του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη
Ο Κασίφ διώχθηκε από την «Επιτροπή Δεοντολογίας» του ισραηλινού κοινοβουλίου (Κνεσσέτ) με αποβολή για 45 ημέρες από τη βουλή και ακύρωση μισθού για δύο εβδομάδες «εξαιτίας των δηλώσεών του στα ξένα μέσα ενημέρωσης με τρόπο που συνδέει το Ολοκαύτωμα με την πολιτική της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του πολέμου».
Τον Απρίλιο του 2021 ο Κασίφ είχε δεχθεί επίθεση από αστυνομικούς σε μια διαμαρτυρία κατά των εξώσεων στην Ανατολική Ιερουσαλήμ. Σε συνέντευξή του στη Haaretz, ο Κασίφ είχε δηλώσει: «Διαφωνώ με την ιδεολογία και την πρακτική του σιωνισμού… είναι μια ρατσιστική ιδεολογία και πρακτική που υποστηρίζει την εβραϊκή υπεροχή». Αντίθετα, ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως μαρξιστής και σοσιαλιστής. Στο ερώτημα μας για την αφορμή γύρω από τη νέα δίωξή του, ο Ισραηλινός βουλευτής σχολιάζει:
«Κάτω από το προπέτασμα καπνού της σφαγής της Χαμάς και της επίθεσης του Ισραήλ στη Γάζα, υπάρχει δίωξη κάθε φωνής που δεν αποδέχεται την πολιτική της ισραηλινής κυβέρνησης. Δηλαδή μια φωνή που πρώτον αντιτίθεται στην επίθεση στη Γάζα και δεύτερον εκφράζει ενσυναίσθηση ή συμπάθεια για τους αθώους πολίτες στη Γάζα που είναι τα κύρια θύματα αυτής της επίθεσης. Είμαι λοιπόν ένας ακόμη από αυτούς που διώκονται. Πολλοί άνθρωποι συλλαμβάνονται, ανακρίνονται, διώχνονται από τις δουλειές και από τις σπουδές στα πανεπιστήμια μόνο και μόνο επειδή εξέφρασαν τη συμπάθειά τους για τους αθώους πολίτες που σκοτώνονται στη Γάζα ή επειδή αντιτάχθηκαν στον πόλεμο. Εγώ τέθηκα σε διαθεσιμότητα για 45 ημέρες από το κοινοβούλιο για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Έτσι, σε σύγκριση με άλλους, η δική μου μοίρα είναι σχετικά εντάξει, αλλά άλλοι διώκονται σοβαρά και συλλαμβάνονται ακόμη και γι’ αυτό».
«Δεν έχω μιλήσει σχετικά με αυτό με κανένα από τα άλλα κόμματα. Δυστυχώς, όπως συμβαίνει πάντα, η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων, συμπεριλαμβανομένης της λεγόμενης αντιπολίτευσης, απλώς ενώνουν τις δυνάμεις τους με την κυβέρνηση όπου υπάρχει πόλεμος. Έτσι, η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων στην Κνεσέτ, εκτός από εμάς, υποστηρίζουν τον πόλεμο. Και υποθέτω ότι πολλοί από αυτούς, δεν θα πω όλοι, καθώς όπως είπα δεν έχω μιλήσει με κανέναν, υποστηρίζουν την αναστολή μου και πιστεύουν ότι αυτό δεν είναι δίωξη. Αλλά φυσικά, κατά την άποψή μου, κάνουν λάθος και είμαι αρκετά σίγουρος ότι η ιστορία θα τους κρίνει αρνητικά. Αντίθετα η ιστορία θα μας κρίνει θετικά. Αυτό έχει ήδη συμβεί σε σχέση με άλλα περιστατικά στο παρελθόν του Ισραήλ. Δυστυχώς, δεν συμβαίνει επί του παρόντος, και θα πρέπει να περιμένουμε πολύ καιρό πριν συμβεί. Αλλά έτσι ήταν πάντα, δυστυχώς» απαντά για τη θέση των άλλων κομμάτων στην Κνεσέτ σχετικά με τη δίωξή του.
Στη συνέχεια ρωτήσαμε τον κ. Κασίφ πως αντιμετωπίζει το Ισραήλ τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα λαϊκά και ειρηνευτικά κινήματα, τον αραβικό πληθυσμό και τις άλλες θρησκείες στην επικράτειά του, αφού προηγουμένως σημειώσαμε πως η ισραηλινή κυβέρνηση συνηθίζει να παρουσιάζεται ως εγγυητής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε αντίθεση με τους γείτονές της.
«Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος της διακυβέρνησης, από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ μέχρι σήμερα, δεν ήταν πολύ ανεκτικό στις διαφορετικές φωνές, ειδικά όταν αυτές οι φωνές προέρχονταν από τη ριζοσπαστική αντιπολίτευση του αραβικού πληθυσμού. Από το 1948 έως το 1966, για παράδειγμα, οι Άραβες πολίτες του Ισραήλ βρίσκονταν υπό στρατιωτική κυριαρχία. Αυτό λοιπόν είναι ένα παράδειγμα. Τα αραβικά μέσα ενημέρωσης μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν πολύ περισσότερο υπό λογοκρισία και έλεγχο σε σχέση με τα εβραϊκά. Υπάρχει λοιπόν μια μακρά ιστορία που πηγαίνει πίσω στον μισαλλόδοξο χαρακτήρα των διαφόρων κυβερνήσεων απέναντι στην αραβική εθνική παλαιστινιακή μειονότητα και στη ριζοσπαστική αντιπολίτευση, ιδιαίτερα της αριστεράς» απαντά και συμπληρώνει:
«Η συγκεκριμένη κυβέρνηση είναι μια πλήρως φασιστική κυβέρνηση. Προσπάθησε να επιδιώξει ένα πραξικόπημα υπό τον ψευδεπίγραφο τίτλο της δικαστικής μεταρρύθμισης, ενώ ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά και ένας από τους κύριους σκοπούς αυτού του πραξικοπήματος ήταν να μετατρέψει στην πραγματικότητα το Ισραήλ σε μια δικτατορία στην οποία οι μειονότητες, πολιτικές και εθνικές, δεν θα έχουν βασικά δικαιώματα. Αφού το πραξικόπημα απέτυχε, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τώρα τη σφαγή που διέπραξε η Χαμάς ως προπέτασμα καπνού κάτω από το οποίο επιδιώκει τους ίδιους ακριβώς σκοπούς που προσπαθεί να επιτύχει με το πραξικόπημα και ακόμη περισσότερους. Έτσι, όπως είπα και προηγουμένως, η σημερινή κατάσταση στο Ισραήλ για τα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα δέχεται σοβαρή επίθεση. Τα πρώτα θύματα είναι οι Άραβες πολίτες και η αριστερή αντιπολίτευση. Δηλαδή αυτοί που αντιτίθενται στον πόλεμο και πιστεύουν ότι η ειρήνη είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ασφάλεια για όλους στην περιοχή, τόσο για τους Ισραηλινούς όσο και για τους Παλαιστίνιους».
Το καθεστώς Νετανιάχου δεν διώκει μόνο όσους προτάσσουν το σύνθημα της Αντίστασης για «νίκη από το ποτάμι ως την θάλασσα», αλλά κάθε φωνή που εναντιώνεται στις πολιτικές του. Ακόμα κι αν αυτό που απαιτεί είναι η «λύση των δύο κρατών», που προσδιορίστηκε στις Συμφωνίες του Όσλο. Ή ακόμα και αν είναι βουλευτής.
Η περίπτωση του Όφερ Κασίφ είναι ενδεικτική. Ο ίδιος καταδικάζει σε κάθε ευκαιρία τις ενέργειες που πραγματοποίησε στις 7 Οκτωβρίου η παλαιστινιακή Χαμάς. «Κατ’ αρχάς πρέπει να πω ότι η αφορμή για ό,τι συμβαίνει τώρα είναι προφανώς η σφαγή, το τρομερό έγκλημα πολέμου που διέπραξε η Χαμάς εναντίον αθώων πολιτών στο Ισραήλ. Αυτό ήταν σίγουρα το έναυσμα. Και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για αυτή τη σφαγή που διέπραξε η Χαμάς και από την οποία τα πάντα εξερράγησαν συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων πολέμου που διαπράττει το Ισραήλ αυτή τη στιγμή» σημειώνει.
