Η διευθέτηση του κοινωνικού χρόνου αποτέλεσε διαχρονικά μια αντίθεση μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου, λόγω των διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων. Από τις απαρχές του εργατικού κινήματος η οργάνωση του εργάσιμου χρόνου υπήρξε κύριο σημείο πάλης και διεκδίκησης.
Οι διεκδικήσεις έρχονται από παλιά
Σε μια ιστορική αναδρομή μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η γέννηση της εκβιομηχάνισης πάτησε στο αποτύπωμα της οργάνωσης της αγροτικής οικονομίας της εποχής και της μανιφακτούρας, όταν η χρονική απόδοση της εργασίας διαρκούσε από την αυγή έως το σούρουπο και εθεωρείτο φυσιολογική. Οι όροι υγιεινής ήταν σε συνάρτηση με τις παραγωγικές συνθήκες της περιόδου, ενώ η γυναικεία και παιδική εργασία αποτελούσαν μέρος μιας ευρύτερης εθιμικής παράδοσης.
Οι προαναφερόμενες συνθήκες αμφισβητήθηκαν από τους εργαζόμενους, οι οποίοι, πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα, άρχισαν να οργανώνονται και να διεκδικούν βελτίωση των όρων εργασίας. Οι αγώνες των εργαζόμενων, με τη συμπαράσταση και των κοινωνικών μεταρρυθμιστών της εποχής, αποδίδουν και έτσι, από τα μέσα του 19ου αιώνα, σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, δειλά – δειλά θεσπίζονται οι πρώτες ρυθμίσεις σχετικά με την εργασιακή υγιεινή, συμπεριλαμβανομένων και των όρων για την παιδική και γυναικεία εργασία. Επιπλέον, εφαρμόζεται η 12ωρη εργάσιμη ημέρα από Δευτέρα έως και Σάββατο. Το 1855 στο New Jersey, σε κλάδους όπως η κλωστοϋφαντουργία και η υαλουργία, ο εργάσιμος ημερήσιος χρόνος προσδιορίζεται στις 10 ώρες. Την 1η Μάη του 1886 τα αμερικάνικα συνδικάτα στο Σικάγο ξεσηκώθηκαν διεκδικώντας 8 ώρες εργασίας την ημέρα και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Η διαμαρτυρία κατέληξε σε αιματοχυσία λίγες μέρες αργότερα, με την επέμβαση της αστυνομίας και των εργοδοτών. H 1η Μαΐου καθιερώθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα των Εργατών στις 20 Ιουλίου 1889 (Εργατική Πρωτομαγιά), κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού συνεδρίου της Δεύτερης Διεθνούς στο Παρίσι, σε ανάμνηση του μακελειού του Σικάγου το 1886.
Το 1919 η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ), στην ιδρυτική της σύνοδο στην Ουάσιγκτον, συνιστά τον περιορισμό των ωρών εργασίας στη Βιομηχανία σε 8 ώρες την ημέρα και 48 την εβδομάδα. Ακολουθεί η κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας (ΔΣΕ), από πολλές χώρες μέλη της ΔΟΕ. Το 1919 εφαρμόζεται η 8ωρη εργασία στη Γερμανία, το 1920 στη Μ. Βρετανία και το 1933 στην Ιταλία. Η 8ωρη εργασία έχει εφαρμοστεί στην ΕΣΣΔ ήδη από το 1918.
