του Θάνου Καμήλαλη
Αμφισβητώντας το status quo
Ίσως τα σημαντικότερα γεγονότα της χρονιάς που ολοκληρώνεται αφορούν εκλογικές αναμετρήσεις. Τα αποτελέσματα σε Βρετανία, ΗΠΑ, Ιταλία και Αυστρία είναι λίγο – πολύ γνωστά, ωστόσο οι συνέπειες τους παραμένουν άγνωστες και θα επηρεάσουν σημαντικά τις παγκόσμιες εξελίξεις. Νικητής σχεδόν όλων των σημαντικότερων εκλογικών μαχών αποδείχτηκε η αμφισβήτηση των ασκούμενων πολιτικών, η κοινωνική δυσαρέσκεια και η αντίθεση στο παγκόσμιο status quo.
Το δεύτερο εξάμηνο του 2016 οι πολιτικές εξελίξεις έμοιαζαν καταιγιστικές. Στις 23 Ιουνίου οι Βρετανοί προσήλθαν στις κάλπες για να επιλέξουν αν η χώρα τους θα παραμείνει ή θα αποχωρήσει από την Ε.Ε. Το αποτέλεσμα έμοιαζε αναπάντεχο λίγες μέρες πριν την ψηφοφορία. Με 51,9% το Brexit ήταν πλέον μία πραγματικότητα και προκάλεσε σοκ, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Μάλλον όχι ακριβώς «πραγματικότητα», δεδομένου ότι οι διαδικασίες για να αποχωρήσει τελικά το Ηνωμένο Βασίλειο από την Ε.Ε αναμένεται να διαρκέσουν περίπου 2 χρόνια. Το «Brexit» αποτέλεσε μία μεγάλη ήττα για όλο το κυρίαρχο πολιτικό κατεστημένο της Βρετανίας. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, οι Συντηρητικοί του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον και οι Εργατικοί του Τζέρεμι Κόρμπιν είχαν ταχθεί ανοικτά υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ήττα μοιάζει ακόμα βαρύτερη, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Κάμερον είχε ήδη καταφέρει να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους για τις σχέσεις της χώρας του με την Ε.Ε., ενώ ο Κόρμπιν προερχόταν από μία πανηγυρική εκλογή στην ηγεσία των Εργατικών, που προσέλκυσε στο κόμμα χιλιάδες νέα μέλη. Ωστόσο οι βρετανοί ψηφοφόροι είχαν άλλη άποψη
Από τη μία, η ψήφος υπέρ του Brexit ήταν μια ηχηρή απάντηση, ταξικού χαρακτήρα, σε ασκούμενες εδώ και δεκαετίες πολιτικές που άφησαν στο κοινωνικό περιθώριο χιλιάδες ανθρώπους. Από την άλλη όμως, η καμπάνια υπέρ του Brexit σημαδεύτηκε από ξενοφοβική ρητορική, εθνικιστικές κραυγές και ακροδεξιούς ηγέτες, όπως ο επικεφαλής του UKIP, Νάιτζελ Φάρατζ και ο πρώην δήμαρχος του Λονδίνου, Μπόρις Τζόνσον. Η ψήφος στο Brexit έφερε την παραίτηση του Ντέιβιντ Κάμερον, τη διαδοχή του από την Τερέσα Μέι, την εσωκομματική αμφισβήτηση του Τζέρεμι Κόρμπιν και αποτέλεσε αφετηρία για μία περίοδο αβεβαιότητας που παραμένει άγνωστο το πότε θα ολοκληρωθεί. Οι διαπραγματεύσεις Βρετανίας – Ε.Ε αναμένεται να είναι χρονοβόρες και σκληρές, η βρετανική κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν έχει ακόμα ολοκληρωμένο σχέδιο για την έξοδο, η Βρετανία συμμετέχει στα όργανα της Ε.Ε αλλά φαίνεται να έχει «διακοσμητικό» ρόλο και η Σκωτία, έχοντας ψηφίσει με ισχυρή πλειοψηφία υπέρ του Bremain, εξετάζει ξανά το ζήτημα της ανεξαρτησίας της. Η αναστάτωση αυτή φαίνεται ότι θα διατηρηθεί για χρόνια, άλλωστε οι συνέπειες του δημοψηφίσματος το πιθανότερο είναι να γίνουν κατανοητές κάποια χρόνια μετά την οριστική αποχώρηση της χώρας από την Ε.Ε.
