Του Παντελή Παντελόγλου
Πράγματι τα κουκιά δε βγαίνουν, καθώς οι βουλευτές της ΝΔ και κυρίως του ΠΑΣΟΚ δύσκολα θα θυσιάσουν την βουλευτική τους έδρα για να οδηγηθούν σε μια πολυέξοδη και αμφιβόλου αποτελέσματος προεκλογική εκστρατεία. Αυτό, όμως, είναι κάτι που δεν μπορεί να διαφεύγει από το επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα.
Νομίζω πως κάθε ανάλυση της υπάρχουσας πολιτικής συγκυρίας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη μια σοβαρή αλλαγή που εμφανίστηκε δυναμικά στις περσινές διπλές εκλογές, κι αυτό είναι η κατάρρευση των ποσοστών όχι μόνο των κομμάτων του ιστορικού δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ), αλλά και το χαμηλό άθροισμα του νέου δικομματισμού (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ), σε σχέση με το παρελθόν. Η πολυδιάσπαση του εκλογικού σώματος, γεγονός που αναλύθηκε εκτενώς από τους δημοσκόπους, τους δημοσιογράφους και τις κάθε λογής δημόσιες πένες, εξακολουθεί να καθορίζει την πορεία των πραγμάτων στον ελλαδικό χώρο, σ’ ό,τι αφορά τις ασταθείς εσωτερικές ισορροπίες του πολιτικού σκηνικού, αλλά και τον διαφαινόμενο τρόπο σκέψης του διεθνούς παράγοντα.
Ορισμένα μυαλά στα πολιτικά επιτελεία των δύο μεγάλων δυνάμεων του νέου δικομματισμού, μάλλον θεωρούν ότι η πολυδιάσπαση του εκλογικού σώματος είναι ένα βασικό πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί. Έχω την εντύπωση ότι αυτά τα μυαλά φιλτράρουν τις ευκαιρίες που δίνει η πολιτική επικαιρότητα, δηλαδή τις πολιτικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης αφενός και τα απρόβλεπτα περιστατικά της ζωής αφετέρου, με κριτήριο την άμβλυνση της πολυδιάσπασης.
Στην παρούσα πολιτική συγκυρία η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν κοινό συμφέρον να επιδιώξουν τη συμπίεση των μικρότερων κομμάτων. Παρόμοιο συμφέρον έχει και ο διεθνής παράγοντας που κάνει το ουσιαστικό μνημονιακό κουμάντο στη χώρα, καθώς δεν ανέχεται μη ελεγχόμενη εσωτερική πολιτική λειτουργία και δε σκοπεύει φυσικά ν’ ανεχτεί μη ελεγχόμενα εκλογικά αποτελέσματα – και γι’ αυτό δεν πρόκειται να συναινέσει στο να γίνουν εκλογές στην χώρα προτού διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματά τους θα είναι διαχειρίσιμα. Η συμπίεση των μικρών και η απευθείας συνομιλία με έναν-δυο συνεργάσιμους ηγέτες είναι προϋπόθεση για να πάνε παρακάτω και να συμφωνήσουν στη χρήση της πλάνης των εκλογών για την επίλυση κάποιας από τις επόμενες πολιτικές κρίσεις.
Στην αντίληψη αυτή του διεθνούς παράγοντα έρχεται ν’ απαντήσει η «ρεαλιστική και υπεύθυνη» ρητορική του Αλέξη Τσίπρα έξω από τα σύνορα της χώρας καθώς και το είδος των διεθνών πρωτοβουλιών του, από τότε που ο σύντροφος Τσάβες αφήνοντας τον μάταιο τούτο κόσμο περιόρισε την επιρροή του στην ελληνική πολιτική σκηνή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα υποχωρεί από τις θέσεις ή έστω την ρητορική που συγκίνησε μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2012. Κι από την άλλη, πρόκειται για μια άρρητη παραδοχή της ύπαρξης σε ένα βαθμό κοινών συμφερόντων μεταξύ των δύο κομμάτων του νέου, αδύναμου για την ώρα δικομματισμού.