Στην Ελλάδα, η νομοθετική κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας για το οκτάωρο έγινε με τον νόμο 2269 το 1920. Εντούτοις, η ελληνική κυβερνητική αντιπροσωπεία στην Ουάσιγκτον είχε ήδη πετύχει να μην εφαρμοστεί άμεσα το οκτάωρο, αλλά σταδιακά ανάλογα με το πόσο ανθυγιεινές και επίπονες ήταν οι διάφορες εργασίες. Στην πράξη, η συνολική εφαρμογή του οκταώρου αναβλήθηκε, η νομοθετική επέκτασή του κατακερματίστηκε σε πολλούς διαφορετικούς κλάδους, δυσχεραίνοντας τον έλεγχο. Ως το 1940 είχαν εκδοθεί 50 νομοθετικά κείμενα στην Ελλάδα για την εφαρμογή του οκτάωρου σε διάφορους κλάδους. Για τη σταδιακή εφαρμογή του χρειάστηκαν πολύχρονοι αγώνες των εργατικών συνδικάτων και των εργαζόμενων.
Παρατηρούμε ότι, από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα έως και το 1930, οι ώρες εργασίας στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, είχαν μια πτωτική τάση. Σε αριθμητικούς όρους αυτή η μείωση κυμαίνεται από τις 60 ώρες το 1870 έως τις 48 ώρες την εβδομάδα το 1920-30. Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο εργάσιμος χρόνος μειώνεται ακόμα περισσότερο, για να σταθεροποιηθεί περίπου στις 40 ώρες πενθήμερης απασχόλησης, τη δεκαετία του 1960.
Πολλοί είναι οι παράγοντες που συνέβαλαν διαχρονικά στη μείωση του εργάσιμου χρόνου. Η ισχύς και η πάλη του εργατικού κινήματος, τα μοντέλα και οι μορφές οργάνωσης της βιομηχανικής παραγωγής, οι κυρίαρχες πολιτικό-οικονομικές θεωρίες, ο βαθμός της κοινωνικής χειραφέτησης και η διεθνής συγκυρία είναι μερικοί από αυτούς, χωρίς να εξαντλείται η λίστα.
Η κατανομή του ημερήσιου χρόνου σε 8 ώρες εργασία, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες δημιουργική απασχόληση δε συντελεί μόνο στην ενίσχυση των οικογενειακών και κοινωνικών δραστηριοτήτων των εργαζόμενων, συμβάλλει επίσης καθοριστικά στη μείωση της έκθεσης στους βλαπτικούς παράγοντες του εργασιακού περιβάλλοντος, όπως οι σκόνες, οι χημικές ουσίες, ο θόρυβος και οι κραδασμοί, ο κακός φωτισμός, οι θερμικές συνθήκες, οι ακτινοβολίες, η μυοσκελετική καταπόνηση, το εργασιακό στρες, η ψυχοσωματική εξάντληση και κόπωση κ.λπ. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αποτελούν και τις κύριες αιτίες εκδήλωσης των εργατικών ατυχημάτων αλλά και των επαγγελματικών ασθενειών.
Πρόσφατες εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία (EU-OSHA), αναφέρουν ότι κάθε χρόνο στην Ε.Ε., περίπου 160.000 εργαζόμενοι χάνουν τη ζωή τους λόγω επαγγελματικών ασθενειών και περισσότεροι από 2.000 λόγω θανατηφόρων εργατικών ατυχημάτων, την ίδια στιγμή που πάνω από τρία εκατομμύρια εργαζόμενοι υφίστανται κάποιο σοβαρό ατύχημα κατά την διάρκεια της εργασίας τους. Σήμερα στην Ελλάδα καταγράφεται περίπου το 40% του συνόλου των εργατικών ατυχημάτων, ενώ σε σχέση με τις επαγγελματικές ασθένειες, η διαδικασία διάγνωσης, αναγνώρισης και καταγραφής είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της εργασίας στην υγεία των εργαζόμενων είναι γνωστές από την αρχαιότητα (υπάρχουν αναφορές του Ιπποκράτη, σχετικά με τα συμπτώματα μολυβδίασης που παρουσίαζαν οι μεταλλωρύχοι σκλάβοι στα μεταλλεία μόλυβδου), και έχουν απασχολήσει κατά καιρούς πολλούς μελετητές τόσο της παθολογίας και φυσιολογίας του ανθρώπου, όσο και των ανθρωπιστικών επιστημών. Με τα συγγράμματά τους ο Georgius Agricola (De Re Metallica, 1556) και ο Bernandino Ramazzini (De Morbis Artificum Diatriba, 1700) καταγράφουν τη σχέση ανάμεσα στις ασθένειες που εκδηλώνουν οι εργαζόμενοι και το είδος και τη μορφή της εργασίας. Θέτουν έτσι και τα πρώτα ερωτήματα σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και τη νοσογόνα επίδρασή τους στην υγεία των εργαζόμενων.