Ο Κασίφ δεν ταυτίζεται και δεν δικαιολογεί, λοιπόν, τις δράσεις της οργάνωσης της παλαιστινιακής αντίστασης. Ωστόσο, επιμένει να αναλύει τα γεγονότα μέσα από το ευρύτερο πλαίσιο, που δημιουργεί η ισραηλινή κατοχή και αυτό είναι μη αποδεκτό από το σιωνιστικό καθεστώς. «Αν το αναλύσουμε, το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο -χωρίς καμία προσπάθεια να πούμε ή να υπονοήσουμε ότι υπάρχει δικαιολογία ή κατανόηση για τη σφαγή που διέπραξε η Χαμάς- είναι αυτό της συνεχιζόμενης κατοχής και της πολιορκίας της Γάζας. Επαναλαμβάνω δεν πρόκειται για δικαιολόγηση, αλλά για το πλαίσιο» προσθέτει στην ίδια απάντηση και συνεχίζει:
«Για πολλά χρόνια, όπως όλοι γνωρίζουμε, για σχεδόν έξι δεκαετίες, υπήρχε μια συνεχιζόμενη βίαιη θανατηφόρα κατοχή στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Για 16 χρόνια, υπήρχε μια συνεχιζόμενη πολιορκία της Γάζας, η οποία είχε μετατραπεί -όπως είχαμε προβλέψει παρεμπιπτόντως πριν από 20 χρόνια- στη μεγαλύτερη λεγόμενη ανοιχτή φυλακή στη γη. Αυτό λοιπόν είναι το πλαίσιο της σημερινής κυβέρνησης. Τα προγράμματα των ρατσιστών εποίκων υπό την αιγίδα του ισραηλινού στρατού κατοχής είχαν γίνει τους τελευταίους μήνες καθημερινότητα, ακόμη και επί 24ωρου βάσης. Αυτό το πλαίσιο της κατοχής και της πολιορκίας πρέπει να γίνει κατανοητό ως κάτι που περίμενε να ξεσπάσει και δυστυχώς ξέσπασε σε αυτή την τρομερή εγκληματική σφαγή στο νότιο Ισραήλ. Αλλά εκεί η ενοχή βαρύνει αυτούς που διέπραξαν το έγκλημα πολέμου στο νότιο Ισραήλ, τους τρομοκράτες της Χαμάς».
Τον ρωτήσαμε, επίσης, πως αντιμετωπίζει η κοινή γνώμη τις σφαγές του Ισραήλ, με τον ίδιο να απαντά πως «η συντριπτική πλειοψηφία στο Ισραήλ πιστεύει ότι για την έκρηξη και το φιάσκο που συνέβη στο νότο, που ουσιαστικά επέτρεψε να γίνει αυτή η σφαγή από τη Χαμάς, πλήρη ενοχή ή ευθύνη έχει ο Νετανιάχου και η κυβέρνησή του, επειδή παραμέλησαν το νότο, επειδή ήταν αλαζόνες, επειδή προτίμησαν να προστατεύσουν τους εγκληματικούς παράνομους οικισμούς στη Δυτική Όχθη και τα πογκρόμ εκεί. Έτσι, υπό αυτή την έννοια, υπήρξε μια σοβαρή κριτική στην κυβέρνηση Νετανιάχου. Και πιστεύω ότι μετά το τέλος αυτού του τρομερού πολέμου, ελπίζω πολύ σύντομα, η κυβέρνηση Νετανιάχου και ο ίδιος θα καταρρεύσουν».
Ωστόσο, σημειώνει πως «όσον αφορά την ίδια την επίθεση στη Γάζα, φοβάμαι ότι η μεγάλη πλειοψηφία την υποστηρίζει και δεν τη βλέπει ως σφαγή. Τονίζω, και θα συνεχίσω να το κάνω αυτό ακόμη και αν με έθεταν σε διαθεσιμότητα, γιατί είμαι υποχρεωμένος στην αλήθεια και στις αξίες με βάση τις οποίες εκλέχτηκα, που είναι οι αξίες της δικαιοσύνης, της ειρήνης και της ασφάλειας με βάση την ειρήνη, την ισότητα, τον τερματισμό της κατοχής και της πολιορκίας κλπ» και συνεχίζει:
«Έτσι, πρώτα απ’ όλα, το Ισραήλ διαπράττει μια σφαγή αυτή τη στιγμή. Η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων είναι αθώοι πολίτες από τους περισσότερους από 5.000 νεκρούς. Υπάρχουν περίπου 2.000 παιδιά. Αυτό είναι απαράδεκτο. Αυτό είναι ένα έγκλημα πολέμου και αυτό είναι μια σφαγή. Αλλά πέρα από την ηθική μου αντίρρηση για τον πόλεμο και για την πλειοψηφική άποψη που τον υποστηρίζει, τονίζω επίσης ξανά και ξανά ότι αυτό δεν θα προσφέρει ασφάλεια σε κανέναν, ούτε στους Παλαιστίνιους φυσικά, αλλά ούτε και στους Ισραηλινούς. Ο μόνος τρόπος για να πετύχουμε ασφάλεια, και αυτό προσπάθησα να πείσω τους συμπατριώτες μου, δυστυχώς μέχρι τώρα όχι με μεγάλη επιτυχία, αλλά θα συνεχίσω, είναι ότι ο καλύτερος τρόπος για να πετύχουμε ασφάλεια και, φυσικά, δικαιοσύνη, είναι ο τερματισμός της κατοχής και της πολιορκίας, η ίδρυση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ στα σύνορα του 1967. Και είμαι σίγουρος ότι αυτό θα συμβεί. Και είμαι σίγουρος ότι τελικά η κοινή γνώμη στο Ισραήλ θα καταλάβει ότι αυτή είναι η μόνη διέξοδος από αυτή την αιματοχυσία. Αλλά φοβάμαι ότι αυτό δεν θα γίνει ούτε αύριο ούτε σε ένα μήνα. Αυτό θα πάρει κάποιο χρόνο, δυστυχώς. Και στο μεταξύ άνθρωποι πεθαίνουν. Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι. Και αυτό είναι πολύ, πολύ οδυνηρό».
