Η πρώτη στάση, Παρίσι, Λουτέτια. Εκεί που, έξω από ένα χασάπικο, πρωτοεμφανίζεται στο κόμικς ο Ιντεφίξ, να ακολουθεί τους ήρωές μας. Στάση για το ζαμπόν, το περίφημο Jambon de Paris, που αιώνες απολαμβάνουν σε απλά σάντουιτς οι παρίζιάνοι. Αν μπορείς να διαλέξεις, επιλέγεις το ροδαλό και ζουμερό Le Prince de Paris, με τη σφραγίδα του Πύργου του Αϊφελ ως διακριτικό, εγγύηση πως όλα όσα χρησιμοποιούνται, ακόμη και το αλάτι για το πάστωμα, είναι γαλλικά προϊόντα πρώτης. Χειροποίητο σε κάθε στάδιο παραγωγής, κομμένο σε λεπτές φέτες, πάντα σε θερμοκρασία δωματίου, αρκεί ένα καλό ψωμί κι ένα εξαίρετο βούτυρο για το παραδοσιακό σάντουιτς jambon beurre. Την πρώτη φορά επιλέγουμε να το καταναλώσουμε σε μια πλατεία κοντά στο αεροδρόμιο – πρεπει να προλάβουμε το Πάρκο Αστερίξ, για μια γουλιά μαγικό φίλτρο, πριν το άρμα μας, τύπου Twingο, μας οδηγήσει στο Καμακόρουμ, νυν Καμπραί, για τις περίφημες σάχλες, τις Bêtises de Cambrai.

 

Το Μενίρ, το Μενίρ, της ζωής σου ο Σωτήρ!”. Ολη η περιοχή γύρω από το Ερκύ είναι γεμάτη Μενίρ.

Η μετάφραση του “Bêtises” σε σάχλες αποτελεί μία από τις (πολλές) κορωνίδες της μετάφρασης του Αστερίξ. Η λέξη σημαίνει “ηλίθιο λάθος”, σάχλα, βλακεία ανευ λογου, στα γαλλικά. Οι σάχλες γεννήθηκαν από λάθος, όντως. Βραστή καραμέλα, δημιουργήθηκε το 19ο αιώνα, όταν ο γιός της οικογένειας Afchain, κατοίκων του Καμπραί, ανέλαβε να φτιάξει μια παρτίδα καραμέλες μέντας, έκανε μαντάρα τη συνταγή και εφηύρε τη νέα γαλλική παράδοση, τα Bêtises de Cambrai, που μπορεί η μαμά του να θεώρησε και χαρακτήρισε “βλακεία”, “σάχλα”, αλλά οι πελάτες λάτρεψαν.

Μιάμιση ώρα νότια, στη γοητευτική Ρεμς, οι ανυπότακτοι γαλάτες σταματούν να αγοράσουν κρασί. Κι εμείς το ίδιο. Στην καρδιά της περιοχής παραγωγής σαμπάνιας, θα ήταν ύβρις να μη σταματήσουμε – και διανυκτερεύσουμε. Μας φιλοξενεί ο “Θησαυρός της Καμπανίας”, μία κοπερατίβα των μικρών οίκων σαμπάνιας, που κάθε μπουκάλι κρύβει και μια οικογενειακή παράδοση αιώνων και αρκεί μια ερώτηση για να τη μάθεις. Όλα τα κρασιά, όμως, σερβίρονται και με το ποτήρι, αν καθήσεις να τα απολαύσεις πριν αγοράσεις. Βινταζ δεκαετίας σε προσφορά, με οκτώ ως δωδεκα ευρώ το ποτήρι, τιμές πάνω σε όλα τα μπουκάλια, ενα υπέροχο και τεράστιο πλατώ τυριών και αλλαντικών με 15 ευρώ, να χαρεις επί τόπου το καλό κρασί.

 

Η Λυών, το Λουγδουνουμ, είναι η αδιαμφισβήτητη γαστρονομική πρωτεύουσα της Γαλλίας. Η αγορά της ένα κόσμημα, προσφέρει και τα δύο προϊόντα στη λίστα μας, το σαλάμι Rosette de Lyon και τις κροκέτες quenelles Lyonaise. Ξηρό, πεντανόστιμο, πάντα σε λεπτές φέτες, που κάθε μια τους ζητάει μια γουλιά κόκκινο κρασί και μια φετούλα μπαγκέτα για να χαρίσει την ευτυχία, το σαλάμι-ροζέτα αξίζει μόνο του το ταξίδι στη Λυών. Το συναντάς στην αγορά από τα 20 ως τα 50 ευρώ το κιλό – στα 38 ευρώ το κιλό αυτό που αγοράσαμε, ήταν αριστούργημα, α-ρι-στού-ργη-μα, γεύση αξέχαστη, χοιρινό στα καλύτερά του. Οι κροκέτες μας άφησαν και τους δύο ασυγκίνητους, ομολογουμένως, αν και η εμπλουτισμένη ολαντέζ που σερβίρεται μαζί ήταν εξαιρετική.