Όταν οι Simpsons δικαιώθηκαν
Το 2000 η γνωστή τηλεοπτική σειρά «The Simpsons» απεικονίζει ένα μέλλον με πρόεδρο των ΗΠΑ τον Ντόναλντ Τραμπ και μάλλον κανείς τότε δεν φανταζόταν ότι η «προφητεία» θα βγει αληθινή. Ενώ η παγκόσμια πολιτική σκηνή δεν είχε προλάβει να συνέλθει από το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ έμοιαζαν με δεύτερο παγκόσμιο «χαστούκι». Το 2016 ήταν η χρονιά που το «φαινόμενο Τραμπ» βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας και ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος κατέληξε, από αουτσάιντερ με ελάχιστες πιθανότητες, στο κατώφλι του Λευκού Οίκου και στη θέση του «ισχυρότερου ανθρώπου στον κόσμο».
Η νίκη του Τραμπ μοιάζει να είναι άθροισμα πολλών διαφορετικών συμπτώσεων, λαθών και κοινωνικών συγκυριών. Κατ'αρχάς, τα δύο μεγάλα κόμματα των ΗΠΑ (που ουσιαστικά ανταγωνιζόνται μόνα τους κάθε τετραετία για την προεδρία) απέτυχαν παταγωδώς να βρουν κάποιον υποψήφιο για να αντισταθεί στις μισαλλόδοξη, παράλογη πολλές φορές εκλογική του καμπάνια. Ο Τραμπ δεν έμοιαζε ποτέ να έχει την εύνοια του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αλλά οι υπόλοιποι εσωκομματικοί του αντίπαλοι (π.χ. Τεντ Κρουζ, Μάρκο Ρούμπιο, Τζεμπ Μπους) αποδείχθηκαν εξαρχής κατώτεροι των περιστάσεων και «εύκολη λεία» για αυτόν.
Το σημαντικότερο λάθος όμως προήλθε από τους Δημοκρατικούς. Ενώ η ρητορική του Τραμπ καταδίκαζε το υπάρχον κυρίαρχο «σύστημα», που «κλέβει από τους αμερικανούς πολίτες για να ευνοούνται οι λίγοι και ισχυροί», οι Δημοκρατικοί επέλεξαν για τελευταία αντίπαλο του Τραμπ μία πολιτικό που συμβολίζει αυτήν ακριβώς τη συστημικότητα: τη Χίλαρι Κλίντον. Η Κλίντον αποδείχτηκε ο ιδανικός αντίπαλος για τον Τραμπ. Με εμπλοκή σε εγκλήματα πολέμου, σκάνδαλα διαφθοράς και δεκαετίες στα υψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια, η Κλίντον ήταν η προσωποποίηση ολόκληρου του συστήματος που ο Τραμπ υποσχόταν να καταπολεμήσει.
Συν τοις άλλοις, ακόμα και η μάχη για το χρίσμα των Δημοκρατικών ανάμεσα στην Κλίντον και τον γερουσιαστή του Βερμόντ, Μπέρνι Σάντερς, ήταν μία απόδειξη της «διεφθαρμένης Χίλαρι» όπως την αποκαλούσαν ο Τραμπ και εκατομμύρια ψηφοφόροι του. Όπως αποκάλυψαν τα emails της Κεντρικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος, που διέρρευσε το Wikileaks, στο εσωτερικό των Δημοκρατικών είχε στηθεί ένας ολόκληρος μηχανισμός για να διασφαλίσει τη νίκη της Χίλαρι απέναντι στον Σάντερς. «Στενές» σχέσεις με μεγάλα ΜΜΕ όπως οι NY Times, το CNN και η Politico, στρατηγικές υπονόμευσης του Σάντερς και πληρωμένοι διαδικτυακοί λογαριασμοί ήταν μερικές από τις μεθόδους που επιστρατεύτηκαν για να αντιμετωπιστεί το δεύτερο «φαινόμενο» των αμερικανικών εκλογών. Ο Μπέρνι Σάντερς ήρθε ουσιαστικά από το πουθενά, καθώς δεν ήταν μέλος των Δημοκρατικών, αλλά με «σοσιαλιστικές» (για αμερικανικά δεδομένα) απόψεις κατόρθωσε να κερδίσει εκατομμύρια υποστηρικτές. Όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι αυτός θα μπορούσε να είναι ο «εκλεκτός» που θα νικήσει τον Τραμπ. Οι Δημοκρατικοί όμως (κόμμα και ψηφοφόροι) επέλεξαν τη Χίλαρι. Και τελικά το πλήρωσαν.