Στις αρχές του 20ού αιώνα είδαν το φως της δημοσιότητας ανησυχίες και προβληματισμοί σχετικά με τη φθορά της υγείας και την πρώιμη γήρανση που χαρακτηρίζουν την εργατική τάξη των βιομηχανικών χωρών.
Έγιναν επιστημονικές παρατηρήσεις σχετικά με τη μεγάλη νοσηρότητα και θνησιμότητα που χαρακτηρίζει τους χειρώνακτες σε σχέση με τους εύπορους, σχετικά με την υψηλή μολυσματικότητα του βακίλου του Κοχ (φυματίωση), που καταγράφεται στις οικογένειες των φτωχών, αλλά και σχετικά με τις αιτίες των πολλών αποβολών στις γυναίκες των εργατών συγκριτικά με τις γυναίκες της αριστοκρατίας. Στις παρατηρήσεις αυτές προστέθηκαν ερωτήματα όπως: ποιες οι αιτίες του χαμηλού ύψους και της λειψής θωρακικής περιμέτρου των παιδιών των εργατών σε σχέση με τα παιδιά των εισοδηματιών; Γιατί το προσδόκιμο ζωής στους αριστοκράτες και στους κτηματίες αγγίζει τα 70 χρόνια, ενώ στους εργάτες και τους ακτήμονες δεν ξεπερνά τα 30 χρόνια; Παρατηρήσεις και ερωτήματα σκιαγραφούσαν, με απλό αλλά και ξεκάθαρο λόγο, την κατάσταση υγείας της εργατικής τάξης στη βιομηχανική Ευρώπη στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Η άρχουσα τάξη, στο πλαίσιο της οικονομικής αναδιοργάνωσης με στόχο την εκβιομηχάνιση, προσέδιδε στην υγεία τον χαρακτήρα ενός μέσου για την εξυπηρέτηση των παραγωγικών διαδικασιών και των αναγκών τους.
Διαφορετική όμως ήταν η προσέγγιση και τα αιτήματα των εργατικών οργανώσεων και συνδικάτων της εποχής, που θεωρούσαν ότι η υγεία είναι η πλήρης σωματική, πνευματική και κοινωνική ευεξία, η αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με το κάθε λογής περιβάλλον (θεμελιώνοντας έτσι τον ορισμό που το 1952, απέδωσε ο ΠΟΥ στην έννοια της υγείας). Στην ενίσχυση αυτής της θεώρησης συνέβαλε και ο λόγος επιστημόνων που, στρέφοντας την προσοχή τους στη σχέση που υπάρχει μεταξύ εργασίας και υγείας, τεκμηρίωσαν ότι το εργασιακό περιβάλλον αποτελεί παράγοντα νοσηρότητας για τους εργαζόμενους. Θεώρησαν μάλιστα την εργασία ως έναν κοινωνικό-οικονομικό παράγοντα που προσδιορίζει την κατάσταση υγείας και τον τρόπο ζωής των εργαζόμενων.
Αναπτύσσεται λοιπόν, όχι ερήμην σφοδρών κοινωνικών αντιπαραθέσεων, ένας ευρύς προβληματισμός για την προστασία της εργασιακής υγείας και ασφάλειας που οδηγεί στα τέλη του 19ου και τις απαρχές του 20ου αιώνα στην υιοθέτηση και θεσμοθέτηση ενός πλαισίου για την προστασία της υγείας των εργαζόμενων, στις περισσότερες ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες τις Ευρώπης και της Β. Αμερικής.
