Ο αγώνας των λαών για την ειρήνη, για την αποτροπή του πολέμου, αποκτά υπαρξιακό χαρακτήρα. Ο αντιμιλιταρισμός ενάντια σε όλους τους εθνικισμούς, είναι αναγκαστικά στην καρδιά οποιασδήποτε αριστερής παρέμβασης στη συγκυρία.

Στο προηγούμενο άρθρο μου (Πόλεμος και οικονομία, https://thepressproject.gr/polemos-kai-oikonomia/ ), προκειμένου να δείξω την στάση των καθεστωτικών  οικονομολόγων απέναντι στην προοπτική των αυξημένων πολεμικών δαπανών, αναφέρθηκα και στον Μάρτιν Γουλφ, τον διάσημο αρθρογράφο των Financial Times, ο οποίος αποτελεί έναν από τους φιλελεύθερους γκουρού του νεοκεϋνσιανισμού μαζί με τον Πολ Κρούγκμαν, τον Τζόζεφ Στίγκλιτς και τον Λάρι Σάμερς, μεταξύ άλλων. Ίσως είναι καλό να δώσω μια πιο αναλυτική παρουσίαση της άποψής του. Γράφει, λοιπόν, ο Γουλφ:

«Οι δαπάνες για την άμυνα είναι αναγκαίο να αυξηθούν ουσιωδώς. Σημειώστε ότι, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, αυτές αποτελούσαν το 5% και περισσότερο του βρετανικού ΑΕΠ. Σήμερα δεν είναι απαραίτητο να φτάσουμε στα ίδια επίπεδα: η σύγχρονη Ρωσία δεν είναι Σοβιετική Ένωση. Χρειάζεται, ωστόσο, [σημαντική αύξησή τους] […][Φυσικά], αν είναι οι αμυντικές δαπάνες να αυξηθούν σημαντικά, οι φόροι πρέπει να αυξηθούν, εκτός και αν η κυβέρνηση μπορεί να πραγματοποιήσει επαρκείς περικοπές».

Δεν υπάρχει, ωστόσο, λόγος ανησυχίας. «Το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί ρεαλιστικά να περιμένει οικονομική απόδοση από τις επενδύσεις στην άμυνα […] Το κρίσιμο σημείο είναι ότι η ανάγκη να δαπανήσουμε περισσότερο για την άμυνα πρέπει να ιδωθεί ως κάτι περισσότερο από αμυντική αναγκαιότητα και, επίσης, περισσότερο από κόστος, αν και είναι σωστά και τα δύο. Αν γίνουν με τον σωστό τρόπο, είναι, επίσης, μια οικονομική ευκαιρία».

Συμπέρασμα: «Αν η Ευρώπη δεν κινητοποιηθεί γρήγορα για την δική της άμυνα, η φιλελεύθερη δημοκρατία [θα βρεθεί σε θανάσιμο κίνδυνο]. Η εποχή μας αποπνέει κάτι από τη δεκαετία του 1930. Αυτή την φορά, όμως, οι ΗΠΑ φαίνεται να βρίσκονται στη λάθος πλευρά».

Με λίγα λόγια, ο Γουλφ ισχυρίζεται ότι οι πολεμικές -και όχι αμυντικές- δαπάνες είναι αναγκαίες για την αποτροπή της Ρωσίας, αλλά και γιατί μπορούν να αποτελέσουν οικονομική ευκαιρία. Η κεϋνσιανή νότα, είναι εδώ απολύτως εμφανής: η χρόνια στασιμότητα -ο Σάμερς μιλάει για secular stagnation, ως δομικό χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής οικονομίας, σήμερα- μπορεί να καταπολεμηθεί και με την αύξηση των πολεμικών δαπανών.

Οι κεϋνσιανοί και ο πόλεμος

Η θεμελιώδης ιδέα, που συγκροτεί την οικονομική θεωρία του Κέυνς είναι ότι η καπιταλιστική οικονομία δεν οδεύει αναγκαστικά προς την ισορροπία, όπως ισχυρίζονται οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι, οι οποίοι θεωρούν πως η ελεύθερη αγορά οδηγεί πάντοτε στο βέλτιστο αποτέλεσμα.