Το τελικό χτύπημα στην υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον, μοιάζει σαν να δόθηκε από το…«φαινόμενο της πεταλούδας». Ένας στενός της συνεργάτης, ο Τζον Ποντέστα, αποφάσισε να κλικάρει ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έχει τίτλο «κάποιος ξέρει τον κωδικό σας» και φαινόταν να έχει αποστολέα την Google. H κίνηση του αυτή (που μοιάζει ανόητη για όποιον έχει στοιχειώδεις γνώσεις ίντερνετ) ίσως έκανε τη διαφορά στην αναμέτρηση για την προεδρία των ΗΠΑ. Σαν να μην έφταναν λοιπόν τα DNC leaks, το διάστημα πριν την τελική αναμέτρηση Κλίντον – Τραμπ το Wikileaks με μια σειρά από διαρροές έδωσε στη δημοσιότητα τα Podesta emails, που αποκάλυψαν νέα μυστικά της Χίλαρι Κλίντον. Για παράδειγμα, η παγκόσμια κοινή γνώμη έμαθε για «ιδιωτικές» ομιλίες μπροστά σε στελέχη της Goldman Sachs και άλλων πολυεθνικών, για τη χρηματοδότηση του ιδρύματος Κλίντον από στελέχη ξένων αυταρχικών κυβερνήσεων με αντάλλαγμα όπλα με τα οποία τους προμήθευε η Κλίντον ως υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, για σχέσεις με ΜΜΕ και πολλά ακόμα. Στις αρχές Νοεμβρίου η Κλίντον μπορεί να πήρε περισσότερες ψήφους από τον αντίπαλο της, αλλά το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ έβγαλε νικητή των Ντόναλντ Τραμπ
Ο Τραμπ νίκησε, αλλά πριν καν περάσει το κατώφλι του Λευκού Οίκου φαίνεται έτοιμος να αθετήσει κάθε φιλολαϊκή του υπόσχεση. Με το πιο πλούσιο υπουργικό συμβούλιο στην ιστορία των ΗΠΑ, στελέχη των μεγαλύτερων τραπεζικών ιδρυμάτων και κάθε λογής νεοφιλελεύθερους στο στενό του περιβάλλον, ο Τραμπ μοιάζει πλέον ο καλύτερος υπηρέτης του συστήματος που μέχρι πριν από δύο μήνες ορκιζόταν να καταστρέψει. Παράλληλα, η ρητορική του Τραμπ προκάλεσε μια ακροδεξία έξαρση στη χώρα. Η «alt – right» ιδεολογία, που χαρακτηρίζεται ως φασισμός με άλλο όνομα, εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα, με εκατομμύρια αμερικανούς να απαιτούν «τείχος στα σύνορα με το Μεξικό», ή απέλαση των μουσουλμάνων και περιορισμό της μετανάστευσης. Με τον ερχομό του 2017 λοιπόν, η μάλλον ισχυρότερη χώρα του κόσμου θα έχει επικεφαλής έναν άνθρωπο που θεωρείται ο «λιγότερο καταρτισμένος» και «πιο επικίνδυνος» πρόεδρος στην ιστορία της. Όχι ιδιαίτερα καλός οιωνός.
Ένα μήνα μετά τον Τραμπ, το ενδιαφέρον μεταφέρθηκε στη διπλή εκλογική μάχη σε Ιταλία και Αυστρία. Στην πρώτη, ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι στοιχημάτιζε την κυβέρνηση του σε ένα δημοψήφισμα για συνταγματική αναθεώρηση, που για μερίδα των ψηφοφόρων είχε τον χαρακτήρα της ψήφου εμπιστοσύνης στην Ευρώπη. Στην Αυστρία επαναλαμβάνονταν οι προεδρικές εκλογές, με υποψήφιους τον «πράσινο» Αλεξάντερ Φαν ντερ Μπέλεν και τον ακροδεξιό Νόρμπερτ Χόφερ. Κι εδώ τα προγνωστικά δεν επαληθεύτηκαν. Μπορεί στην Ιταλία το «Όχι» να ήταν το πιαθνότερο σενάριο, ωστόσο λίγοι είχαν προβλέψει μία τόσο μεγάλη νίκη των αντιπάλων του Ρέντσι (59,3%). Παράλληλα στην Αυστρία, ενώ ο Χόφερ ήταν φαβορί, ο Φαν ντερ Μπέλεν τελικά σημείωσε μία καθαρή επικράτηση, με 53,3%. Νίκη μόνο ως προς την κούρσα για την προεδρία βέβαια, γιατί το 46,7% του ακροδεξιού υποψηφίου δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί χαρμόσυνο νέο.
