του Κωνσταντίνου Πουλή
Η επιδίωξη του Αλέξη Τσίπρα στη χθεσινοβραδινή συνέντευξη ήταν να δείξει ότι η εναλλακτική που προσφέρει η Νέα Δημοκρατία και το επικοινωνιακό της σύστημα δεν είναι απλώς μία παραλλαγή του συστήματος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κάτι πολύ χειρότερο. Η επιδίωξη του διδύμου Παπαχελά-Κοσιώνη ήταν να στριμώξει τον πρωθυπουργό με όλα τα θέματα που έχει κατά καιρούς χρησιμοποιήσει η επικοινωνιακή μηχανή του ΣΚΑΪ, εκτός βεβαίως από τα αμιγώς πολιτικά, διότι σε αυτά συμφωνούν. Η δική μου αίσθηση από αυτήν την συνομιλία, και νομίζω ότι δεν είμαι καθόλου ύποπτος για τσιπρολατρεία ή φιλοσυριζαϊσμό, ήταν ότι όλα αυτά τα ζητήματα για τα οποία καθημερινά κραυγάζει ο ΣΚΑΪ χωρίς αντίλογο είναι δύσκολο να αντέξουν σε σοβαρή κριτική. Όταν προσπαθούν να στριμώξουν τον Τσίπρα μιλώντας για το κότερο, το αποτέλεσμα είναι -τουλάχιστον για μένα που δεν είμαι οπαδός καμίας από τις δύο πλευρές- εξευτελιστικό για τους δημοσιογράφους που θέτουν αυτήν την ερώτηση. Ακόμη περισσότερο όταν τους λέει ότι δεν θα ρωτούσαν ποτέ τον Κυριάκο Μητσοτάκη για τη μεσοτοιχία με τον Χριστοφοράκο και απαντούν ότι θα ρωτούσαν, απλώς δεν έχει τύχει να το ρωτήσει κανείς μέχρι τώρα.
Η αγένεια, οι επικαλύψεις, το ότι μιλούσαν συνεχώς ο ένας πάνω στον άλλον είναι λεπτομέρεια. Πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει ότι ο ΣΚΑΪ δεν μπορεί να ασκήσει κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ για τα μνημόνια γιατί συμφωνεί και συνεπώς μένουν μόνο ζητήματα δευτερεύουσας, επικοινωνιακής σημασίας. Τον ρωτούν για τον Πετσίτη και νομίζω ότι δικαίως απαντά ότι αν αυτό είναι το χειρότερο που έχετε βρει για την κυβέρνηση μας ενώ μας ξεσκονίζετε καθημερινά, εγώ είμαι πολύ ικανοποιημένος.
Η επικοινωνιακή γραμμή της Νέας Δημοκρατίας είναι να υψώνει τους τόνους της κριτικής μιλώντας για την «χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης» και άλλες τέτοιες ανοησίες που δυστυχώς αναπαράγει και ο αγαπητός Αρκάς, κατά τρόπο εντελώς αναντίστοιχο προς τις πραγματικές διαφορές τους. Αυτό συμβαίνει υποχρεωτικά ερήμην των πολιτικών ζητημάτων, για τα οποία το μόνο αντικείμενο κεντρικής πολιτικής διαφωνίας που μπόρεσε να εγείρει η Νέα Δημοκρατία είναι το μακεδονικό, για το οποίο οι επιστολές Καραμανλή είναι κατ’ ουσίαν αφοπλιστικές.
Με δεδομένο δηλαδή το πώς έχουν επιλέξει αυτές οι δύο πλευρές να ασκήσουν την επικοινωνιακή τους πολιτική, ο Τσίπρας εκτιμώ ότι βγήκε κερδισμένος. Για μας όμως που είμαστε πολίτες και όχι επικοινωνιακά επιτελεία ή χειροκροτητές, η συζήτηση δεν εξαντλείται εκεί. Στο πολιτικό πεδίο λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ θα πληρώσει το πολιτικό κόστος του υποτιθέμενου ρεαλισμού που επέδειξε στην εξουσία. Όταν σε ρωτούν γιατί κανείς κολλητιλίκια με τον Τραμπ και απαντάς ότι άλλο να είμαι στην αντιπολίτευση και άλλο να είμαι στην εξουσία, διότι τώρα είμαι κυβέρνηση της χώρας και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, τότε έχεις αμέσως στείλει τον κόσμο στη Νέα Δημοκρατία. Το ίδιο όταν λες ότι «είχες αυταπάτες». Όταν το επιχείρημα με το οποίο ασκείς τη διακυβέρνηση της χώρας είναι ότι εγώ από αυτήν την υπεύθυνη θέση δεν μπορώ να λέω τις αερολογίες που ανεύθυνα έλεγα μέχρι χθες, τότε δεν μπορείς να ζητάς την ψήφο των πολιτών στο όνομα αυτών των αερολογιών με τις οποίες δεν μπορείς να κυβερνήσεις. Ουτοπιστής στην αντιπολίτευση και σκύλος των αφεντικών στην κυβέρνηση γίνεσαι μία φορά.
