«Ακούω ακόμα τον ήχο των ερπυστριών, ακούω ακόμα αυτό το Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο και ακούω ακόμα τις φωνές των φοιτητών μέσα από τα κάγκελα», είπε μιλώντας στην ΕΡΤ ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας. Ήταν τότε 30 χρόνων και εργαζόταν για το Associated Press. «Έπεισα τον διευθυντή μου να μπούμε στο αυτοκίνητό του και να κατέβουμε, επειδή ήθελα να έχω κάποιον μαζί μου, γιατί να κυκλοφορείς εκείνες τις μέρες, τις ώρες».

«Τον έπεισα» τονίζει ξανά. «Είχε μια τζάγκουαρ με αγγλικές πινακίδες. Κατεβαίνοντας την οδό Αμερικής, μπαίνοντας στην Πατησίων πέσαμε πάνω στη φάλαγγα, ένα τρομερό πράγμα. Συνεχίσαμε την πορεία μας μαζί, ώσπου σε κάποιο σημείο, εκεί στο κτίριο του Πανεπιστημίου, μας πλησίασε ένα αστυνομικό αυτοκίνητο, το 100. Δεν κυκλοφορούσε μύγα. Εγώ ήμουν συνοδηγός. Έρχεται το 100 δίπλα και με την απειλή περιστρόφου, αφού μας έριξε μερικά επίθετα, άνοιξε το παράθυρο, μας σημάδευε εμένα πρώτα και μετά τον διευθυντή μου. “Τσακιστείτε, φύγετε”, Παναγίες, Χριστούς κλπ… Και ο διευθυντής με ρωτάει τι κάνουμε; Του λέω “θα δω τι θα κάνουμε”. Είπα να το παίξω κορώνα γράμματα. Άλλωστε μια ζωή την έχουμε. Την είχα κοστολογήσει τρεις δραχμές, τόσο έκανε τότε μια σφαίρα… Ανοίγω το παράθυρο και χωρίς να του πω κουβέντα έβαλα το χέρι μου στο στόμα και έκανα ένα σσσσς αυστηρά στον αστυνομικό με το περίστροφο! Ομολογώ ότι ψάρωσε ο αστυνομικός, δεν το περίμενε τέτοια αντίδραση και υπό την απειλή του όπλου. Γυρίζει στον συνοδηγό του, που ήταν ένας αξιωματικός. Κάτι είπαν μεταξύ τους, κάνανε δεξιά και φύγανε… Έτσι φτάσαμε. Λογικά θεώρησαν ότι ήμασταν CIA,  μυστική υπηρεσία πληροφοριών. Βλέποντας τις αγγλικές πινακίδες και εμείς που ήμασταν νέα παιδιά, με κουρεμένα τα μαλλιά κοντά. Σίγουρα μας πέρασαν για αμερικανάκια», εξηγεί.

«Φτάνοντας στο Πολυτεχνείο δεν πήγα κρυφά. Φανερά με τις μηχανές μου και με την τσάντα μου στάθηκα Στουρνάρη και Πατησίων. […] Πίσω μου ήταν η ομάδα του αστυνομικού που ήταν αγανακτισμένη, νευριασμένη. Έβριζαν. Έμπαιναν στα λεωφορεία, στα τρόλει μέσα και χτυπούσαν ανηλεώς τους πάντες, χωρίς διάκριση».