Ακόμη, όμως, κι αν επέλθει ισορροπία, αυτή, σύμφωνα με τον Κέυνς, δεν είναι, αναγκαστικά βέλτιστη. Έτσι, μπορούμε να έχουμε -και, συνήθως, αυτό συμβαίνει- ισορροπία στις αγορές, ενώ υπάρχει τόσο ανεργία όσο και αναξιοποίητο κεφάλαιο. Ο λόγος είναι ότι η ενεργός ζήτηση δεν είναι επαρκής, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αυξήσουν την παραγωγή τους, απασχολώντας και την υπερβάλλουσα, στις συγκεκριμένες συνθήκες, εργασία. Αντιθέτως, και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν αργούσα παραγωγική δυναμικότητα, παράγουν, δηλαδή, λιγότερο, ή και πολύ λιγότερο από αυτό που τους επιτρέπουν οι εγκαταστάσεις και οι μηχανές τους. Η λύση, λοιπόν, είναι προφανής: εφόσον η αποτελεσματική συνολική ζήτηση είναι ανεπαρκής δεν έχουμε παρά να την αυξήσουμε. Αυτό μπορεί να γίνει, για παράδειγμα, με την πρόσληψη των ανέργων από την κυβέρνηση. Τότε το εισόδημά τους, μετατρεπόμενο σε κατανάλωση, θα αυξήσει τη ζήτηση για το προϊόν των επιχειρήσεων και, με αυτό τον τρόπο, θα αυξήσει και την παραγωγή. Πράγμα, που θα έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, στο μέτρο που, σε δεύτερο χρόνο, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων θέτοντας σε κίνηση τον ενάρετο κύκλο της ανάκαμψης και της ανάπτυξης. Τόσο, που, υπό συνθήκες, μπορεί να ανοίξει επαρκής αριθμός θέσεων εργασίας, ώστε να απασχοληθούν στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και οι εργάτες, που αρχικά, είχαν προσληφθεί από το κράτος.

Είναι τόσο σημαντική η διαχείριση της συνολικής ζήτησης, ώστε η αύξησή της είναι ωφέλιμη ακόμα κι αν, για να χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του ίδιου του Κέυνς, το κράτος βάζει τους ανέργους να σκάβουν τρύπες και, στη συνέχεια, να τις γεμίζουν πάλι. Φτάνει που αποκτούν εισόδημα, ώστε να αυξήσουν την κατανάλωση, άρα και τη ζήτηση.

Τμήμα της συνολικής ζήτησης, βέβαια, είναι και η επένδυση. Εδώ, η παρέμβαση του κράτους μπορεί να είναι τέτοια, ώστε να ενισχύει την ιδιωτική επένδυση χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τη δημόσια επένδυση. Προκειμένου, μάλιστα, να αντιμετωπιστούν τα εγγενή προβλήματα της ανάληψης επενδύσεων από τις επιχειρήσεις, ο Κέυνς έφτασε να προτείνει ακόμη και την «κοινωνικοποίηση» των επενδύσεων.

Αυτά έχει υπόψη του ο Γουλφ, όταν διακηρύσσει ότι οι πολεμικές δαπάνες μπορούν να έχουν θετικές αποδόσεις για την οικονομία. Στην πραγματικότητα, η αύξηση της δαπάνης, που αντιπροσωπεύουν οι αυξημένες πολεμικές «επενδύσεις», έχει τη δυνατότητα να θέσει σε κίνηση τομείς της οικονομίας, που βρίσκονται σε δυσπραγία. Εδώ, σύμφωνα με τον Κέυνς έχουμε την εφαρμογή της αρχής του πολλαπλασιαστή -επιταχυντή. Οι τεχνικές λεπτομέρειες, ωστόσο, δεν χρειάζονται για την κατανόηση του βασικού επιχειρήματος.