Αν μπορεί κανείς να συνοψίσει όλα τα παραπάνω αποτελέσματα σε μία μόνο φράση, αυτή ίσως είναι «το τέλος των εκπλήξεων». Αυτό δεν σημαίνει μάλλον ότι τα θεωρούμενα αουτσάιντερ θα πάψουν να επικρατούν, αλλά περισσότερο ότι θα πρέπει πλέον να πάψουμε να θεωρούμε τέτοια αποτελέσμα ως «εκπλήξεις». Το «Όχι» στο ελληνικό δημοψήφισμα του 2015 ήταν μία έκπληξη για πολλούς. Η απόφαση των Βρετανών πολιτών να εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και η επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στη μάχη για την προεδρία των ΗΠΑ αντιμετωπίστηκε με το ίδιο συναίσθημα, ενώ κάτι ανάλογο θα μπορούσε να υποστηριχθεί και για το μέγεθος της ήττας του Ρέντσι στην Ιταλία. Το συμπέρασμα μοιάζει πλέον ξεκάθαρο. Ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας είανι δυσαρεστημένο με τις ασκούμενες πολιτικές και το κάθε μορφής «Όχι» μοιάζει σχεδόν ενστικτώδης αντίδραση πλέον, ακόμα και αν σημαίνει βήμα προς το χειρότερο και πιο
επικίνδυνο (βλ.Τραμπ).
Η δημοσιογραφία των διαρροών σε πρώτο πλάνο
Τα τελευταία χρόνια οι σημαντικότερες δημοσιογραφικές αποκαλύψεις βασίζονται σε διαρροές χιλιάδων ή και εκατομμυρίων απορρήτων εγγράφων, μία παράδοση που συνεχίστηκε και το 2016. Τον Απρίλιο το Διεθνές Κονσόρτιουμ Ερευνητών Δημοσιογράφων έδωσε στη δημοσιότητα λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με περισσότερες από 214.000 υπεράκτιες εταιρείες που αναφέρονται από τον πάροχο εταιρικών υπηρεσιών του Παναμά Mossack Fonseca. Στους ιδιοκτήτες εταιρειών offshore σε φορολογικούς παραδείσους συγκαταλέγονται πέντε αρχηγοί κρατών (Αργεντινή, Ισλανδία, Σαουδική Αραβία, Ουκρανία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) καθώς και κυβερνητικοί αξιωματούχοι, στενοί συγγενείς και συνεργάτες αρχηγών των κυβερνήσεων σε πάνω από σαράντα άλλες χώρες. Στα ελληνικά ονόματα βρίσκονται επιχειρηματίες (Σωκράτης Κόκκαλής, Πάνος Γερμανός), δημοσιογράφοι (Γιώργος Τράγκας), ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θόδωρος Φέσσας και αρκετοί ακόμα (δείτε τη λίστα του TPP εδώ). Η διαρροή των Panama Papers προκάλεσε διεθνή κατακραυγή, διαδηλώσεις σε πολλές χώρες (όπως στη Βρετανία κατά του εμπλεκόμενου Ντέιβιντ Κάμερον), την παραίτηση του Ισλανδού πρωθυπουργού και δεσμεύσεις απο τις κυβερνήσεις για περιορισμό της δυνατότητας για τέτοιες δραστηριότητες (δεσμεύσεις που δεν έχουν γίνει πράξεις ωστόσο).