Kατίνα, Σαλαμάκι (της Λυών)

 

Ο δρόμος για το Νότο – δρόμος προς τον Ηλιο, τον λένε οι γάλλοι- ήταν ακριβώς όπως στο κόμικς. Αντί αρμάτων αυτοκίνητα μα όλα τα υπόλοιπα ίδια: μποτιλιαρίσματα, κορναρίσματα, νεόπλουτοι επιδειξίες, ζέστη και ευλογίες που το twingo εχει καλό ερκοντίσιον. Σαλάτα Νισουάζ στη Νίκαια προστάζει το σενάριο όμως, δεν μπορείς να την παρακάμψεις. Ειδικά όταν η ακρίβεια της συνταγής έχει γίνει πεδίο μαχών.

Ντομάτες, κρεμμυδάκι φρέσκο, πιπεριά, καρδιά αγκινάρας, αυγό, ελιές, λάδι, ίσως αντζούγιες ή τόνος (μόνο ενα από τα δύο, προσοχή!), παντως όχι πατάτες και φασολάκια, λένε οι οπαδοί της παράδοσης, που αντιστέκονται στο νεωτερισμό των βραστών λαχανικών, κι ας τα πρόσθεσε γκοτζάμ Εσκοφιέ στην αρχική συνταγή. Τίποτε βραστό, πλην των αυγών, επιτάσσει ο Ζακ Μεντεσίν, κάποτε δήμαρχος της Νίκαιας και βασικός υπερασπιστής του δικαιώματος του λαού στην αυθεντική σαλάτα. Φαγητό των φτωχών, πλήρες γεύμα των εργατών το 19ο αιώνα, με βάση τις ντομάτες, “αυτή η σαλάτα είναι προϊόν του ήλιου και πρέπει να είναι ζωηρή και τραγανή, γλυκεια οσο και τα λαχανικά της Μεσογείου”, κατά τον δήμαρχο, που έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία του κύκλου προστασίας της αυθεντικότητας, του περίφημου οργανισμού Cercle de la Capelina d’Or, διώκτη της μαγιονέζας και του ξυδιού, εχθρού της βραστής πατάτας και του καλαμποκιού, και απάντων των νεωτερισμών που βάζουν σε κίνδυνο την σαλατική καθαρότητα.

Η Μασίλια, η Μασσαλία, έχει άλλη αυθεντικότητα αποφασίσει να προστατεύσει – μια αυθεντικότητα που έφερε κι εδώ τους ήρωές μας, γνωστότερη στο σπίτι μας, μετά από αυτή την περιπέτεια, ως “λαίλαπα της μπουγιαμπέσας”. Μια σουπίτσα που ξεκίνησε ως φαγητό των ψαράδων που ήρθαν εδώ στην αρχαιότητα, φτιαγμένη με τα ψαρια που’ναι όλο κόκκαλο ή σε μικρή ποσότητα στα δίχτυα, και δεν πουλιούνται εύκολα, έχει γίνει γαστρονομικός πόλος έλξης στο μεσογειακό λιμάνι.

 

Η αναζήτηση της αυθεντικότητας έχει πολύ υψηλή τιμή, καθώς πολύ λίγα εστιατόρια έχουν το δικαίωμα να την διαφημίζουν. Οι κριτικές για το Chez Fonfon διθυραμβικές, αυθεντικός και από το 1950 διάσημος για την την πιο παραδοσιακή μπουγιαμπέσα λένε όλοι… Κλείνουμε τραπέζι, Αστερίξ κι Οβελίξ είναι αυτοί, χαλάλι τα 53 ευρώ το πιάτο, θα πάρει ο ένας μας, θα πάρει κάτι φτηνό ο άλλος, να μη χαλάσουμε τη σειρά. Και πάμε, και μας βάζουν σε μία μη κλιματιζόμενη αίθουσα, κι έρχεται η σερβιτόρα και παραγγέλνουμε και μας ρωτάει αν θελουμε κρασί, και λέμε αν έχουν με το ποτήρι, και μας λέει ΟΧΙ αλλά “έχουμε μισή φυάλη στα 25 ευρώ το ταδε ταδε που ειναι καταπληκτικό”. Ας πάει και το παλιάμπελο λέμε, το ξέραμε ότι σήμερα θα μας πιάσουν και των δυό τα οπίσθια, ήταν προγραμματισμένο και στο μπλοκάκι των εξόδων ήδη γραμμένο, φέρτο το κρασί και θα προσπαθήσουμε να χαλαρώσουμε και να το ευχαριστηθούμε.