Οι κεϋνσιανοί, χρησιμοποιούν συχνά, ως μελέτη περίπτωσης την Μεγάλη Ύφεση του 1929 και τις απαντήσεις σε αυτήν -ιδίως την πολιτική του New Deal, που εφάρμοσε η κυβέρνηση των ΗΠΑ, υπό τον Ρούσβελτ. Το παρακάτω διάγραμμα, που παρουσιάζει την πορεία του αμερικανικού ΑΕΠ, στα χρόνια μετά το 1929, συνιστά ένα βασικό τους επιχείρημα.

 

Όπως φαίνεται, την κατάρρευση του χρηματιστηρίου ακολούθησε ύφεση, η οποία έριξε το ΑΕΠ κατά 25%, περίπου, για να επανακάμψει το 1937. Αυτό που παρατηρούμε, ωστόσο, είναι πως η ανάκαμψη, μέχρι την έναρξη του πολέμου είναι εξαιρετικά ήπια. Δεν ήταν, λοιπόν, το New Deal, αλλά ο ίδιος ο πόλεμος, που της έδωσε πραγματική δυναμική και έστρωσε το δρόμο για τα μεταπολεμικά «ένδοξα χρόνια» του μητροπολιτικού καπιταλισμού.

Οι μαρξιστές και ο πόλεμος

Η θεωρία του στρατιωτικού κεϋνσιανισμού, ωστόσο, βρήκε, μεταπολεμικά, οπαδούς και ανάμεσα στους μαρξιστές [1]. Η πιο γνωστή εκδοχή είναι αυτή, που υποστηρίχθηκε από τον Michael Kidron, στο άρθρο του 1967 A permanent arms economy, όπου ισχυρίστηκε ότι οι στρατιωτικές δαπάνες είναι καθοριστικές για τη διατήρηση της συσσώρευσης και τους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης.

Ακόμη περισσότερο, αυτή ήταν η εξήγηση για το γεγονός ότι οι μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες δεν επανήλθαν στην κατάσταση της προπολεμικής Great Depression, μετά από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά πέρασαν σε ένα long boom, με λίγες πολύ ήπιες διακυμάνσεις. Η «ένδοξη τριακονταετία» μπορούσε να εξηγηθεί μόνο λόγω των διαρκών στρατιωτικών δαπανών, που κρατούσαν σε υψηλό επίπεδο τη συνολική δαπάνη και διατηρούσαν την πλήρη απασχόληση.

Οι ομοιότητες με την κεϋνσιανή επιχειρηματολογία είναι προφανείς. Κυρίως, μοιράζεται μαζί της τον σκληρό πυρήνα της υποκαταναλωτικής ερμηνείας. Πράγμα που συμβαίνει και με την, πολύ επεξεργασμένη εκδοχή των Baran και Sweezy,  όπως αναπτύχθηκε στο εξαιρετικά επιδραστικό βιβλίο τους Μονοπωλιακό κεφάλαιο, που κυκλοφόρησε το 1966.

Η θεμελιώδης ιδέα των Baran -Sweezy είναι ότι ο καπιταλισμός στην μονοπωλιακή του φάση εμφανίζει δομικά προβλήματα πραγματοποίησης, δηλαδή, πώλησης του παραγόμενου πλεονάσματος. Ένα, όλο και σημαντικότερο, τμήμα του, λοιπόν, είναι αναγκαίο να δαπανάται σε μη-παραγωγικές δραστηριότητες, από τη διαφήμιση και τον χρηματιστικό τομέα, έως το real estate και αντίστοιχες σπατάλες, στις οποίες καταστρέφεται κοινωνικός πλούτος, προκειμένου να ευνοηθούν τα μονοπώλια.

Γενικότερα, η βασική ιδέα που υποκρύπτεται πίσω από την υποκαταναλωτική ερμηνεία των καπιταλιστικών κρίσεων είναι πως οι μισθοί αυξάνονται πολύ αργά σε σχέση με την παραγωγή εμπορευμάτων [2]. Το αποτέλεσμα είναι μια ουσιώδης υστέρηση της ζήτησης, η οποία δημιουργεί, τελικά, ανυπέρβλητες δυσκολίες στην κατανάλωση του παραγόμενου προϊόντος και, συνεπώς, στην πραγματοποίηση της υπεραξίας που εμπεριέχεται σε αυτό το προϊόν.