Σημαντικό ρόλο σε αποκαλύψεις είχε και το Wikileaks, που μάλιστα τη χρονιά που φεύγει γιόρτασε και τα 10 χρόνια από την ίδρυση του. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η αποκαλύψεις των email της Χίλαρι Κλίντον, της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών και του Τζον Ποντέστα βρέθηκαν κατά περιόδους στο επίκεντρο της παγκόσμιας δημοσιότητας, αποκαλύπτοντας το πραγματικό πρόσωπο της υποψήφιας προέδρου των ΗΠΑ. Εκτος από αυτά, το Wikileaks διέρρευσε εσωτερικά emails από το κυβερνών κόμμα της Τουρκίας, AKP, απόρρητα διπλωματικά έγγραφα από την αμερικανική πρεσβεία στην Υεμένη που αποκαλύπτουν παρεμβάσεις των ΗΠΑ στον εμφύλιο της χώρας, τη συνομιλία Τόμσεν – Βελκουλέσκου για την ελληνική διαπραγμάτευση και τα email του τούρκου υπουργού Ενέργειας και γαμπρού του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, Μπεράκ Αλμπαϊράκ. Μάλιστα από το 2016 το TPP είναι κι επίσημα συνεργάτης του Wikileaks, με πρόσβαση σε έγγραφα πριν ακόμα δημοσιευτούν και με ενεργό ρόλο στις αποκαλύψεις για τις σχέσεις της οικογένειας Ερντογάν με το εμπόριο πετρελαίου του ISIS και τον μηχανισμό προπαγάνδας της τουρκικής κυβέρνησης.
Διατλαντικές εμπορικές συμφωνίες: Νίκες και ήττες
Οι διατλαντικές συμφωνίες εμπορίου, όπως η TTIP, TPP, TISA και CETA είναι από τα πλέον αμφιλεγόμενα ζητήματα παγκοσμίως, με ισχυρούς υποστηρικτές και έκατομμύρια εχθρούς.Αν και οι υπέρμαχοι υπόσχονται νέες θέσεις εργασίας και μείωση των εμπορικών δασμών, οι εμπορικές αυτές συμφωνίες έχουν επικριθεί παγκοσμίως αφού σύμφωνα με τα κείμενα που έχουν διαρρεύσει χαλαρώνουν τους περιορισμούς με τους οποίους δεσμεύονται οι πολυεθνικές εταιρείες, ενώ το περιεχόμενο των διατλαντικών συμφωνιών παραμένει εν πολλοίς άγνωστο. Πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν μαζέψει περισσότερες από 3 εκατ. υπογραφές κατά της TTIP. Τον Φεβρουάριο υπογράφηκε η TPP, η εμπορική συμφωνία μεταξύ 12 χωρών του Ειρηνικού (Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδά, Μεξικό,Περού, Χιλή, Νέα Ζηλανδία , Αυστραλία, Σιγκαπούρη, Μαλαισία, Μπρουνέι, Βιετνάμ, Ιαπωνία), που αντιστοιχούν στο 40% της παγκόσμιας οικονομίας. Για να εφαρμοστεί όμως, θα πρέπει να εγκριθεί από τα Κοινοβούλια των χωρών, κάτι που για τη Γερουσία των ΗΠΑ, για παράδειγμα, είναι ακόμα αμφίβολο.
Τον Οκτώβριο υπογράφηκε η πρώιμη μορφή της CETA, της διατλαντικής συμφωνίας εμπορίου μεταξύ Ε.Ε και Καναδά. Σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για τη CETA διαδραμάτισε η Βαλονία, ένα κρατίδιο του Βελγίου που εξέφρασε πολλές αντιρρήσεις σε βασικούς όρους της συμφωνίας, δεχόμενη σφοδρές πιέσεις από την κυβέρνηση του Βελγίου, τον Καναδά και τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ε.Ε. Αν και η Βαλονία τελικά είπε το «ναι» στη συμφωνία, κατάφερε προς το παρόν τουλάχιστον να περάσει τις «κόκκινες γραμμές» της, όπως επιπλέον προστασία για τα γωργικά προϊόντα. Η σημαντικότερη νίκη της Βαλονίας πάντως σίγουρα είναι ότι ο θεσμός των ιδιωτικών δικαστηριών στα οποία θα μπορούν να προσφεύγουν οι πολυεθνικές εταιρείες αν έχουν διαφορές με ένα κράτος, δεν βρίσκεται στην πρώτη έκδοση της CETA. Για να τεθεί σε εφαρμογή η συμφωνία, θα πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα Κοινοβούλια του Καναδά και των κρατών μελών της Ε.Ε.