Έρχεται ένα αμους μπους, μας το πασσάρουν σαν “σαλάτα αγγουριού με φέτα”, και είναι προφανώς λευκό τυρί… Ακολουθεί η μπουγιαμπέσα, που συνοδεύεται από δύο υπέροχες σάλτσες, ενώ το έτερο πιάτο, η απλή ψαρόσουπα, έρχεται με σκόρδο ολόκληρες σκελίδες, να τις τρίβεις στα παξιμαδάκια, και με τυρί τυπου γραβιέρας τριμμένο (ναι, τυρί κι ψαρι στη νότια Γαλατία ταιριάζουν..).

Ψαρόσουπα, ανάλατη, αραιωμένη, πιθανώς ένα μερος μπουγιαμπέσα χτεσινή δύο μέρη νερό.. η μπουγιαμπέσα, επίσης ανάλατη, αλλά με χοντρό αλάτι δίπλα να προσθέτεις, ευτυχώς με γεύση ψαριού, ευτυχώς με φρέσκα ψάρια συνοδεία, αλλά σαφράνι δεν είχε. Με δυό ρωμιούς και 20 αμερικάνους στην αίθουσα, τι ποσοστό επισκεπτών να το καταλάβει, όμως;

Και ως εδω καλά. Τουριστοπαγίδα με ποιοτικό το βασικό προϊόν την ανέχεται του έλληνος ο τράχηλος. Την απάτη, όμως, όχι. Έρχεται η ώρα να φέρουν το λογαριασμό. Έρχεται η σερβιτόρα, πάει μπροστά από το κρασί και με ελλειπή θεατρική παιδεία αναφωνφωνεί: “Αααα, δε σας φέραμε μισή μποτίλια! Σας φέραμε ολόκληρη και την ήπιατε! Μισό λεπτό να αλλάξω το λογαριασμό!”.

Επ!! της λέω με όχι και τόσον γαλατική ευγένεια. Άσε το ύφος “αναπάντεχο κύριε Σημίτη μου!” και κάτω τα χέρια από το λογαριασμό. Το ανέκδοτο με το “το’φαγες” εγράφη εν Ελλάδι, δεν θα την πατήσουμε στη Μαρσίγια! Μας κατεβάζει στο αφεντικό, “δεν το έφαγαν” του λέει γαλλιστί, καλά λέει αυτός, μας δίνει τον παλιό λογαριασμό χωρίς δεύτερη κουβέντα και οι δρόμοι μας χωρίζουν.

Ο δικός μας μας βγάζει στις πλατείες του πετάνγκ. Για να βοηθήσουν τον Αστερίξ και τον Οβελίξ να την κοπανήσουν χωρίς να τους πάρουν πρέφα αυτοί οι τρελλοί οι ρωμαίοι, οι εντόπιοι ηρωικοί γαλάτες το ρίξανε στο Πετανκ (γαλλιστί Petanque), ή Μπουλ ή Μπότσε, δια τους ιταλομαθείς, ώστε οι ρωμαίοι να μη μπορουν να κουνήσουν διότι οι δρόμοι δεν οδηγούσαν πια ούτε στη Ρώμη ούτε καν στη Λουτέτια, όντας κλειστοί από τις μεγάλες μπίλιες του παιγνίου. Το πετάνκ, ένα πολύ ωραίο γαλατικό παιγνίδι, κάτι σαν το τάβλι του γαλάτη, το συναντάς παντού, αλλά στο Νότο πολύ περισσότερο. Φωτογραφίσαμε παίκτες στη Μασσαλία, στη Βρετάνη, στα πάρκα του Παρισιού… Και παίξαμε όπου μπορέσαμε, απολαμβάνοντας την κοινωνικότητα του παιχνιδιού.