Όπως το έθεσε ο Paul Sweezy) «[η] διαδικασία της παραγωγής είναι και πρέπει να παραμείνει, ανεξάρτητα από την ιστορική της μορφή, μια διαδικασία παραγωγής αγαθών για την ανθρώπινη κατανάλωση […] Μέσα παραγωγής δεν παράγονται ποτέ παρά με την πρόθεση να χρησιμοποιηθούν τελικά, άμεσα ή έμμεσα, στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών… Η πραγματική στόχευση της υποκαταναλωτικής θεωρίας είναι να δείξει πως ο καπιταλισμός έχει την εγγενή τάση να διευρύνει τη δυνατότητα παραγωγής καταναλωτικών αγαθών πιο γρήγορα από τη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών». Η αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων, συνεπώς, βρίσκεται στην ανεπάρκεια της ενεργού ζήτησης (η οποία, επιπλέον, είναι κατά βάση καταναλωτική ζήτηση), ανεπάρκεια που οφείλεται, εν τέλει, στους χαμηλούς μισθούς.

Η ανεπάρκεια της καταναλωτικής ζήτησης είναι δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού από την αρχή του 20ου αιώνα. Οι στρατιωτικές δαπάνες, λοιπόν, είναι μέρος της απαραίτητης σπατάλης του πλεονάσματος, που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί παραγωγικά. Σε αντίθεση, όμως, με τον Kidron, οι Baran -Sweezy δεν θεωρούσαν τις στρατιωτικές δαπάνες παραγωγικές.

***

Το ερώτημα σχετικά με τον παραγωγικό χαρακτήρα των πολεμικών δαπανών απασχόλησε τη μαρξιστική συζήτηση. Η απάντηση, κατ’ αρχήν, είναι θετική. Πράγματι, για τους καπιταλιστές του κλάδου, ο παραγωγικός τους χαρακτήρας είναι αδιαμφισβήτητος στο μέτρο, που αποφέρει υπεραξία στους ίδιους. Από την άποψη, όμως, της συνολικής οικονομίας, δεν αποτελούν επένδυση, στο μέτρο που δεν αυξάνουν ούτε το απόθεμα των μέσων παραγωγής ούτε την ικανότητα των εργαζομένων να παράγουν περισσότερο. Σε μαρξικούς όρους, δεν αναπτύσσουν ούτε τον Τομέα Ι -παραγωγής μέσων παραγωγής (κτιρίων, μηχανημάτων,..) ούτε τον Τομέα ΙΙ -παραγωγής μέσων κατανάλωσης για τους εργάτες. Στην πραγματικότητα, ο τομέας παραγωγής πολεμικών εξοπλισμών μοιάζει περισσότερο με τον τομέα, που παράγει καταναλωτικά αγαθά πολυτελείας για τους καπιταλιστές. Οι εξοπλιστικές δαπάνες δεν είναι επενδυτικές, δεν αυξάνουν τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας.

Οι δαπάνες για εξοπλισμούς είναι καταναλωτικές και μη -αναπαραγωγικές, σε αντίθεση με αυτές που αφορούν τους εργάτες και είναι αναπαραγωγικές για την οικονομία ως σύνολο -δεν μπορεί να νοηθεί κοινωνική αναπαραγωγή χωρίς οι εργάτες να τρώνε, να μετακινούνται, να ψυχαγωγούνται, έστω και λίγο, χωρίς, δηλαδή, να διατηρούν και να επαυξάνουν, ίσως, την εργασιακή τους δύναμη. Αντίθετα, η πολεμική παραγωγή δεν βοηθάει και μάλλον εμποδίζει, λόγω της μεταφοράς πόρων από την υγεία, την εκπαίδευση και, εν γένει, τα δημόσια αγαθά, στους πολεμικούς τενεκέδες, που, στην καλύτερη περίπτωση, σκουριάζουν και, στη χειρότερη, σκοτώνουν.

Για να επαναλάβω αυτό που με απασχόλησε στο προηγούμενο άρθρο μου, η πορεία της οικονομίας δεν φαίνεται να συναρτάται θετικά με το επίπεδο των στρατιωτικών δαπανών.