Ωστόσο μπορεί υποθέσεις των CETA και TPP να προχώρησαν, αλλά φαίνεται ότι οι δύο πιο επικίνδυνες σύμφωνα με τις αναλύσεις για την Ελλάδα συμφωνίες, η TTIP και η TiSA, αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια. Οι διαρροές των δύο συμφωνιών, μία εκ των οποίων έγινε το 2016 από την Greenpeace, ενίσχυσαν το μαζικό κύμα διαμαρτυρίας και πλέον θέτουν εν αμφιβόλω την εφαρμογή τους. Ενδεικτικό είναι ότι η υπογραφή της TTIP, της αντίστοιχης CETA για τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., ήταν βασικός στόχος της προεδρίας Ομπάμα για το 2016, αλλά δεν κατέστη δυνατή. «Οι διαπραγματεύσεις για την TTIP απέτυχαν» παραδέχτηκε ο γερμανός αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ το περασμένο καλοκαίρι.
Τουρκία: Ένα αποτυχημένο κι ένα επιτυχημένο πραξικόπημα
Το βράδυ της 15ης Ιουλίου εμφανίζονται σε διεθνή ΜΜΕ οι πρώτες ενδείξεις ότι στην Τουρκία βρίσκεται σε εξέλιξη πραξικόπημα κατά της κυβέρνησης του προέδρου Ερντογάν. Οι συγκρούσεις σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη, ο στρατός στους δρόμους, ο βομβαρδισμός του κοινοβουλίου και του προεδρικού μεγάρου και το αεροπορικό ταξίδι – σήριαλ του Ερντογάν συνθέτουν ένα δραματικό σκηνικό. Η απόπειρα πραξικοπήματος όμως όσο ξαφνικά άρχισε έτσι τελείωσε, με πιθανό σημείο καμπής ένα μήνυμα του Ερντογάν στους υποστηρικτές του μέσω κινητού και της εφαρμοφής Facetime, που αναμεταδόθηκε από το CNN Turk. Κορυφαίοι στρατιωτικοί συνελήφθησαν, ωστόσο οι απόψεις για τον πραγματικό «εγκέφαλο» της απόπειρας πραξικοπήματος ποικίλουν. Οι υποστηρικτές του Ερντογάν δείχνουν τον εξόριστο στις ΗΠΑ ιμάμη, Φετουλάχ Γκιουλέν και το κίνημα του, από την άλλη όμως ιδιαίτερα δημοφιλής (αν και χωρίς αποδείξεις) είναι και η άποψη ότι το πραξικόπημα ήταν «σκηνοθετημένο» από τον ίδιο τον Ερντογάν, για να εμφανιστεί ως υπερασπιστής της δημοκρατίας.
Τις αμέσως επόμενες μέρες, ξεκίνησε το «αντιπραξικόπημα» του Ερντογάν, όπως το περιέγραψαν μεγάλα διεθνή ΜΜΕ. Μαζικές συλλήψεις στρατιωτικών, δημοσιογράφων και πολιτών, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και εκπαιδευτικών ήταν από τα πρώτα μέτρα του τούρκου προέδρου, που δείχνει πλέον ο απόλυτος κυρίαρχος της χώρας. Θύματα των «εκκαθαρίσεων» της τουρκικής διοίκησης αποτέλεσαν πάνω από 45.000 στρατιωτικούς αξιωματούχους, αστυνομικούς, διοικητές και οι δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι συνελήφθησαν ή παύθηκαν, συμπεριλαμβανομένων 2.700 δικαστών, 15.000 καθηγητών όπως και κάθε πανεπιστημιακός κοσμήτορας της χώρας. Οι διώξεις συνεχίστηκαν και τους μήνες μετά το πραξικόπημα, με αποκορύφωμα τη φυλάκιση του επικεφαλής του φιλοκουρδικού κόμματος HDP, Σελαχεντίν Ντεμιρτάς και των άλλων βουλευτών του κόμματος τον περασμένο Νοέμβριο. Σαν να μην έφτανε η κυριαρχία του στην τουρκική πολιτική σκηνη και η εξόντωση των πολιτικών του αντιπάλνω, τις πρώτες ημέρες του 2017, ο Ερντογάν θα διεκδικήσει επάξια τον χαρακτηρισμό του «σουλτάνου» στην Τουρκία, καθώς βρίσκεται αυτές τις μέρες σε εξέλιξη η συζήτηση στο τουρκικό κοινοβούλιο για τη συνταγματική αναθεώρηση, που θα δώσει νέες εξουσίες στον πρόεδρο της χώρας.