Το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ισραήλ επιμένει πως η λύση του παλαιστινιακού ζητήματος πρέπει να είναι πολιτική και όχι στρατιωτική. Η θέση αυτή μπορεί να αξιολογηθεί, αλλά δεν εμποδίζει τη στοχοποίηση από τις σιωνιστικές αρχές. Με βάση το παραπάνω, ρωτήσαμε τον κ. Κασίφ αν αυτό σημαίνει ότι η ισραηλινή κυβέρνηση δεν επιθυμεί, τελικά, καμία λύση.
«Εδώ και πολλά χρόνια, οι κυβερνήσεις Νετανιάχου, όλες και όχι μόνο αυτή η κυβέρνηση, πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να γίνει η λεγόμενη διαχείριση της σύγκρουσης, όπως την αποκαλούν, αντί της επίλυσής της. Φυσικά, εμείς λέγαμε εδώ και πολλά χρόνια ότι δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Και εμείς, σε κάποιο βαθμό, προβλέψαμε ότι τα πάντα θα εκραγούν, όχι βέβαια σε τέτοιο βαθμό, αλλά όλοι και εγώ ο ίδιος το είπα τόσες πολλές φορές και μάλιστα έγραψα τους τελευταίους μήνες κάτι σαν δέκα επιστολές στον υπουργό Άμυνας και είπα οι πολιτικές που διαπράττονται κατά των Παλαιστινίων εκτός από το ότι είναι άδικες θα σπρώξουν τους Παλαιστινίους στη γωνία και όλα θα εκραγούν. Το προειδοποίησα και το έγραψα τους τελευταίους εννέα ή δέκα μήνες από τότε που ιδρύθηκε η κυβέρνηση. Δυστυχώς, δεν έχω πάρει καμία απάντηση από τον υπουργό μέχρι σήμερα» απαντά.
«Είναι αλήθεια λοιπόν ότι η κυβέρνηση και οι προηγούμενες κυβερνήσεις Νετανιάχου δεν ήθελαν τη λύση γιατί πιστεύουν ότι μπορούν να διαχειριστούν την κατοχή. Τι συνέβη; Η σφαγή από τη Χαμάς και αυτό που συμβαίνει, η σφαγή που πραγματοποιεί τώρα το Ισραήλ αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει διαχείριση της κατοχής. Πρέπει να υπάρξει μια λύση και η μόνη λύση όπως είπα και πριν είναι μια λύση δύο κρατών στα σύνορα που ανέφερα προηγουμένως, ένα ανεξάρτητο και βιώσιμο Παλαιστινιακό κράτος, κυρίαρχο που θα περιλαμβάνει την Ανατολική Ιερουσαλήμ φυσικά ως πρωτεύουσά του. Αυτή είναι η μόνη λύση» συνεχίζει ο Όφερ Κασίφ .
«Η σημερινή κυβέρνηση είναι μια μεσσιανική κυβέρνηση, είναι μια φανατική κυβέρνηση. Πολλοί από τους υπουργούς πιστεύουν πραγματικά στον Αρμαγεδδώνα, ότι πρέπει να γίνει ένα είδος τεράστιου πολέμου μετά από τον οποίο ίσως έρθει ο Μεσσίας. Έτσι, ορισμένοι από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του Μπεν Γκβί, ο οποίος είναι ο υπουργός Εθνικής Ασφάλειας, και ο Σμότριχ και κάποιοι άλλοι, πιστεύουν πραγματικά ότι η Λωρίδα της Γάζας, για παράδειγμα, θα πρέπει να καταληφθεί εντελώς, ότι οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να απελαθούν ή τουλάχιστον να συγκεντρωθούν σε ένα μικρό μέρος της Λωρίδας, και ότι το Ισραήλ θα πρέπει να ξαναχτίσει τους οικισμούς. Είναι λοιπόν τρελό. Αυτό για αυτούς είναι μια λύση. Προφανώς, βέβαια, δεν είναι λύση. Είναι μια απειλή θανάτου για όλους τους εμπλεκόμενους, Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς. Αυτό πρέπει να αποτραπεί» καταλήγει.