Ο πόλεμος

Θα επανέλθω, τώρα, στην εμπειρία της Great Depression της δεκαετίας του 1930, επιχειρώντας να την αναλύσω με μαρξικούς όρους [3].

Σύμφωνα με τον Μαρξ, οδηγός της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι το ποσοστό κέρδους [4] . Το υψηλό του επίπεδο λειτουργεί τόσο ως προϋπόθεση όσο και ως κίνητρο για τις επενδύσεις, οι οποίες βρίσκονται στη βάση της διευρυνόμενης αναπαραγωγής και της οικονομικής μεγέθυνσης.

Στα χρόνια από το 1929 και μέχρι το 1945, το ποσοστό κέρδους στην αμερικανική οικονομία, κινήθηκε, όπως φαίνεται παρακάτω.

Αν συγκρίνουμε με το προηγούμενο διάγραμμα (της πορείας του αμερικανικού ΑΕΠ, την ίδια περίοδο) διαπιστώνουμε την σύνδεση των δύο τάσεων.

Η κρίση κράτησε τόσο πολύ επειδή η κερδοφορία δεν ανέκαμψε στη διάρκεια της δεκαετίας μέχρι το 1940. Το 1939, το ποσοστό κέρδους ήταν ακόμη λιγότερο από το μισό της τιμής του του 1929. Η κερδοφορία εκτοξεύτηκε, πραγματικά, μόνο όταν τέθηκε σε κίνηση η πολεμική οικονομία. Όταν, δηλαδή, οι κρατικές επενδύσεις τετραπλασιάστηκαν, την ίδια στιγμή που οι ιδιωτικές είχαν μειωθεί στο ένα πέμπτο του επιπέδου του το 1929.

Έχουμε εδώ την εφαρμογή μιας κεϋνσιανής πολιτικής, η οποία τονώνει την καταναλωτική ζήτηση, προκειμένου να ευνοηθεί η ανάκαμψη και η μεγέθυνση, στη συνέχεια;

Κάθε άλλο. Η καταναλωτική ζήτηση στις ΗΠΑ, στη διάρκεια του πολέμου, όχι μόνο δεν αυξήθηκε, αλλά συμπιέστηκε περαιτέρω, σχεδόν κατέρρευσε. Όπως σημειώνει ο Μάικλ Ρόμπερτς, «[η] πολεμική οικονομία χρηματοδοτήθηκε με τον περιορισμό των ευκαιριών των εργατών να δαπανήσουν το εισόδημά τους. Αναγκάστηκαν να αποταμιεύσουν αγοράζοντας πολεμικά ομόλογα, ενώ υποβλήθηκαν και σε αυξημένη φορολογία. Η κρατική επένδυση εξασφάλιζε την διεύθυνση και τον σχεδιασμό της παραγωγής από μέρους της κυβέρνησης. Η πολεμική οικονομία δεν κινητοποίησε τον ιδιωτικό τομέα, αλλά αντικατέστησε την «ελεύθερη αγορά» και την ιδιωτική επένδυση. Η κατανάλωση δεν αποκατέστησε την οικονομική μεγέθυνση, όπως ανέμεναν οι κεϋνσιανοί. Αντίθετα, [αυτό που λειτούργησε ήταν  τα όπλα μαζικής καταστροφής» (https://thenextrecession.wordpress.com/2025/03/22/from-welfare-to-warfare-military-keynesianism/). Τα οποία δεν σκούριασαν, αλλά χρησιμοποιήθηκαν δραστικότατα.

Δεν ήταν, λοιπόν, οι πολεμικές δαπάνες, αλλά ο ίδιος ο πόλεμος, που έβγαλε την οικονομία από τη Μεγάλη Ύφεση. Οι καπιταλιστικές οικονομίες μπόρεσαν να ανακάμψουν μόνο στο μέτρο που η μέση κερδοφορία στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας αυξήθηκε επαρκώς.

Η πιο συνεκτική, νομίζω, μαρξιστική θεωρία ερμηνείας των κρίσεων είναι αυτή, που τις αποδίδει στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Κεφαλαίου, δηλαδή, το οποίο δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ικανοποιητικά. Δεν συμβάλλει, με άλλα λόγια, στην απαιτούμενη αύξηση της υπεραξίας.

