όλους. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί να καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ όταν έρθει στην εξουσία, αλλά τον διατήρησε.

Παράλληλα, προκειμένου να πετύχει τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα ο ΣΥΡΙΖΑ μείωσε συστηματικά τις δημόσιες επενδύσεις, υπονομεύοντας έτσι τις υποδομές της Ελλάδας και τις παραγωγικές της δυνατότητες. Ακόμη χειρότερα, ακολουθώντας τις επιταγές των δανειστών, έθεσε ως βασικό του στόχο «την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές». Το κόμμα που είχε ανέβει στην εξουσία διαδηλώνοντας εναντίον των αρπακτικών των διεθνών αγορών, έφτασε να θεωρεί την επιβράβευσή τους το απόλυτο κριτήριο επιτυχίας. Για να μπορέσει να βγει στις αγορές,  ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να δημιουργήσει ένα προστατευτικό μαξιλάρι σχεδόν 40 δισεκατομμυρίων που θα λειτουργούσε ως εγγύηση για τους αγοραστές ομολόγων. Έτσι ξεπέρασε ακόμα και τον στόχο του 3,5%, επιτυγχάνοντας ένα εξωπραγματικό πλεόνασμα της τάξης του 4,2% το 2017. Αυτό το μαξιλάρι δημιουργήθηκε επιβάλλοντας τρομακτικές πιέσεις στους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους.

Οι αγορές πράγματι επιβράβευσαν τον Τσίπρα για την υπακοή του, επιτρέποντας στην κυβέρνησή του να επανεκδώσει ομόλογα και μάλιστα κατέβασαν το σπρεντ των 10ετών ομολόγων στο εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο του 2,5% τον Ιούλιο του 2019. Αυτό είναι το χαμηλότερο επιτόκιο δανεισμού που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα εδώ και χρόνια, πριν ακόμη από την κρίση. Η πτώση του επιτοκίου σημειώθηκε παρότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας βρίσκεται στο επίπεδο ρεκόρ των 355 δισεκατομμυρίων – περίπου στο 180% του ΑΕΠ. Η έγκριση των αγορών είχε τεράστιο κοινωνικό κόστος για τη χώρα και πολιτικό κόστος για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Στο πλαίσιο αυτό δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται κανείς για το ότι η ελληνική οικονομία είχε εξαιρετικά μέτριες αποδόσεις κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι έχει ανακάμψει από τα βάθη της γιγαντιαίας ύφεσης των ετών 2010-2012. Η ανάπτυξη είναι αναιμική και δεν καταφέρνει καν να φτάσει το 2%. Ο βασικός λόγος είναι η χαμηλή ιδιωτική ζήτηση, που οφείλεται στην πίεση που δημιουργεί η προσπάθεια για να επιτευχθεί το πλεόνασμα του 3,5%.

Η κατανάλωση παραμένει σε γενικές γραμμές στάσιμη, καθώς τα πραγματικά εισοδήματα δεν αυξάνονται και τα ιδιωτικά χρέη σε τράπεζες είναι τεράστια. Ο πιο εύγλωττος δείκτης της πίεσης που δέχονται οι εργαζόμενοι και τα νοικοκυριά είναι το απίστευτο ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Τη στιγμή αυτή ξεπερνούν τα 100 δισεκατομμύρια, ή  περίπου το 60% του ΑΕΠ, ποσό που οφείλουν στο κράτος σχεδόν 4 εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις. Το τεράστιο αυτό χρέος εκτινάχθηκε τα τελευταία χρόνια και μόνο κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 ανέβηκε κατά 3 δισεκατομμύρια. Η κλιμάκωσή του επήλθε παρά την αδίστακτη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ να κατάσχονται οι ιδιωτικοί τραπεζικοί λογαριασμών και οι μισθοί όσων αδυνατούν να πληρώσουν, πλήττοντας περισσότερους από ένα εκατομμύριο πολίτες. Ο πέλεκυς έχει πέσει βαρύς πάνω στους πιο φτωχούς, καθώς τουλάχιστον οι μισοί από τους οφειλέτες χρωστούν ασήμαντα ποσά, κάτω των 500 ευρώ.

