«Είναι διαφανείς οι δημόσιες συμβάσεις;» ο τίτλος του άρθρου που δημοσίευσε στο News247 ο πρώην υπουργός Παιδείας, Θεόδωρος Φορτσάκης, θέτοντας επί τάπητος ένα πολύ σοβαρό ερώτημα, για το οποίο ελέγχεται ολοένα και συχνότερα η κυβέρνηση, καθώς πλήθος αποφάσεων σειράς υπουργείων κινούνται αποκλειστικά με την τακτική των απευθείας αναθέσεων.

Στο άρθρο του, κατόπιν μίας «απαραίτητης» εισαγωγής για τη σοβαρότητα του ερωτήματος και για το γεγονός πως τουλάχιστον το 10% του ΑΠΕ κατευθύνεται στις δημόσιες συμβάσεις, με τάσεις αύξησης έως και το 20%, καθώς και αφού υπογραμμίζει πως «η αρχή της διαφάνειας αποτελεί τη βάση του ενωσιακού και εθνικού δικαίου που διέπει τις δημόσιες συμβάσεις», ο ίδιος βάζει μία σειρά ερωτημάτων για τις δημόσιες συμβάσεις, καταλήγοντας σαφώς σε σκιώδεις διαδικασίες, οι οποίες χρήζουν ανάληψης «πρωτοβουλίας διόρθωσης των κενών που εντοπίστηκαν».

Ο πρώην υπουργός Παιδείας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός πως παρά τη δικαιολογία της «αντιγραφειοκρατικής» σύναψης μικρών συμβάσεων που στοχεύει στην ταχύτητα, συχνά τεμαχίζονται τα έργα σε μικρότερα ώστε να μην υπερβαίνουν το όριο των 30.000 ευρώ μέχρι πρότινος, το οποίο αυξήθηκε στα 40.000 ευρώ, διαδικασία στην οποία «ελλοχεύει ο κίνδυνος παρεκτροπής και παρανομίας».

Παράλληλα, ψέγει τη «διοίκηση» για την επίκληση «επειγουσών και απρόβλεπτων αναγκών», τονίζοντας πως λίγες είναι οι επείγουσες αποφάσεις κατά τη διακυβέρνηση, όπως λίγες είναι και οι «απρόβλεπτες ανάγκες», σημειώνοντας πως τέτοιες αποφάσεις αποκαλύπτουν «αδιαφορία και ανικανότητα της διοίκησης», για την οποία τονίζει πως «δεν πρέπει να ανοίγει το δρόμο στη διαφθορά».

Ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχουν οι δύο τελευταίες παράγραφοι του άρθρου του, καθώς περιγράφει πως τα συμφέροντα διαπλέκονται μέσα από τις κρατικές υπηρεσίες, καταφέρνοντας ακόμα μεγαλύτερη αδιαφάνεια και διαφθορά. Όπως αναφέρεται, το γεγονός πως αρκετές φορές ένας οργανισμός καταφεύγει σε ιδιωτικούς φορείς για τη σύνταξη της σχετικής προκήρυξης, οδηγεί ουσιαστικά στην εξάλειψη του προπετάσματος «μίας κατ’ επίφασης διαφάνειας», σημειώνοντας πως «βρίσκει και εδώ πέρασμα η διαφθορά».

Τέλος, λίγες μόλις ημέρες μετά την αποκάλυψη της «δωρεάς» της Cisco στο υπουργείο Παιδείας, αλλά και λίγους μήνες από την αντίστοιχη αποκάλυψη της «δωρεάς» της Palantir, o Θ. Φορτσάκης υπογραμμίζει πως με τις δωρεές ο «δωρητής» δεσμεύει «κατ’ ουσία το μέλλον επιβάλλοντας δικές του προδιαγραφές από τις οποίες η διοίκηση δεν θα μπορέσει να διαφύγει, νοθεύοντας και τον ανταγωνισμό».

«Η δωρεάν προσφορά οδηγεί ενδεχομένως τη διοίκηση σε τετελεσμένα, αφήνοντας υπόνοια αδιαφάνειας και διαφθοράς. Επείγει η ανάληψη πρωτοβουλίας διόρθωσης των κενών που εντοπίστηκαν» καταλήγει ο πρώην υπουργός Παιδείας.

Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του Θ. Φορτσάκη:

Η συγκυρία των πολιτικών αντιπαραθέσεων έχει επαναφέρει στο προσκήνιο ένα ζήτημα κρίσιμο, αυτό της διαφάνειας των δημοσίων συμβάσεων. Η σημασία του ζητήματος είναι τεράστια. Αρκεί να θυμηθούμε ότι το συνολικό οικονομικό ύψος των δημοσίων συμβάσεων πιθανώς υπερβαίνει το 10% ΑΕΠ και τείνει μάλιστα να αυξηθεί σημαντικά, αν λάβουμε υπόψη την ολοένα μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση, στην οποία αναπόφευκτα οδηγούμαστε από την πανδημία και αν αναλογιστούμε ότι σε άλλα δυτικά κράτη το ύψος ήδη εγγίζει ακόμη και το 20%.