Η καλοκαιρινή εμπειρία του κλεισίματος της ΕΡΤ είναι χαρακτηριστική. Η επιθετική τακτική του Μαξίμου υιοθετήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, με κοινό στόχο την κονιορτοποίηση της Δημοκρατικής Αριστεράς, πράγμα που επετεύχθη σ’ ένα βαθμό: η ΔΗΜΑΡ πλαγιοκοπήθηκε απ’ τα αριστερά της από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ από τα δεξιά της το ΠΑΣΟΚ έδειχνε να κερδίζει πόντους στους υπεύθυνους νοικοκυραίους, μόνο που ταυτόχρονα η ΝΔ προχωρούσε στην «επιθετική εξαγορά» του, για να μιλήσουμε με επιχειρηματικούς όρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την επαναστατική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ τις μέρες του Ιουνίου (ας μην ξεχνάμε και την συγκέντρωση του κόμματος στο Σύνταγμα με ομιλητή τον Αλέξη Τσίπρα), δεν επέλεξε να κάνει πρόταση δυσπιστίας τότε, αλλά τώρα που η πρόταση έχει προφανές αποτέλεσμα. Λογικό: μια πρόταση δυσπιστίας τον Ιούνιο είχε πιθανότητες να ανατρέψει την κυβέρνηση, κι αυτό δεν το ήθελε κανείς.
Έχουμε κι άλλα τέτοια παραδείγματα πλαγιοκόπησης των μικρότερων κομμάτων από τα μεγαλύτερα, παρά το γεγονός ότι τα κυρίαρχα media επικεντρώνονται στην αντιπαράθεση ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ (ήτοι, στην ανταλλαγή ανακοινώσεων και tweets μεταξύ Σίμου Κεδίκογλου, Γιώργου Μουρούτη, γραφείου τύπου ΣΥΡΙΖΑ και Δημήτρη Παπαδημούλη, που δεν είναι πολιτική, κατά την ταπεινή μου γνώμη): η δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα, γεγονός όχι ουρανοκατέβατο, αλλά πάντως απρόβλεπτο στη μορφή και την έκταση που πήρε, ήταν μια ευκαιρία για το Μαξίμου να επιδιώξει την πλαγιοκόπηση της Χρυσής Αυγής, με μεθόδους που και ο ΣΥΡΙΖΑ συμφώνησε ως επί το πλείστον στο κοινοβούλιο. (Αν το καλοσκεφτεί κανείς, μόνο οι Ανεξάρτητοι Έλληνες μοιάζουν να χάνουν από μόνοι τους, αλλά αν κοιτάξει κανείς πρόεδρο, κόουτς και ρόστερ δεν θα πρέπει να εντυπωσιάζεται απ’ το γεγονός).
Τι ελπίζουν τα σοφά επιτελεία των κομμάτων του νέου δικομματισμού; Την αποκατάσταση ενός τοπίου ελεγχόμενης αντιπαράθεσης και ομαλής αλληλοδιαδοχής στην κυβέρνηση δυο μεγάλων κομμάτων, όποτε το εκλογικό σώμα βαριέται τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του; Το ξεκαθάρισμα του δρόμου εμπρός απ’ το σαλούν από τους τυχάρπαστους καουμπόηδες της πολιτικής σκηνής, ώστε ο Αντώνης Σαμαράς και ο Αλέξης Τσίπρας να μονομαχήσουν την ώρα που οι υπόλοιποι θα κοιτούν πίσω απ’ τις γρίλιες;
Αν οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι καταφατικές, έχω την αίσθηση ότι τα επιτελεία των δύο αρχηγών, αλλά ιδιαίτερα του Αλέξη Τσίπρα, απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα. Διότι η πολυδιάσπαση του εκλογικού σώματος δεν συνέβη εξ επικοινωνιακού ατυχήματος. Ήταν και είναι έκφραση της αναντιστοιχίας της βιωμένης πραγματικότητας με τις αναλύσεις, την ετοιμότητα και τις δυνατότητες του ελληνικού πολιτικού προσωπικού. Το εκλογικό σώμα, παρά τον δεδομένο κομφορμισμό του, απαιτεί σήμερα ένα άλμα. Η επιλογή για πρόταση δυσπιστίας αυτή τη χρονική στιγμή κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Μπορεί αυτό να διαφεύγει απ’ το επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα;