Ο γερμανός φιλόσοφος κάνει εκτεταμένη αναφορά στο ελληνικό ζήτημα, λέγοντας ότι «το εκλογικό αποτέλεσμα είναι ψήφος κατά της ταπεινωτικής δυστυχίας» και αναφέρει ότι με αυτή τη δημοκρατική νομιμοποίηση, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να επιφέρει αλλαγή πολιτικής στην ευρωζώνη, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπη με μία ξεροκέφαλη επιμονή σε πολιτική λιτότητας που έχει βάρβαρες συνέπειες στην Ελλάδα και έχει αποδεδειγμένα αποτύχει.
Λάθος στρατηγική
Ο Χάμπερμας δεν φείδεται κριτικής στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τη λάθος στρατηγική που ακολούθησε, αλλά και στην Άνγκελα Μέρκελ την οποία θεωρεί συνυπεύθυνη για την κρίση, καθώς όπως λέει τα συμφέροντα των επενδυτών είναι γι αυτήν σημαντικότερα από την εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας.
Χαρακτηρίζει σκάνδαλο τη δυστοκία με την οποία αντιμετωπίζει τον ηγετικό της ρόλο η γερμανική κυβέρνηση, σημειώνει ότι η Γερμανία οφείλει την ώθηση στην οικονομική της ανάπτυξη στην εξυπνάδα των δανειστών-εθνών, τα οποία διέγραψαν περίπου το μισό των οφειλών της με το σύμφωνο του Λονδίνου το 1953.
Και καταλήγει ότι είναι οι πολίτες και όχι οι τράπεζες οι οποίοι πρέπει να έχουν τον τελευταίο λόγο για το ευρωπαϊκό πεπρωμένο.
Κατασκευαστικό λάθος της ένωσης
Στο εκτενές άρθρο του ο Γιούρκγεν Χάμπερμας αναφέρει μεταξύ άλλων: Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ρίχνει άπλετο φως στο κατασκευαστικό λάθος μιας νομισματικής ένωσης χωρίς πολιτική ένωση. Όλοι οι πολίτες θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες στον Μάριο Ντράγκι, διότι με μία και μοναδική φράση προστάτεψε το άμεσα απειλούμενο από την καταστροφή νόμισμά τους.
Με την ανακοίνωσή του ότι θα αγοράσει εν ανάγκη κρατικά ομόλογα σε απεριόριστο ύψος, έβγαλε τα κάστανα από τη φωτιά. Έπρεπε να προλάβει, διότι οι ηγέτες (των χωρών της ΕΕ) ήταν ανίκανοι να δράσουν προς όφελος των κοινών συμφερόντων, έμειναν αιχμάλωτοι των καθ' έκαστον εθνικών συμφερόντων και επέμειναν στην ακαμψία…
Ψήφος κατά της δυστυχίας
Το ελληνικό εκλογικό αποτέλεσμα είναι ψήφος κατά της ταπεινωτικής δυστυχίας. Εκείνα τα δραματικά γεγονότα του 2012 εξηγούν γιατί ο Μάριο Ντράγκι κολυμπά αντίθετα με το ρεύμα μιας κοντόφθαλμης, ακέφαλης πολιτικής. Μετά την κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα έλαβε αμέσως το λόγο: «Χρειαζόμαστε ένα ποιοτικό άλμα για την θεσμική σύγκλιση… Πρέπει να ξεφύγουμε από ένα σύστημα κανόνων της εθνικής οικονομικής πολιτικής και αντ' αυτής να παραχωρήσουμε σε περισσότερη ανεξαρτησία των κοινών θεσμών». Ακόμα και αν δεν θα το ανέμενε κανείς από έναν πρώην τραπεζίτη της Goldman-Sachs, (ο Ντράγκι) ήθελε να συνδυάσει αυτές τις καθυστερημένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις με «περισσότερη δημοκρατική λογοδοσία».
Εδώ, μίλησε κάποιος ο οποίος είχε διαπιστώσει ότι με τη διαμάχη, η οποία διεξαγόταν κεκλεισμένων των θυρών μεταξύ των ηγετών, οι οποίοι σκέφτονται μόνο του εκλογείς-πελάτες τους, δεν θα φτάσουμε στις αναγκαίες δημοσιονομικές, οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές αποφάσεις. Σήμερα, τρεις μήνες αργότερα η ΕΚΤ ασχολείται ξανά με το να αγοράσει χρόνο με έκτακτα δάνεια για κυβερνήσεις που δεν μπορούν να δράσουν.