Η ανάδυση του ΣΥΡΙΖΑ συνέβη σε πείσμα των μηχανισμών που διοικούν τη χώρα και την Ευρώπη, σε πείσμα του μιντιακού κατεστημένου, μέσα σε μία έκρηξη δυσαρέσκειας η οποία ήταν με μία έννοια σοφή, ή πάντως είχε για μία φορά ξεκάθαρο πολιτικό περιεχόμενο με προοδευτικό πρόσημο.
Όλη η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια βασίστηκε στο σκεπτικό ότι είναι διαφορετικό να μιλάς έξω από το χορό και να αναπτύσσεις αριστερές θεωρίες και διαφορετικό να χρειάζεται να κυβερνήσεις. Όποιος το λέει αυτό, έχει τόσο βαθιά προσυπογράψει τους όρους του παιχνιδιού της Realpolitik που οτιδήποτε άλλο και να μας πει μετά είναι θόρυβος και φλυαρία, κάτι σαν άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Μα αφού ζητούν να ψηφιστούν για κυβέρνηση, γιατί να ξανακούσουμε αυτά που τώρα αναγνωρίζουν ότι ήταν παιδικές ονειρώξεις;
Καθώς επανέρχονται οι επετειακές μνήμες των ημερών με τα capital controls και το δημοψήφισμα, άκουγα χθες στη Νάντια Βαλαβάνη να μας μιλάει στη συνέντευξη και να μας περιγράφει αυτές τις συναντήσεις για τον λογιστικό έλεγχο του χρέους που γέμιζαν αμφιθέατρα και δεν είχαν τι να κάνουν τον κόσμο. Και εμφανιζόταν ξαφνικά ο Εφήμερος λέει και έστηνε οθόνες για να παρακολουθεί ο κόσμος από διπλανές αίθουσες. Θυμόμουν το πλήθος να αγκαλιάζει υπουργούς σε συγκέντρωση με ενεργά capital controls. Είχε κάτι αλλάξει τότε, που συνετρίβη σε μία στιγμή, με τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν λείπει μόνο ο Εφήμερος τώρα, λείπουν και αυτά τα πλήθη που διψούσαν να μάθουν, να ρωτήσουν και να πράξουν.
Η μοίρα μας είναι να προσπαθούμε παρά την απογοήτευση. Όπως έγραφε κάποιος πολύ ωραία «μόνο το μίσος δεν έχει κερατάδες». Οι άνθρωποι που πασχίζουν να φτιάξουν κάτι ενάντια σε παντοδύναμους εχθρούς, φλερτάρουν πάντοτε με την απογοήτευση και την παραίτηση. Όποιος αγαπάει, ρισκάρει.
Φαντάζομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ξαναθυμηθεί ότι είναι αριστερός και θα σκίζει μνημόνια από τη Δευτέρα το πρωί. Όσοι δεν είναι οπαδοί, εκτιμώ ότι θα είναι πιο φρόνιμο να βάλουν τα πράγματα κάτω και να σκεφτούν τι ακριβώς έχει πράξει στο παρελθόν, πώς έχει συμπεριφερθεί πολιτικά και τι υπόσχεται κάθε υποψήφιος από τα κόμματα της αριστεράς.
Το περιοδικό Recto/Verso περιέχει σύντομους αφορισμούς του Γιοσίντα Κένκο. Ανάμεσα σε άλλα ωραία, γράφει ότι κάποιος που μάθαινε τοξοβολία κρατούσε δύο βέλη στο χέρι του. Ο εκπαιδευτής όμως του είπε: «Ένας αρχάριος δεν πρέπει ποτέ να έχει και δεύτερο βέλος, επειδή, όσο ξέρει πως έχει ένα ακόμα, θα είναι απρόσεκτος με το πρώτο. Κανονικά κάθε φορά που ρίχνει πρέπει να σκέφτεται πως με αυτή τη βολή θα χτυπήσει τον στόχο και να μην έχει τίποτα άλλο στο μυαλό του έξω από αυτό». Δεν συμφωνώ. Δεν μπορώ παρά να φανταστώ αυτόν τον μαθητή να μη ρίχνει ποτέ, σαν άγαμος που περιμένει την ιδανική γυναίκα για να βρει σύντροφο και απλώς υποφέρει μόνος και βλέπει τα χρόνια να περνάνε. Η πραγματικότητα της ζωής μας είναι ότι πάντα θα ξαστοχούμε και θα ξαναπροσπαθούμε, πασχίζοντας να ξαναδημιουργήσουμε ευκαιρίες εκεί που όλα δείχναν τελειωμένα και αμετακίνητα. Αυτή είναι η τωρινή κατάσταση. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την ευκαιρία του και την έσυρε στη λάσπη. Όσοι παρέμειναν εκεί για να απολαύσουν κυβερνητικά ωφελήματα γλείφοντας εκεί που έφτυναν, καλώς το έπραξαν, ή έστω δικαίωμά τους ήταν, αλλά σίγουρα δεν είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο. Κατά τα λοιπά, κοιτάζουμε όλοι πού μπορεί ο καθένας να βρει έμπνευση και όρεξη για να συνεχίσει, μαζεύουμε τα κομμάτια μας και προχωράμε. Όπου βρίσκει ο καθένας το χαμόγελο και την αισιοδοξία ότι αυτό που κάνει εκεί αξίζει τον κόπο.