του Κωνσταντίνου Πουλή
(δημοσιεύτηκε στο 19ο τεύχος του περιοδικού «Ζην» του TPP)
Ισχυρίζομαι ότι ο πολιτισμός είναι το αντίθετο της ιδιοκτησίας, ότι τα έργα του πολιτισμού δεν ανήκουν σε κανέναν. Αυτό έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με οτιδήποτε ακούμε και διαβάζουμε να γράφεται καθημερινά για τον πολιτισμό: Είμαστε υπερήφανοι για τους προγόνους μας, αναφερόμαστε σε αυτούς όταν μας προσβάλλουν για τα οικονομικά χάλια μας και παρεξηγούμαστε όταν μια ξένη ταινία δείχνει δύο αρχαίους Έλληνες να φιλιούνται.
Αυτό είναι κάπως παράξενο, γιατί ζούμε σε μία χώρα που ενώ υπερηφανεύεται τόσο πολύ για την ιδιοκτησία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, την ίδια στιγμή σχεδόν όλοι οι καθηγητές των ελληνικών πανεπιστημιακών τμημάτων φιλολογίας και αρχαιολογίας σπουδάζουν στο εξωτερικό. Γιατί σπουδάζουν στο εξωτερικό; Γιατί ο πολιτισμός της αρχαίας Ελλάδας δεν μας ανήκει, δεν ανήκει σε κανέναν. Το ίδιο με την τραγωδία. Υπερηφανευόμαστε για τις παραστάσεις τραγωδίας, παραθεωρώντας ότι δεν υπήρξαν παραστάσεις μετά την αρχαιότητα, λοιπόν όταν ξεκινήσαμε να κάνουμε επαγγελματικές παραστάσεις τραγωδίας στις αρχές του 20ου αιώνα, ούτε λίγο ούτε πολύ μιμούμασταν τις παραστάσεις των Γερμανών. Αν υπήρξε δηλαδή μια ελληνική θεατρική παράδοση, αυτή χρειάστηκε να επινοηθεί από ικανούς καλλιτέχνες της πρόσφατης ιστορίας μας, δεν μεταδόθηκε μέσω του DNA μας. Το επιχείρημα ότι αυτός ο πολιτισμός ανήκει στους σημερινούς Έλληνες τρέφει εδώ και πάρα πολύ καιρό την υπερηφάνεια για έργα που δεν τα έγραψα ούτε εγώ ούτε κανένας σημερινός συμπολίτης μου. Τα έγραψαν ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος, ο Πίνδαρος, η Σαπφώ κοκ.
Η πολιτιστική υπερηφάνεια των Ελλήνων ήταν το παρηγορητικό αντίδοτο σε μια κολοσσιαία εθνική ταπείνωση που υπέστησαν (υπέστημεν) στα χρόνια της κρίσης. Είναι εντυπωσιακό ότι όταν η Ελλάδα προσπάθησε, για μία σύντομη ηρωική περίοδο, να αντισταθεί στον μονόδρομο της λιτότητας, τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν δεν αντλούνταν από το οικονομικό πεδίο. Στην πραγματικότητα η τεχνική, οικονομική πλευρά μιας τέτοιας λύσης δεν συζητήθηκε ποτέ στη δημόσια σφαίρα. Αντιθέτως, η κύρια γραμμή άμυνας του κατεστημένου ήταν ότι αν η Ελλάδα δεν υπακούσει στη λογική του μονόδρομου, τότε θα αποκοπεί «από την Ευρώπη». Ο Στέλιος Ράμφος, ο διασημότερος διανοούμενος-υπερασπιστής των μνημονίων στη σύγχρονη Ελλάδα, έγραψε τη φοβερή φράση ότι μία πιθανή ρήξη θα σήμαινε υπαγωγή της Ελλάδας στην υποσαχάρια Αφρική. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος έκλαιγε μπροστά στην κάμερα και περιέγραφε στην αρθρογραφία του ότι προσπαθεί να φανταστεί μία Ελλάδα χωρίς τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν. Η γεωγραφική αλληγορία μιας Ελλάδας που ξαφνικά ξεκολλάει από την Ευρώπη και μετατρέπεται σε καρυδότσουφλο που πλέει ακυβέρνητο προς την Αφρική ήταν το κεντρικό επιχείρημα εναντίον της αντίστασης στην πολιτική της λιτότητας.
Η φοβία με την οποία αντιμετωπίστηκε το ενδεχόμενο της σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση βασίστηκε πάντα σε αυτή τη σύγχυση ανάμεσα στο οικονομικό και το πολιτιστικό πεδίο. Ο θαυμασμός για την Ευρώπη και η ταυτόχρονη (ουσιαστικά ρατσιστική) υποτίμηση των χωρών που δεν ανήκουν στην ανεπτυγμένη Δύση απαιτεί ιστορικά ένα τεράστιο σύνολο απωθήσεων. Χρειάζεται με λίγα λόγια να παραγράψει κανείς τα εγκλήματα της βελγικής, της αγγλικής και της γαλλικής αποικιοκρατίας, για να μην πάμε στο έγκλημα των εγκλημάτων, δηλαδή το Ολοκαύτωμα.
Αυτά όμως ξεχνιούνται πάρα πολύ βολικά και οι Έλληνες τοποθετούνται μπροστά σε ένα αμείλικτο δίλημμα: θέλεις να ανήκεις στην ανεπτυγμένη Δύση των αριστουργημάτων του πολιτισμού, στην Ευρώπη του Μότσαρτ, του Μπετόβεν και του Σαίξπηρ, ή στην υποσαχάρια Αφρική της ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση; Όσο παράλογο και αν ακούγεται αυτό το επιχείρημα με τον τρόπο που το διατυπώνω, υπήρξε στην Ελλάδα το κίνημα των «Μένουμε Ευρώπη», το οποίο άνθισε κατά το δημοψήφισμα υποστηρίζοντας τη συμφωνία με τους δανειστές και του οποίου το κεντρικό σύνθημα δεν ήταν οικονομικό, αλλά πολιτισμικό. Ο βασικός μοχλός πίεσης του κατεστημένου ήταν ο εκβιασμός πως η άρνηση του οικονομικού μονόδρομου σήμαινε άρνηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και επιστροφή σε κάποιο ντροπιαστικό αγροτικό παρελθόν.
Πιστεύω λοιπόν ότι το πρώτο πράγμα που έχουμε να κάνουμε συζητώντας για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και για την οικονομική πολιτική μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι να διαχωρίσουμε αυτές τις δύο συζητήσεις. Να υποστηρίξουμε ευθαρσώς ότι ο πολιτισμός μας είναι ελληνικός, ιταλικός, μπαλινέζικος και τουρκικός. Έτσι κι αλλιώς ο σημερινός Έλληνας κάνει τα πάντα για να απαλλαγεί από την ζωντανή παράδοση του τόπου του, αντικαθιστώντας κάθε νότα και κάθε βελονιά της παράδοσής του με έργα βιομηχανικής πολιτιστικής παραγωγής.
Αφού απελευθερωθούμε λοιπόν από τον πολιτιστικό εθνικισμό, όπου οι άνθρωποι το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να υπερηφανεύονται για έργα που δημιούργησαν άλλοι στον ίδιο τόπο, μπορούμε να θέσουμε με παρρησία το πολιτικό ερώτημα αν έχουμε τη δύναμη και το κουράγιο να αναλάβουμε το ρίσκο μιας αλλαγής. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν διανοείται καμία αλλαγή. Εγώ δεν έχω ιδέα τι σημαίνει «ευρωπαϊκός πολιτισμός» και η αλήθεια είναι ότι μου φαίνεται κάπως αστείο ότι μιλάμε για την αποχώρηση της Ελλάδας από τον πολιτισμό της Ευρώπης, που υποψιάζομαι όμως ότι θα περιλαμβάνει τον Σαίξπηρ της χώρας του Brexit και τον Ντοστογιέφσκι της χώρας του Πούτιν.
Πιστεύω λοιπόν πως αντί να αναζητούμε απλοϊκά καλλιτεχνικές λύσεις σε οικονομικά προβλήματα, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να επισημαίνουμε την προπαγάνδα και το ψεύδος εκεί που το εντοπίζουμε και να αποφασίζουμε με πλήρη εορταστική ελευθερία ποια έργα μάς αρέσει να διαβάζουμε, να γράφουμε και να παίζουμε, και πώς θέλουμε να μοιραστεί ο πλούτος στις κοινωνίες μας. Η διασταύρωση αυτών των δύο συζητήσεων είναι πολύπλοκη και απρόβλεπτη, πολύ περισσότερο από όσο υποθέτει ο πολιτιστικός εθνικισμός της αρχαιολατρείας ή ο Μπετόβεν ως υμνητής των μνημονίων.
Πώς γίνεται αυτό; Δύσκολα. Υπάρχει ένα γνωστό δημοτικό τραγούδι (που παραλλαγές του υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις κοντινές μας χώρες), το Γιοφύρι της Άρτας. Συνοψίζεται στον συνταρακτικό στίχο: «Αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δεν στεριώνει».
Μια που συζητάμε σήμερα για τα εγχειρήματα της κρίσης, εγώ έχω να σας πω για ένα τέτοιο εγχείρημα, που απαντά στο ερώτημα τι κάνεις μέσα στην κρίση. Εμείς στο ThePressProject «στοιχειώσαμε άνθρωπο». Εργάζομαι σε ένα σάιτ που έχει θάψει έναν άνθρωπο στα θεμέλιά του. Έναν άνθρωπο που στο θεωρητικό ερώτημα τι κάνουμε στα χρόνια της κρίσης, απάντησε με το παράδειγμά του: γινόμαστε φωτιά να καούμε. Πνίγηκε στα χρέη και πέθανε από καρδιά στα 42 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του το ThePressProject. Να λοιπόν η ιστορία ενός τραγουδιού που συναντά την πολιτική ιστορία ενός Μέσου. Στο ερώτημα τι είναι ο πολιτισμός στα χρόνια της κρίσης στην Ευρώπη, εμείς εμπνεόμαστε από πέτρες, βράχια, τραγούδια, μυθιστορήματα, ιστορίες φίλων και αγνώστων και μετράμε τι είμαστε ικανοί να κάνουμε.