Ξανά σε κρίση
Επειδή για τη γερμανική κυβέρνηση τα συμφέροντα των επενδυτών ήδη από τον Μάιο του 2012 ήταν σημαντικότερα από το κούρεμα του χρέους για την εξυγίανση της οικονομίας, βρισκόμαστε ξανά σε κρίση. Τώρα έρχεται στην επιφάνεια η ύπαρξη άλλου θεσμικού ελλείμματος.
Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι η ψήφος ενός έθνους, το οποίο αντιστέκεται με ξεκάθαρη πλειοψηφία κατά μιας τόσο ταπεινωτικής, όσο και καταπιεστικής κοινωνικής εξαθλίωσης, εξαιτίας της επιβληθείσας στη χώρα πολιτικής λιτότητας. Επί της ψήφου καθεαυτής δεν μπορεί να υπάρξει καμιά παρερμηνεία: Ο λαός απορρίπτει τη συνέχιση πολιτικής της οποίας την αποτυχία έχει ζήσει δραστικά στο πετσί του.
Εξοπλισμένη με αυτή τη δημοκρατική νομιμοποίηση η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να επιφέρει αλλαγή πολιτικής στην ευρωζώνη.
Βρίσκεται, όμως, αντιμέτωπη στις Βρυξέλλες με τους εκπροσώπους των άλλων 18 κυβερνήσεων, οι οποίοι δικαιολογούν την απόρριψή τους με την ψυχρή παραπομπή στη δική τους δημοκρατική εντολή.
Ξεροκέφαλη επιμονή
Το βέβαιον είναι, ότι επί της ουσίας πρόκειται για ξεροκέφαλη επιμονή σε πολιτική λιτότητας, η οποία δεν γίνεται κυρίως αντικείμενο κριτικής μόνο στη διεθνή επιστήμη, αλλά είχε βάρβαρες συνέπειες στην Ελλάδα και αποδεδειγμένα έχει αποτύχει.
Πρέπει να καταστεί σαφές το απρεπές, μάλλον σκανδαλώδες της άρνησης (για πολιτικές διαπραγματεύσεις): Ο συμβιβασμός δεν αποτυγχάνει σε μερικά δις περισσότερα ή λιγότερα, ούτε καν σε αυτόν ή τον άλλο όρο, αλλά μόνο στην ελληνική απαίτηση, την απαίτηση της οικονομίας και του λαού, τον οποίο εκμεταλλεύθηκαν οι διεφθαρμένες ελίτ, για κούρεμα ή κάποια αντίστοιχη ρύθμιση, για παράδειγμα ένα μνημόνιο διαγραφής σε συνδυασμό με ανάπτυξη, ώστε να καταστεί δυνατή μια νέα αρχή. Αντ' αυτής οι δανειστές επιμένουν στην αναγνώριση του βουνού του χρέους, το οποίο δεν μπορεί να αντέξει η ελληνική οικονομία. Επιμένουν, δηλαδή, παρά τις αμφιβολίες στην τυπική αναγνώριση ενός πραγματικά ασήκωτου βάρους του χρέους.
Μέχρι πρότινος επέμεναν, μάλιστα, στην απόλυτη εφαρμογή της εξωπραγματικής απαίτησης πρωτογενούς πλεονάσματος πάνω από 4%. Μειώθηκε, βέβαια, στο επίσης μη ρεαλιστικό 1%, αλλά το μέλλον της ΕΕ εξαρτάται από την απαίτηση τω δανειστών να διατηρήσουν μια φαντασίωση.
Φυσικά και υπάρχουν πολιτικοί λόγοι για την επιμονή, φοβούνται ντόμινο και η Άνγκελα Μέρκελ δεν αισθάνεται ασφαλής με τη δική της πλειοψηφία στο γερμανικό Κοινοβούλιο. Αλλά μια λάθος πολιτική πρέπει υπό το πρίσμα των αντιπαραγωγικών συνεπειών να αναθεωρηθεί με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι προφανές ότι οι Βίτελμπαχ δεν έφτιαξαν ένα λειτουργούν κράτος. Εν τούτοις, δεν μπορεί να εξηγηθεί γιατί η κυβέρνηση καθιστά δύσκολη την κατανόηση της γραμμής της, ακόμα και σε αυτούς που την συμπαθούν. Δεν διακρίνει κανείς λογική προσπάθεια να συνάψει συνασπισμούς, στο αν οι αριστεροί εθνικιστές υποστηρίζουν εθνοκεντρική προσέγγιση της αλληλεγγύης και αν θέλουν να παραμείνουν στην ευρωζώνη από φρόνιμους λόγους ή αν η προοπτική τους ξεφεύγει από τα όρια του εθνικού κράτους.
Μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα
Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να αναπτύξουν μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, ώστε να το παρουσιάσουν στους εταίρους διαπραγματευτές τους στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Ο Αμάρτια Σεν συνέκρινε ήδη τον περασμένο μήνα την επιβληθείσα από τη γερμανική κυβέρνηση πολιτική λιτότητας, με ένα φάρμακο το οποίο περιέχει ένα τοξικό μίγμα από αντιβιοτικά και ποντικοφάρμακο.
Η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να αποκρούσει με συνέπεια τις νεοφιλελεύθερες θρασύτητες με ένα κεϋνσιανικό διαχωρισμό του φάρμακου της Μέρκελ, αλλά συγχρόνως να γίνει αξιόπιστη προχωρώντας σε εκμοντερνισμό του κράτους και της οικονομίας, να προχωρήσει σε επιμερισμό των βαρών, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής.
Η αδύναμη εμφάνιση της ελληνικής κυβέρνησης δεν αλλάζει τίποτα στο σκάνδαλο, το οποίο αποτελείται από το γεγονός ότι οι πολιτικοί στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο αρνούνται να προσεγγίσουν τους συναδέλφους τους από την Αθήνα ως πολιτικούς. Εμφανίζονται βέβαια ως πολιτικοί, αλλά μιλάνε μόνο με τον οικονομικό τους ρόλο ως δανειστές. Αυτή η μεταμόρφωση σε ζόμπι, έχει το νόημα να δώσουν στην υποκρυπτόμενη χρεοκοπία του (ελληνικού) κράτους τη μορφή μιας διαδικασίας απολιτικής, ως εάν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου διαδικασία ενώπιον αστικών δικαστηρίων.
Διότι έτσι είναι ακόμα πιο εύκολο να αποκρυβεί η πολιτική συνευθύνη τους. Ο Τύπος μας γελοιοποιεί την πράξη της μετονομασίας της τρόικας, είναι πράγματι κάτι σαν μια μαγική πράξη. Σε αυτήν, όμως, εκφράζεται η νόμιμη επιθυμία να εμφανιστεί πίσω από τη μάσκα των δανειστών πραγματικά το πρόσωπο των πολιτικών. Διότι μόνον τότε μπορούν να κληθούν για λογοδοσία ως πολιτικοί για μια αποτυχία η οποία εξαπλώθηκε μαζικά.
Το ΔΝΤ στο πλοίο
Η Άνγκελα Μέρκελ έβαλε εξ αρχής το ΔΝΤ στο πλοίο με τις αμφισβητούμενες ενέργειές της για τη σωτηρία (της Ελλάδας). Αυτό είναι υπεύθυνο για τη δυσλειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, ως θεράπων ιατρός φροντίζει για τη σταθερότητά του και ενεργεί, επομένως, προς το κοινό συμφέρον των επενδυτών, ιδίως των θεσμικών επενδυτών.
Ως σκάνδαλο μέσα στο σκάνδαλο, είναι η δυστοκία με την οποία αντιμετωπίζει τον ηγετικό της ρόλο η γερμανική κυβέρνηση. Η Γερμανία οφείλει την ώθηση στην οικονομική της ανάπτυξη -από την οποία ακόμα και σήμερα τρέφεται- , στην εξυπνάδα των δανειστών-εθνών, τα οποία διέγραψαν περίπου το μισό των οφειλών της με το σύμφωνο του Λονδίνου το 1953.
Αλλά δεν είναι μόνο η ηθική αμηχανία, αλλά και πολιτικός πυρήνας του θέματος: οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης δεν επιτρέπεται πλέον να κρύβονται πίσω από τους ψηφοφόρους τους και οι ίδιοι να αποφεύγουν τις εναλλακτικές προ των οποίων τίθεται μια πολιτικά ανολοκλήρωτη νομισματική ένωση. Είναι οι πολίτες, όχι οι τράπεζες οι οποίοι πρέπει να έχουν τον τελευταίο λόγο για το ευρωπαϊκό πεπρωμένο.