Η αρχή της διαφάνειας αποτελεί τη βάση του ενωσιακού και εθνικού δικαίου που διέπει τις δημόσιες συμβάσεις. Η αρχή αυτή συναρτάται κατ’ αρχάς με εκείνη της ισότητας, που κατοχυρώνει τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των προσφερόντων. Έπειτα συνδέεται άρρηκτα με τη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού, που αξιώνει την εξάλειψη των διακρίσεων. Η εφαρμογή της καθιστά εφικτό τον αποτελεσματικό έλεγχο της συμβατικής δράσης της δημόσιας διοίκησης, πολιτικό και δικαστικό. Συμβάλλει ουσιαστικά στην πάταξη της διαφθοράς. Αλλά, πάνω απ’ όλα, η αρχή της διαφάνειας των δημοσίων συμβάσεων, ως έκφανση και ως πραγμάτωση της θεμελιώδους αρχής της φανερής διοίκησης, αφορά τη δημοκρατική λειτουργία της Πολιτείας, δηλαδή την ίδια τη δημοκρατία. Πόσο αποτελεσματικά κατοχυρώνεται και, ιδίως, εφαρμόζεται πράγματι η αρχή αυτή στη χώρα μας; Οι λίγες σκέψεις που ακολουθούν επιχειρούν να εντοπίσουν ορισμένα κενά, που οφείλονται λιγότερο σε ανεπάρκεια του θεσμικού πλαισίου και περισσότερο στον τρόπο λειτουργίας της διοίκησης.

Έλλειψη διαφάνειας υπάρχει αναμφισβήτητα στις «απ’ ευθείας» αναθέσεις. Αυτές είναι πρώτα-πρώτα οι συμβάσεις που δεν υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ. Παρότι η πρόσφατη αύξηση του ορίου αυτού κατά 10.000 ευρώ μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική και παρότι συχνά δεν αποφεύγεται o καταχρηστικός τεμαχισμός ενός έργου, ώστε το κάθε μέρος του να βρίσκεται εντός του ορίου, η απαίτηση ταχείας «αντιγραφειοκρατικής» σύναψης μικρών συμβάσεων αντισταθμίζει για την κατηγορία αυτή την έλλειψη διαφάνειας. Διαφορετική είναι η περίπτωση, δυστυχώς συχνή, της κατ’ ουσίαν απ’ ευθείας ανάθεσης, με τη διαδικασία της κλειστής πρόσκλησης σε διαπραγμάτευση, απ’ όπου απουσιάζει εντελώς η προκήρυξη. Εδώ η δυνατότητα ελέγχου είναι εγγενώς περιορισμένη και ελλοχεύει ο κίνδυνος παρεκτροπής και παρανομίας. Η διοίκηση, για να δικαιολογήσει τη διαδικασία αυτή, επικαλείται συνήθως την κάλυψη «επειγουσών» αναγκών. Όμως, για να δρομολογηθεί η διαδικασία αυτή απαιτείται όχι μόνο οι ανάγκες να είναι επείγουσες, αλλά και απρόβλεπτες. Στη δεύτερη αυτή προϋπόθεση πρέπει να εστιάσουμε. Γιατί δύσκολα θα ανεύρουμε στο δημόσιο ανάγκες που η κάλυψή τους να μην επείγει. Ωστόσο σπάνια αυτές είναι και απρόβλεπτες. Απρόβλεπτη είναι η ανάγκη που δεν συλλαμβάνει ο πράγματι επιμελής (κοινός) νους και οφείλεται σε έκτακτα, μη προβλέψιμα περιστατικά. Το δημόσιο, για παράδειγμα τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, όλοι γενικά οι δημόσιοι οργανισμοί πρέπει να διοικείται με την επιβαλλόμενη επιμέλεια που συνεπάγεται και την έγκαιρη πρόβλεψη των αναγκών του. Αδιαφορία συνδυασμένη με ελλιπή κατάρτιση ματαιώνουν πολλές φορές αυτή την προσδοκία. Όμως η αναζήτηση της θεραπείας της αδιαφορίας και ανικανότητας της διοίκησης δεν πρέπει να ανοίγει το δρόμο στη διαφθορά.

Ακόμη, πολλές φορές η διοίκηση αδυνατεί να συντάξει ορθά τη σχετική προκήρυξη. Καταφεύγει γι’ αυτό σε φορείς ιδιωτικούς, με αποτέλεσμα τα κείμενα που οι τελευταίοι ετοιμάζουν και που υιοθετεί η διοίκηση χωρίς να είναι σε θέση να ελέγξει κατ’ ουσίαν η διοίκηση προδιαγράφουν και το αποτέλεσμα της σχετικής αναζήτησης, εξαλείφοντας έτσι το παραπέτασμα μιας κατ’ επίφαση διαφάνειας. Μπορούμε να αναρωτηθούμε πόσο συχνά το είδαμε αυτό στις «ιδιωτικοποιήσεις», όπου ο τελικός παραχωρησιούχος συνέταξε στην πραγματικότητα την προκήρυξη. Βρίσκει και εδώ πέρασμα η διαφθορά.

Τέλος, κίνδυνος ελλοχεύει και στις περιπτώσεις αποδοχής «δωρεών» που καλύπτουν ανάγκες που δεν έχουν προκηρυχθεί. Διότι έτσι επιτρέπεται στο «δωρητή» να δεσμεύσει κατ’ ουσία το μέλλον επιβάλλοντας δικές του προδιαγραφές από τις οποίες η διοίκηση δεν θα μπορέσει να διαφύγει, νοθεύοντας και τον ανταγωνισμό. Η δωρεάν προσφορά οδηγεί ενδεχομένως τη διοίκηση σε τετελεσμένα, αφήνοντας υπόνοια αδιαφάνειας και διαφθοράς.

Επείγει η ανάληψη πρωτοβουλίας διόρθωσης των κενών που εντοπίστηκαν.