Σε αυτό το κανονιστικό πλαίσιο εντάσσεται και ο προσδιορισμός του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, οι συνέπειες του οποίου στην ψυχοσωματική κατάσταση υγείας των ατόμων, αλλά και στις εκφράσεις της προσωπικής, οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, επηρεάζουν τον εργαζόμενο για το σύνολο του βίου του.
Η εργασία παράγει νοσηρότητα
Η πολύωρη εργασία, ο κατακερματισμός του εργάσιμου χρόνου, η εργασία σε βάρδιες, η νυχτερινή εργασία, επιδρούν στην απορρύθμιση των κιρκάδιων βιολογικών ρυθμών (βιορυθμών), με αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο των φυσιολογικών λειτουργιών του ανθρώπου και κατά συνέπεια στον κύκλο «εργασία – ανάπαυση – οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις».
Έχουν καταγραφεί βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία των εργαζόμενων από την πολύωρη εργασία. Βραχυπρόθεσμα, αναφέρονται διαταραχές του ύπνου και της συγκέντρωσης, αυξημένη κόπωση, υπνηλία, κεφαλαλγίες, δυσλειτουργία του εντέρου, ευερεθιστότητα, λάθη και τραυματισμοί. Μακροπρόθεσμα, αυξάνεται η συχνότητα εμφάνισης πεπτικών, μεταβολικών, ενδοκρινολογικών, νευροψυχικών, καρδιαγγειακών παθήσεων, καθώς και των αρνητικών επιδράσεων στην αναπαραγωγική λειτουργία των γυναικών.
Το Σεπτέμβριο του 2020 είδαν το φως της δημοσιότητας, οι πρώτες εκτιμήσεις μελέτης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), σχετικά με την απώλεια ανθρώπινων ζωών λόγω των βλαβών στην υγεία, Διαπιστώθηκε ότι η εργασία πάνω από 55 ώρες την εβδομάδα αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών και εγκεφαλικών ισχαιμικών επεισοδίων.
Αναφορικά με τα κυκλικά ωράρια και τη νυχτερινή εργασία, ο συσχετισμός τους με την εμφάνιση καρκίνων (καρκίνος του μαστού) αποτελεί πλέον μια παραδοχή του καθ’ ύλην αρμόδιου οργανισμού για το θέμα σε παγκόσμιο επίπεδο, δηλαδή της Διεθνούς Υπηρεσίας για την Έρευνα στον Καρκίνο (International Agency for Research on Cancer, IARC) που ανήκει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Από το 2007 η IARC ενέταξε για πρώτη φορά τη νυχτερινή εργασία στην επίσημη λίστα των «πιθανών καρκινογόνων» για τον άνθρωπο.
Η παρατεταμένη χρονικά εργασία, εκτός του ότι αυξάνει τον χρόνο έκθεσης στους εργασιακούς κινδύνους, απαιτεί και τη δαπάνη μεταβολικής ενέργειας, συντελώντας στην εκδήλωση σωματικής, συναισθηματικής και πνευματικής κόπωσης. Η κόπωση αποτελεί μια ψυχοσωματική κατάσταση, ικανή να περιορίσει τις δραστηριότητες και τις δυνατότητες απόδοσης του εργαζόμενου και η οποία μειώνει παράλληλα την επάρκεια αντίδρασης στα εξωτερικά ερεθίσματα. Επιπλέον, η κόπωση επιδρά αρνητικά στην ικανότητα παρακολούθησης σύνθετων διαδικασιών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις που οδηγούν σε λάθη, προάγγελους των εργατικών ατυχημάτων.
H χρόνια απώλεια ύπνου παρουσιάζει αύξηση των επιπέδων της κορτιζόλης, με συνέπεια την πρόκληση αντίστασης στην ινσουλίνη και μείωσης ανοχής στη γλυκόζη, παράγοντες σημαντικούς για την πρόκληση σακχαρώδη διαβήτη και παχυσαρκίας.