Και η Ελλάδα;
Στη χώρα μας, μετά τις καταιγιστικές και αναπάντεχες εξελίξεις του 2015, τη χρονιά που πέρασε τα πράγματα επέστρεψαν σε μία μνημονιακή κανονικότητα. Η πολιτική ζωή της χώρας συμπυκνώνεται μάλλον στο τρίπτυχο Διαπραγμάτευση – Προαπαιτούμενα – Eurogroup, που επαναλαμβανόταν καθόλη τη χρονιά σε ένα ατέλειωτο μοτίβο. Ενδεικτικό είναι ότι οι συζητήσεις για την πρώτη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2015 και η αξιολόγηση ολοκληρώθηκε ακριβώς έναν χρόνο μετά, όταν ψηφίστηκαν τα τελευταια προαπαιτούμενα και η Ελλάδα έλαβε την τελευταία προβλεπόμενη υποδόση. Αμέσως μετά ξεκίνησε η δεύτερη αξιολόγηση, που δεδομένων των εξαιρετικά σκληρών απαιτήσεων των πιστωτών μοιάζει αρκετά δύσκολο να ολοκληρωθεί το προσεχές διάστημα.
Στο μεταξύ όμως, το τρίτο μνημόνιο εμπλουτίστηκε και έγινε πιο συγκεκριμένο σχετικά με τους στόχους και τα μέτρα που επιβάλλει. Στις 18 Απριλίου το TPP σε συνεργασία με το Forbes διέρρευσαν το «Μνημόνιο 3,5» δηλαδή την αναθεωρημένη έκδοση του τρίτου μνημονίου, που ήταν αποτέλεσμα της τότε επτάμηνης διαπραγμάτευσης Ελλάδας – θεσμών. Ένα μήνα αργότερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έφερε ένα ογκώδες πολυνομοσχέδιο στη Βουλή, με το οποίο ίδρυσε τρεις εντελώς ανεξάρτητους θεσμούς με σημαντικές αρμοδιότητες στα οικονομικά της χώρας: Το Υπερταμείο Ιδιωτικοποιήσεων, την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και τον Μηχανισμό δημοσιονομικής προσαρμογής («κόφτη» δαπανών), του οργάνου δηλαδή που απειλεί με «συνταγματοποίηση» της λιτότητας.
Μετά από ακόμα μία περίοδο σχετικής ηρεμίας και διαπραγματεύσεων πίσω από κλειστές πόρτες, τον τελευταίο μήνα του 2016 το «ελληνικό δράμα» επανήλθε στο επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας. Πρώτα με την απόφαση του Eurogroup στις αρχές του μήνα, όπου γίνεται ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα δεσμεύεται σε πλεονάσματα 3,5% «μεσοπρόθεσμα» μετά το 2018 κι έπειτα με την «περιπέτεια» με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που δόθηκαν στην κυβέρνηση αλλά «πάγωσαν» μετά το επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους. Σταθερός παράγοντας σε όλα αυτά, οι διαφωνίες μεταξύ Ελλάδας – Ευρωζώνης και ΔΝΤ για το χρέος και τους στόχους του προγράμματος και η αναποφασιστικότητα του ΔΝΤ για το αν θα συμμετέχει ενεργά στο ελληνικό πρόγραμμα.
Αναμένοντας το 2017
Το μομέντουμ των σημαντικών εξελίξεων που ξεκίνησε το 2016 μοιάζει απίθανο να κοπάσει το νέο έτος. Το ελληνικό αδιέξοδο κυρίως μεταξύ των δανειστών της χώρας συνεχίζει να στοιχειώνει τις διαπραγματεύσεις. Η έδρα των κρίσιμων εκλογκών αναμετρήσεων μεταφέρεται πρώτα στη Γαλλία, την ερχόμενη άνοιξη κι έπειτα στη Γερμανία το φθινόπωρο. Η θητεία του Τραμπ και οι συζητήσεις για το Brexit βρίσκονται ακόμα στην αφετηρία τους. Το προσφυγικό και ο πόλεμος στη Συρία παραμένουν άλυτα ζητήματα. Για άλλη μία φορά αποδεικνύεται η αστοχία του Φουκουγιάμα, που το 1989 προέβλεψε το «τέλος της ιστορίας». Η ιστορία γράφεται, μέρα με τη μέρα, μπροστά στα μάτια μας.