Η απόφαση των δύο σημαίνει ότι στις 27 και 28 Οκτωβρίου το Ανώτατο δικαστήριο της Βρετανίας θα εξετάσει εκ νέου την υπόθεση χωρίς επ’ ουδενί να δεσμεύεται από την πρωτόδικη απόφαση του Ιανουαρίου του 2021. Υπενθυμίζεται ότι η δικαστής Βανέσσα Μπαράιτσερ είχε δεχθεί πλήρως το σκεπτικό των ΗΠΑ, για τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να εκδοθεί ο Τζούλιαν Ασανζ για να δικαστεί με τον νόμο περί κατασκοπείας – με επαπειλούμενη την ποινή των 175 ετών φυλάκισης – αλλά είχε αναφέρει, τότε, στο σκεπτικό της, ότι ο Ασάνζ όντως κινδύνευε να αυτοκτονήσει αν τον εξέδιδαν στις ΗΠΑ, οπότε και αποφάσιζε τη μη έκδοση για λόγους ψυχικής υγείας.
Η απόφαση της Μπαράιτσερ στηριζόταν και σε στοιχεία και αποδείξεις που κατέθεσε ο καθηγητής νευροψυχιατρικής στο Κινγκς κόλετζ του Λονδίνου, Μάικλ Κόπελμαν, που το δικαστήριο της Τετάρτης θεώρησε ότι «είχε παραπλανήσει το δικαστήριο, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι ο Ασανζ είχε γίνει πατέρας δύο παιδιών όσο φυγοδικούσε». Ο δικαστής Χολρόυντ είπε ότι «επιδέχεται τουλάχιστον συζήτησης» αν η Μπαράιτσερ έκανε λάθος αποφασίζοντας με βάση την κατάθεση του ψυχιάτρου, και προσέθεσε ότι πρέπει να εξεταστεί και πάλι το θέμα της ψυχικής υγείας του Ασάνζ – κάτι που έχουν ζητήσει και οι ΗΠΑ.
Η απόφαση στηρίζεται σε τεχνικές λεπτομέρειες, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και δεν αποτελεί καλό οιωνό για όσα θα γίνουν τον Οκτώβριο. Κι αυτό γιατί η δικαστής Μπαράιτσερ έχει η ίδια πει ότι γνώριζε πως ο Κόπελμαν δεν της έδωσε τα στοιχεία για την σύντροφο και τα παιδιά του Ασανζ μέχρι τον Αύγουστο του 2020, γιατί οι ίδιοι ανησυχούσαν για την ακεραιότητά τους. Το είχε αποδεχθεί και βρει σωστό. Μόλις έγινε γνωστό ότι υπήρχε σύντροφος του Ασανζ, ο ίδιος ο καθηγητής, άλλωστε, κατέθεσε εξηγήσεις και μάλιστα διευκρίνιζε γιατί η πρώτη του κατάθεση δεν επιδεχόταν, παρ΄ όλα αυτά, άλλης ερμηνείας. Κοινώς, κανείς δεν παραπλάνησε κανέναν…
Στις λεπτομέρειες της απόφασης των δύο δικαστών, να αναφέρουμε ότι εξέτασαν και το αίτημα των ΗΠΑ σύμφωνα με το οποίο η πιθανή αυτοκτονία του Ασάνζ «θα είναι αποτέλεσμα λογικής και ηθελημένης προσωπικής απόφασης» (result of a rational and voluntary choice) και δε θα οφείλεται στην κράτησή του στα κολαστήρια των ΗΠΑ…
Παράλληλα το διμελές δικαστήριο δεν δέχθηκε να απαντήσει στο αίτημα των δικηγόρων του Ασάνζ, που επιθυμούν να εφεσιβάλλουν το σκεπτικό της απόφασης της Μπαράιτσερ, διότι απειλούν άμεσα, ως δεδικασμένα, την ελευθερία του Τύπου. Όπως είπε ο δικαστής Χολρόιντ, η σχετική απόφαση θα ληφθεί αφού πρώτα εκδικαστεί το αίτημα των ΗΠΑ…
Μιλώντας με τους δικηγόρους του, μετά την απόφαση, ο Τζούλιαν Ασάνζ δήλωσε ότι ο ψυχίατρος έπραξε καλώς αποκρύπτοντας την ύπαρξη των παιδιών του, καθώς «όφειλε, και νομικά, να τα προστατεύσει από κινδύνους» – τόσο ο ίδιος όσο και η σύντροφός του, Στέλα Μόρις, και τα παιδιά του δέχονται απειλές διαρκώς, ενώ δύο όπλα, με σβησμένους αριθμούς, έχουν βρεθεί στο σπίτι του Νταβίντ Μοράλες, του ανθρώπου που πλήρωσαν οι ΗΠΑ για να παρακολουθεί τον Ασανζ μέσα στην πρεσβεία του Ισημερινού, κι ο οποίος έκλεψε την πάνα ενός εκ των παιδιών του Ασανζ για να μπορέσουν οι αμερικάνοι να εξετάσουν το DNA του και που έχει παραδεχθεί ότι εξέταζαν μεθόδους εξόντωσής του μεσα στην πρεσβεία, και συζητούσαν πιθανή του δηλητηρίαση ή απαγωγή. Ο Μοράλες ήταν ο διευθυντής της Ισπανικής εταιρίας φύλαξης UC Global που χρημάτισαν και στην οποία έδωσαν δουλειές οι Aμερικάνοι.
Τις ίδιες επιφυλάξεις εξέφρασε και η σύντροφος του Ασανζ, μετά την απόφαση. «Το μόνο που δε συζητήθηκε στο δικαστήριο σήμερα είναι γιατί φοβάμαι για την ασφάλειά μου και για την ασφάλεια των παιδιών μου και για τη ζωή του Τζούλιαν» δήλωσε η Στέλα Μόρις, η οποία είναι νομικός. «Εδώ μιλάμε για τις ζωές μας. Έχουμε το δικαίωμα να υπάρχουμε. Έχουμε το δικαίωμα να ζήσουμε και έχουμε το δικαίωμα να δούμε αυτόν τον εφιάλτη να τελειώνει μια και καλή.»
Ο ιδρυτής των Wikileaks είναι φυλακισμένος, από το 2019, οπότε και τον εκδίωξαν από την πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Μπέλμαρς. Συνελήφθη για παραβίαση των όρων της αναστολής του και από τότε ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο στις ατέρμονες διώξεις τις οποίες έχει υποστεί και συνεχίζει να υπόκειται. Οι ΗΠΑ ζητούν την έκδοσή του με τις ψευδείς κατηγορίες της κατασκοπείας και του χακαρίσματος υπολογιστών, μη αποδεχόμενες τον δημοσιογραφικό του ρόλο.
Πριν λίγες εβδομάδες, ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας των αμερικάνων κατά του Ασάνζ, ο Ισλανδός χάκερ Σιγκουρντούρ Θόρνταρσον ή «Σίγκι ο χάκερ» παραδέχθηκε, δημοσίως και πλήρως, ότι η κατάθεσή του εις βάρος του ιδρυτή των Γουίκιλικς ήταν κατασκευή και ότι ο Ασάνζ «ποτέ δεν του ζήτησε να χακέψει οποιονδήποτε κυβερνητικό ιστότοπο ή οποιαδήποτε ιδιωτική εταιρία στην Ισλανδία».
Η μαρτυρία του Σίγκι ήταν η πιο ουσιαστική και σημαντική στην αμερικάνικη προσφυγή για την έκδοση του Ασάνζ. Κι αυτό γιατί «έλυνε» το πρόβλημα που είχε ο Ομπάμα για τη δίωξη του Ασανζ: τη δημοσιογραφική του ιδιότητα. Με την ψευδομαρτυρία του Σίγκι, αυτομάτως ο Ασάνζ μετατρέπονταν από δημοσιογράφος σε χάκερ και οι αποκαλύψεις του μετατρέπονταν σε «προϊόν εγκλήματος» που μπορούσε να διωχθεί με τον νόμο περί κατασκοπείας. Ειρήσθω εν παρόδω, η υπόθεση Σίγκι δεν ήταν δυνατόν να διέφυγε των δύο δικαστών που αγκάλιασαν το αμερικάνικο αίτημα έκδοσης.
Όταν είχαμε αναφερθεί στην περίπτωση Σίγκι, είχαμε γράψει ότι «η υπόθεση που κατασκεύασαν αρμονικά κατά του Ασάνζ όλοι μαζί, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπικάνοι, αποφασισμένοι να τον εκδικηθούν γιατί έφερε στο φως τα εγκλήματα των ΗΠΑ, έχει καταρρεύσει πλήρως», προσθέτοντας ότι η δίωξή του «είναι ξεκάθαρο πως αφορά το δικαίωμα των δημοσιογράφων – των μη πολιτών ΗΠΑ δημοσιογράφων – να αποκαλύπτουν τα εγκλήματα και τα ψεύδη των κυβερνήσεων».
Η νέα προσφυγή των ΗΠΑ και η επανεξέταση της υπόθεσης τον Οκτώβριο, αποτελούν ένα ακόμη δείγμα της πολιτικής Μπάιντεν που έρχεται να στηριχθεί, χωρίς καμμίαν ενοχή ή σκέψη, στην πολιτική Τραμπ. Από τη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή ως τον Ασάνζ, η κυβέρνηση Μπάιντεν, στο εξωτερικό των ΗΠΑ, ακολουθεί, συνεχίζει την ίδια πολιτική και χτίζει πάνω στις ακρότητες του Τραμπ χωρίς καν να κρύβεται (η χαρά δεν την αφήνει, προφανώς…).