Επιβλαβή δράση στην υγεία των εργαζόμενων επιφέρουν και άλλοι βλαπτικοί παράγοντες, που ανήκουν και αυτοί στα ενδογενή στοιχεία κάθε παραγωγικής διαδικασίας. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, τέτοιοι είναι οι χημικοί παράγοντες (ουσίες, ενώσεις, σκόνες, ίνες κ.λπ.), οι φυσικοί (θόρυβος, κραδασμοί, φωτισμός, θερμικές συνθήκες, ακτινοβολίες κ.λπ.), οι βιολογικοί (βακτήρια, ιοί, κ.λπ.), οι οργανωτικοί (οργάνωση εργασίας, ωράρια, αμοιβές, στάσεις του σώματος κατά την εκτέλεση του εργασιακού καθήκοντος, εξοπλισμός εργασίας, χειρωνακτική διακίνηση φορτίων, συναδελφικές σχέσεις, μορφές διοίκησης κ.λπ.). Αποτέλεσμα αυτών των παραγόντων στην υγεία των εργαζόμενων αποτελεί η εκδήλωση επαγγελματικών νοσημάτων, όπως διάφορες πνευμονοπάθειες, χρόνιες δηλητηριάσεις, νεφροπάθειες, καρδιοαγγειακές παθήσεις, νευροπάθειες, βλάβες στα νευροαισθητήρια όργανα, μυοσκελετικά νοσήματα, ψυχικές παθήσεις κ.λπ.. Ιδιαίτερη βαρύτητα στις σύγχρονες εργασιακές συνθήκες αποδίδεται σε πολυπαραγοντικά νοσήματα, όπως οι αυτοάνοσες καταστάσεις, οι διάφορες μορφές καρκίνου κ.λπ..
Το εργασιακό περιβάλλον δεν αποτελεί όμως μια αυτοτελή οντότητα, αλλά εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον από το οποίο επηρεάζεται και το οποίο επηρεάζει. Απόρροια αυτής της αλληλεξάρτησης αποτελούν οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες κινδύνου, που εκφράζουν ακριβώς τη σχέση μεταξύ του συνόλου των συνθηκών εργασίας και των ικανοτήτων/αναγκών των εργαζόμενων στο πλαίσιο των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών.
Η έκθεση των εργαζόμενων στους ψυχοκοινωνικούς κινδύνους συμβάλλει στην εκδήλωση νοσογόνων καταστάσεων, όπως το εργασιακό στρες, το σύνδρομο Mobbing (ο όρος εκφράζει την έκθεση του εργαζόμενου σε κάθε μορφής εργασιακή παρενόχληση) και το σύνδρομο Burnout ή σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης. Το αποτέλεσμα της επίδρασης αυτών των καταστάσεων στην υγεία είναι η εκδήλωση ψυχικών και οργανικών ασθενειών, με αρνητικές συνέπειες τόσο στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, όσο και στην επαγγελματική σταδιοδρομία του ατόμου.
Η επίδραση των βλαπτικών παραγόντων του εργασιακού περιβάλλοντος στην υγεία είναι είτε μονοπαραγοντική είτε και αθροιστική-συσσωρευτική. Το αποτέλεσμα της δράσης τους είναι συνάρτηση της συγκέντρωσης του παράγοντα ή των παραγόντων στον εργασιακό χώρο και του χρόνου έκθεσης των εργαζόμενων σε αυτούς (δόση έκθεσης). Στην περίπτωση της αθροιστικής-συσσωρευτικής δράσης, υπάρχει μια αλληλοεπίδραση και συνέργεια μεταξύ διαφορετικών βλαπτικών παραγόντων. Ως αποτέλεσμα μπορούν να εκδηλωθούν βλάβες και διαταραχές της υγείας που αφορούν διαφορετικά όργανα και συστήματα.