Στην όμορφη και χαμηλού προφίλ Τουλούζη, με τους ευγενικούς και ζεστούς ανθρώπους, με μπρασερί που όλοι οι εργαζόμενοι χαμογελούν και σε νοιάζονται, με ωραίες μπύρες και με το λουκάνικο για το οποίο ταξίδεψαν ο Αστερίξ κι ο Οβελίξ ως εδώ, το ταξίδι ξαναβρήκε την ομορφιά του. Γενναιοδωρία και φιλοξενία και καλοσύνη, στην Τουλούζη… καλά, και λουκάνικο με πατάτες. To οποίον λουκάνικο, γαλλιστί Saucisse de Toulouse, είναι πικάντικο και λιπαρό, φτιαγμένο από παντσέτα – μερακλής ο τουλουζιανός… Επίσης, από δημιουργικής απόψεως, το λουκάνικο Τουλούζης σου αφήνει και μια ελευθερία, αφού τη γλίτωσε από τα Απελασιόν ντ’ Οριζέν και λειτουργεί αυτοδιαχειριστικά. Το χρησιμοποιούν κυρίως στο κασουλέ, αλλά δεν είμασταν για τόσο βαριά πράγματα μες στο κατακαλόκαιρο, οπότε το προτιμήσαμε στη σχάρα με πατατούλες τηγανιτές και μπύρα, σερβιρισμένο στην πλατεία του Καπιτωλίου. Και πολύ το ευχαριστηθήκαμε!

Μετά, Αζέν και δαμάσκηνα. Στο βιβλίο μου φαινόταν αδιανόητο να πηγαίνουν να αγοράσουν δαμάσκηνα. Μα, δαμάσκηνα; Κι όμως, δαμάσκηνα, γιατί δεν πρόκειται για κοινά δαμάσκηνα. Τι γεμιστά με ροκφόρ για πρώτο ή με τον ίδιο τους τον πολτό για κέρασμα, τι μες στο αρμανιάκ, τι σκεπαστά με σοκολάτα, και μαλιστα ροζ που είναι πολύ της μοδός στα γαστρονομικά… δαμάσκηνα ολκής, όχι πλήρως αποξηραμένα, τρυφερά, γλυκόξινα και πεντανόστιμα, με μιαν οσμή καραμέλας. Τρώμε της περασμένης σαιζόν,μαθαίνουμε τις καμμιά 50αριά κατηγορίες του δαμάσκηνου της Αζέν, βάσει χρώματος, υγρασίας, βάρους… Η περηφάνεια των παραγωγών συγκινητική και η αγάπη για τον τόπο τους ξεχειλίζει.

Στο Μπορντώ, ο Αστερίξ κι ο Οβελίξ πάνε για θαλασσινά και άσπρο κρασί (του Μπορντώ κι όχι μπορντώ). Στην κεντρική αγορά των Καπουτσίνων καθήσαμε και παραγγείλαμε τα σχετικά, μια ποικιλία για δύο σα να λέμε, και μας φέρανε το θαλασσινό άμπακο, και στρείδια, και άλλα κοχύλια, και σαλιγκάρια της θάλασσας, και γαρίδες και καραβίδες και καβουροδαγκάνες, σερβιρισμένα μέσα σε ένα τσίγκινο δοχείο καθισμενα πάνω σε ολόφρεσκα φύκια, και βουτυράκια αλμυρά και γλυκά και ψωμάκια φρυγανισμένα και κρασί άσπρο και ταιριαστό κι έγινε του δεμένου Κακοφωνίξ με 30 ευρώ συνολο λογαριασμου… Και μετά καφές και το γκαρσόνι, ευγενέστατο και ταχύτατο, να απορεί γιατί δεν ήπια όλο το δεύτερο κρασί μου. Οδηγώ σήμερα, του λέω. Με κοιτάει στα μάτια παραπονεμένα και μου λέει “Άι αμ σο σόγυ φο γιου” και το κολλητικό, χαρούμενο γέλιο απλώνεται σε όλη την πελατεία/παρέα, κυρίως γάλλοι, κάποιοι ισπανοί και μεις. Η διαφορά με την Μασσαλία ολοφάνερη.

Το πολυαγαπημένο ανυπότακτο χωριό δεν έχει όνομα. Είναι στην Αρμορική, τη Βρετάνη, τον τόπο των κελτών γαλατών, και μόνο σημάδι να το βρεις είναι ο χάρτης. Το σημερινό του όνομα είναι Ερκύ, κι ανήκει στην Α’ Εθνική της ωκεάνειας ωραιότητας και της γαλατικής περηφάνειας, χάρη στα παιδικά χρόνια του Ουντερζό.

Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, οι γονείς του Ουντερζό άφησαν το Παρίσι για το Ερκύ, ώστε να αποφύγουν να τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι (λόγω μέσερσμιτ). Εκεί ο μικρός Ουντερζό, δούλευε στις φάρμες, και ζαχάρωνε τα γαλατικά κορίτσια, ειδικά μία ξανθούλα με φλαμπαλάδες, και τα συναφή. Οταν λοιπόν του είπε ο Γκοσινύ ότι το χωριό του Αστερίξ πρέπει να είναι δίπλα στη θάλασσα και από κει και πέρα έχει το ελεύθερο στην περιοχή, αμέσως κι αυτομάτως το έβαλε στη Βρετάνη και μάλιστα στο Ερκύ, όπου πέρασανε ωραία, με όλη την παρέα, και τελικά δεν τους έπεσε και ο ουρανός στο κεφάλι…

Το Ερκύ ήταν ο τελευταίος μας προορισμός. Ομορφο και άξιο της φήμης του ως μικρό γαλατικό χωριό. Αμπωτη και παλίρροια, παραλία και γλάροι, ωραία κέλτικα μαγαζιά – ζητάς μια σαλάτα και όταν τη φέρουν καταλαβαίνεις γιατί ο Οβελίξ είναι ζουμπουρλούδικος… γεγονός που έχει δώσει λαβή σε υπέροχες σκηνές στο Αστερίξ, και που ξεκινά, ως γκαγκ, εδώ, στο Γύρο της Γαλατίας. Τρεις οι πρωτιές, λοιπον: η εμφάνιση του Ιντεφίξ, τα αστεία για τα κιλάκια του Οβελίξ και, βεβαίως, η πρώτη φορά που γίνεται αναφορά σε προηγούμενη περιπέτεια (Αστερίξ και το Χρυσό Δρεπάνι), όπου και πάλι το κυκλοφοριακό πρόβλημα του Παρισιού τους είχε κουράσει.

Εκείνο στο οποίο δεν υπάρχει, όμως καμμία αναφορά, είναι το πρώτο και κύριο εθνικό προϊόν της Γαλλίας, το τυρί. Καθόλου τυχαίο. Οι μεγαλοφυείς δημιουργοί απέφυγαν να βάλουν οποιοδήποτε γαλλικό τυράκι στη λίστα, ώστε να αποφευχθεί μέγιστος γαλλικός εμφύλιος, κάψιμο των τευχών του Αστερίξ δημοσίως, χτυπήματα κατακέφαλα με τυριά αντί για ψάρια και τα σχετικά. Όπως είπε και ο Ντε Γαλάτης (γαλλιστί ντε Γκωλ), άντε να βρεις άκρη εδώ με τα τυριά τους…. Οπότε ο αστερίξειος γύρος της Γαλατίας είναι άτυρος, αλλά ο αυθεντικός σημερινός, η βόλτα μας, είναι γεμάτη τυριά, μοναδικής ποιότητας, μικρής παραγωγής και ιδιαιτέρως φιλικά προς την μπαγκέτα.

Ιδανικός τόπος για μια ξενάγηση στο γαλλικό τόπο και τρόπο του Τυριού, η Αρβέρνη. Βασικό τουρ στην περιοχή είναι ο “Γύρος των Tυριών” (Tour de Fromage). Θέλει τρεις μέρες μόνος του, για τους φανατικούς (εκτός Κυριακής, που είναι όλα κλειστά). Εχει τυράκια απαστερίωτα (κρου τα λέει εδώ ο γαλάτης) και παστεριζέ, έχει και μερακλήδες σαλαμοποιούς/ τυροποιούς σε μικρά χωριά, που στολίζουν το μαγαζί με γκραν βραβεία, όπως εκείνος στο πανέμορφο Chaise Dieu που δε χάνεται με τίποτε. Μπαγκέτα ποιότητας από το φούρνο, και με 17 ευρώ φάγαμε το πιο ωραίο βραδυνό, με κατσικίσια τυριά (ένα ημέρας), σαλάμι ξηρό παλαιωμένο δικής του συνταγής (εδώ είναι που τα βραβεία πέσανε βροχή) και ντοματες από τον κήπο της φάρμας Moulin de Comtes στο Βιβερόλ, που ήταν το προσωρινό μας σπίτι.