Η ιδιωτική επένδυση είναι επίσης πάρα πολύ αδύναμη. Το 2007 είχε φτάσει στο μέγιστο ύψος της ξεπερνώντας τα 63 δισεκατομμύρια το 2007. Κατόπιν κατέρρευσε στο πολύ χαμηλό επίπεδο των 18 δισεκατομμυρίων το 2015, καθώς η βαθιά μνημονιακή ύφεση βούλιαξε την ελληνική βιομηχανία. Η πιο απότομη πτώση των επενδύσεων συνέβη στον οικοδομικό τομέα, ο οποίος έχει καταστραφεί συμπαρασύροντας εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Οι επενδύσεις παρέμειναν πενιχρές σε όλη την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και μόλις ξεπέρασαν τα 24 δισεκατομμύρια το 2018.

Η μεγάλη αδυναμία των ιδιωτικών επενδύσεων παράλληλα με την πτώση των δημοσίων επενδύσεων -που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να επιτύχει τους δυσθεώρητους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων- είναι ο βασικός λόγος της αναιμικής ανάπτυξης. Οι Έλληνες καπιταλιστές δεν επενδύουν, εν μέρει γιατί η καθαρή αποταμίευση της ρημαγμένης χώρας είναι αρνητική αφήνοντας πολύ μικρό περιθώριο για αύξηση των επενδύσεων. Οι προοπτικές είναι ακόμη χειρότερες αν ληφθεί υπόψη το τραπεζικό σύστημα. Οι ελληνικές τράπεζες είναι στην ουσία χρεοκοπημένες δεδομένου ότι 45% του ισολογισμού τους αποτελείται από προβληματικά δάνεια. Η κρίση τσάκισε τις τράπεζες και ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα πουλώντας τις σε ξένα κερδοσκοπικά φαντ. Οι παροχή πιστώσεων στην οικονομία για επενδύσεις και κατανάλωση μειώνεται σταθερά εδώ και χρόνια.

Το μόνο θετικό στοιχείο για την οικονομία είναι η αύξηση των εξαγωγών, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις στράφηκαν προς τις αγορές του εξωτερικού κατά τη διάρκεια της κρίσης. Οι εξαγωγές αγαθών έφτασαν τα 33 δις το 2018 και η αύξησή τους χαιρετίστηκε ως απόδειξη της επιτυχίας των μνημονιακών πολιτικών. Συνήθως αποσιωπάται ότι, μόλις σταθεροποιήθηκε η οικονομία, άρχισαν να αυξάνονται και οι εισαγωγές, που έφτασαν τα 54 δις το 2018. Η αύξησή τους αντανακλά τη δομική αδυναμία της ελληνικής βιομηχανίας που εξαρτάται απόλυτα από τις εισαγωγές.

Δείχνει επίσης πόσο αβαθής είναι η φιλελεύθερη άποψη της ΕΕ, του ΔΝΤ και της ελληνικής ολιγαρχίας ότι η χώρα θα σωθεί αν γίνει πιο ‘εξωστρεφής’ και στραφεί προς τις παγκόσμιες αγορές. Το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας διογκώνεται μετά το 2015 και θα αποδειχθεί μεγάλο εμπόδιο για τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική.  Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρόκειται να σωθεί κατευθύνοντας τις προσπάθειές της προς τις εξαγωγές. Χρειάζεται βαθιά αναδιάρθρωση του παραγωγικού της ιστού και ενίσχυση της εγχώριας κατανάλωσης και επένδυσης. Αυτό δεν θα συμβεί χωρίς συστηματική δημόσια παρέμβαση.

Καταλήγοντας, ο ζουρλομανδύας που έχουν επιβάλλει οι δανειστές και αποδέχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποίησε την Ελλάδα μέσω της φτώχειας και της ανυπαρξίας ανάπτυξης. Η ελληνική οικονομία δεν έχει μεταμορφωθεί δομικά. Αποτελείται από έναν αδύναμο βιομηχανικό τομέα, μια μη ανταγωνιστική γεωργία, και έναν πολύ μεγάλο τομέα υπηρεσιών με χαμηλή παραγωγικότητα. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο τομέας με τη γρηγορότερη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια είναι ο τουρισμός και η εκτίναξη του Airbnb. Ο τουρισμός είναι ευπρόσδεκτος σε μια οικονομία που έχει τσακιστεί από την κρίση, αλλά αντιπροσωπεύει πλήρες αναπτυξιακό αδιέξοδο.

Οι κοινωνικές και ταξικές επιπτώσεις ήταν εντονότατες και ερμηνεύουν την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την ικανότητά του να διατηρήσει σημαντική εκλογική στήριξη. Αυτές θα αναλυθούν στο Δεύτερο Μέρος.