Να επισημάνουμε, επίσης, ότι η ημερήσια δόση έκθεσης των εργαζόμενων στους βλαπτικούς παράγοντες προσδιορίζεται βάσει των Οριακών Τιμών Έκθεσης (ΟΤΕ) των χημικών και φυσικών κίνδυνων. Αυτές είναι θεσμοθετημένες στο υφιστάμενο πλαίσιο για την εργασιακή υγεία και ασφάλεια, και έχουν παγκοσμίως επιστημονικά διαμορφωθεί με βασική παραδοχή την 8ωρη εργασία ως μέγιστο εργάσιμο χρόνο. Η ακύρωση αυτής της αρχής, στην οποία έχει θεμελιωθεί κάθε επιστημονική γνώση και συμβολή για την προστασία των εργαζόμενων απέναντι στους επαγγελματικούς κινδύνους, δυναμιτίζει εκ βάθρων το σύνολο του υφιστάμενου θεσμικού και επιστημονικού πλαισίου, δημιουργώντας νέα δεδομένα, οι συνέπειες των οποίων θα είναι ορατές στο άμεσο μέλλον.
Έτσι λοιπόν ο χρονικός προσδιορισμός της εργάσιμης ημέρας στις 8 ώρες εργασίας αποτελεί μια γραμμή άμυνας για τον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων των εργασιακών βλαπτικών παραγόντων στην υγεία και ασφάλεια των εργαζόμενων. Αυτός ο χρονικός καταμερισμός δίνει τη δυνατότητα στον ανθρώπινο οργανισμό να αναπληρώσει ένα μέρος της χαμένης ενέργειας, περιορίζοντας την πρώιμη φθορά της υγείας, αλλά και τις συνθήκες εκείνες που αποτελούν τους γενεσιουργούς παράγοντες για την εκδήλωση της επαγγελματικής νοσηρότητας και των εργατικών ατυχημάτων.
Επιπρόσθετα, η καταπόνηση του ανθρώπινου οργανισμού από μια εντατική, πολύωρη και συνεχόμενη εργασία, πέραν του 8ωρου, δε μπορεί να ισοσκελιστεί από ένα κάπως μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ανάπαυσης, και μάλιστα έπειτα από πολλές εβδομάδες διαρκούς έντασης, και κατά συνέπεια εξάντλησης, των φυσιολογικών και βιολογικών αποθεμάτων και μηχανισμών άμυνας του εργαζόμενου.
Γιατί σήμερα
Το κεφάλαιο, στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του και στην εποχή κυριαρχίας της χρηματοπιστωτικής οικονομίας και της μεταπρατικής εξουσίας, έχει δημιουργήσει μια τεράστια αναδιανομή του πλούτου από τις κατώτερες στις ανώτερες τάξεις, από την εργασία των πολλών στα κέρδη των λίγων.
Είναι προφανές ότι προωθούνται σήμερα και στη χώρα μας ρυθμίσεις, οι οποίες στοχεύουν όχι μόνο στην ακύρωση του 8ωρου και του διακριτού ρόλου μεταξύ του εργάσιμου και του ελεύθερου χρόνου, αλλά στον επαναπροσδιορισμό του συνόλου των όρων που καθορίζουν την κοινωνική οργάνωση και δομή.
Οι επιπτώσεις αυτών των αλλαγών στην κοινωνία, στην οικονομία, στις δημογραφικές συμπεριφορές και στην ποιότητας ζωής και υγείας, θα συντείνουν στην περαιτέρω εξαθλίωση των εργαζόμενων. Στην πραγματικότητα, η απορρύθμιση του εργάσιμου χρόνου αφαιρεί από την εργασία την ανθρωπολογική και κοινωνική διάστασή της, αυξάνοντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η «επιστροφή στο μεσαίωνα» δεν είναι μόνο ένα σχήμα λόγου