Ένα από τα πιο ενδιαφέρονται και ενδεικτικά στοιχεία της βαθιά αντιδραστικής πολιτικής Μπάιντεν, είναι όσα κατέγραψε, για το θέμα, η Ντόιτσε Βέλε. Σύμφωνα με το γερμανικό δίκτυο, «δεν έγινε γνωστό ποτέ αν η Άγκελα Μέρκελ πίεσε για την απελευθέρωση του Ασανζ κατά την επίσκεψή της στην Ουάσιγκτον τον Ιούλιο… όπως της είχαν ζητήσει 120 [κορυφαίοι] πολιτικοί, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι της Γερμανίας με ανοικτή τους επιστολή». Ήταν η τελευταία επίσκεψη με την ιδιότητα της Καγγελαρίου που πραγματοποίησε στις ΗΠΑ η Μέρκελ – και στις «εξόδους» από την εξουσία, τα ανθρωπιστικά αιτήματα είναι συχνά, ως στερνά που θα τιμούν τα πρώτα. Κοινώς, είναι πολύ πιθανότερο η Μέρκελ να αναφέρθηκε στο θέμα, παρά να το απέφυγε. Η έλλειψη δηλώσεων – τύπου «όχι δε συζητήθηκε» – συνηγορεί ακόμη περισσότερο σε αυτό. Αν όντως έτσι έγινε, η σιωπή ήταν ενδεικτική των προθέσεων Μπάιντεν να συνεχίσει ως το τέλος το έργο του Τραμπ, δηλαδή ως την εξόντωση του Ασάνζ.
Ομοίως αναπάντητη έχει μείνει και η επιστολή της 10ης Αυγούστου – παραμονής της διαδικασίας στο βρετανικό δικαστήριο-, της Διεθνούς Αμνηστίας, με την οποία ζητείται από τις ΗΠΑ να πάρουν πίσω όλες τις καταγγελίες κατά του Ασάνζ. «Ο Ομπάμα ξεκίνησε την έρευνα εις βάρος του Τζούλιαν Ασάνζ. Ο Τραμπ τον δίωξε με συγκεκριμένες κατηγορίες. Είναι καιρός ο Πρόεδρος Μπάιντεν να κάνει το σωστό και να δώσει ένα τέλος σε αυτή τη φαρσοκωμωδία δίωξης», σημειώνουν. Καμμία τέτοια πρόθεση όμως δεν φαίνεται να υπάρχει.
Από τον Ιανουάριο, που ανέλαβε, και πολλοί περίμεναν ότι θα δώσει και την εντολή για την απόσυρση των κατηγοριών, μέχρι σήμερα, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει αγκαλιάσει πλήρως την πολιτική Τραμπ, και μαζί, όπως έχουν πει και ξαναπεί διακεκριμένοι νομικοί και δημοσιογράφοι, υπερασπιστές της Ελευθερίας του Τύπου και γνώστες των σχετικών συνταγματικών δεδομένων, έχει αγκαλιάσει την πιο επικίνδυνη άποψη, την άποψη που οδηγεί στην αποδοχή του ρόλου της όποιας κυβέρνησης να αποφασίζει εκείνη ποιός είναι αποδεκτός ως δημοσιογράφος και ποιός όχι. Την άποψη που οδηγεί σε ένα από τα λαμπρότερα πεδία του ολοκληρωτισμού.
Ήταν γνωστό ότι πολλοί Δημοκρατικοί και πολλοί προσκείμενοι σε αυτούς αναλυτές, έλεγαν, επί Τραμπ, ότι ο Ρεπουμπικάνος Πρόεδρος «έχει κηρύξει τον πόλεμο στην Ελευθερία του Τύπου». Από ότι φαίνεται ο πόλεμος αυτός συνεχίζεται και επί Μπάιντεν. Και οι κριτικοί του Τραμπ τώρα σιωπούν. Και ας είναι ο κίνδυνος πιο εμφανής και πιο απτός από ποτέ. Με πρώτο θύμα έναν από τους πιο ακέραιους δημοσιογράφους του πλανήτη, έναν άνθρωπο που του χρωστάμε την αποκάλυψη φρικτών εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου. Έναν άνθρωπο που ο εξεπσιοναλισμός της Αυτοκρατορίας θέλει να αποχαρακτηρίσει από δημοσιογράφο και εκδότη – πατώντας και στο γεγονός ότι δεν είναι αμερικανός πολίτης. Τον Τζούλιαν Ασανζ που στη νέα δίκη του θα κριθεί και πάλι το μέλλον όλων μας.
Το The Press Project θα είναι εκεί.