Η επανεκκίνηση της συσσώρευσης έχει ως προϋπόθεση την καταστροφή της αξίας του «νεκρού κεφαλαίου», που δεν είναι πλέον κερδοφόρο. Ο πόλεμος είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος γι’ αυτήν την καταστροφή, η οποία εδώ παίρνει φυσικά χαρακτηριστικά. Η καταστροφή δεν αφορά μόνο την αξία, αλλά συνεπάγεται την, πλήρη, συχνά, ισοπέδωση του κόσμου, έτσι ώστε το πράγμα να ξεκινήσει από την αρχή.

Ο 2ος Παγκόσμιος, αφού κατέστρεψε ολοκληρωτικά σχεδόν κάθε μεγάλη καπιταλιστική οικονομία στον κόσμο, εκτός των ΗΠΑ, έδωσε την οικονομική και πολιτική ηγεμονία στον αμερικανικό καπιταλισμό.

Ήρθε η ώρα που η δεδομένη αμφισβήτηση αυτής της ηγεμονίας ξανακάνει τον πόλεμο και την ολοκληρωτική καταστροφή λύση στα συστημικά αδιέξοδα.

Όχι τις πολεμικές δαπάνες, γενικώς, αλλά τον πόλεμο καθαυτόν. Τον οποίο προετοιμάζουν οι δαπάνες.

***

Οι κεϋνσιανοί ισχυρίζονται, ελάχιστα πειστικά, όπως φάνηκε, την ιδέα πως η δημιουργία θέσεων εργασίας, στο μέτρο που συμβάλλει στην επίτευξη πλήρους απασχόλησης, είναι καθοριστική για την υγεία της οικονομίας. Δεν έχει σημασία πού δημιουργούνται αυτές οι θέσεις, φτάνει ότι δημιουργούνται. Οι εργάτες μπορούν να σκάβουν ασκόπως τρύπες, να κυνηγούν μύγες ή να φτιάχνουν όπλα. Εν τέλει, σε ό,τι αφορά την οικονομική μεγέθυνση, το ίδιο κάνει.

Οι κεϋνσιανοί λένε ανοησίες. Είναι καλό να κατασκευάζεις νέα σχολεία, νοσοκομεία και δημόσιες υποδομές. Είναι κακό να κατασκευάζεις τανκς και πυροβόλα. Είναι καλό να βελτιώνεις τις συνθήκες κοινωνικής αναπαραγωγής. Είναι κακό να την θέτεις σε κίνδυνο ολοκληρωτικής καταστροφής.

Από αυτήν την άποψη, ο αγώνας των λαών για την ειρήνη, για την αποτροπή του πολέμου, αποκτά υπαρξιακό χαρακτήρα. Ο αντιμιλιταρισμός ενάντια σε όλους τους εθνικισμούς, είναι αναγκαστικά στην καρδιά οποιασδήποτε αριστερής παρέμβασης στη συγκυρία.

 

[1] Για μια εξαιρετική παρουσίαση του θέματος: Joseph Choonara, The monetary and the military: revisiting Kidron’s permanent arms economy, International Socialism 171.

[2] Αναλυτική και σχετικά σύντομη παρουσίαση των μαρξιστικών θεωριών των κρίσεων υπάρχει στο παράρτημα του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου: Χρήστος Λάσκος -Ευκλείδης Τσακαλώτος, Χωρίς Επιστροφή -Από τον Κέυνς στην Θάτσερ-Καπιταλιστικές Κρίσεις, Κοινωνικές Ανάγκες, Σοσιαλισμός, ΚΨΜ 2011.

[3] Η ενότητα αυτή χρωστάει πολλά στη δουλειά των Guglielmo Carchedi, Chris Harman, Michael Roberts και Adem Yavuz Elveren.

[4] Το οποίο πολύ χαλαρά συσχετίζεται με το ύψος των στρατιωτικών δαπανών. Βλ. Adem Yavuz Elveren, The economics of military spending: A Marxist perspective, Routledge 2019.