Συνέντευξη στον Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη

Η απόφαση των δυτικών κυβερνήσεων να επιβάλλουν κυρώσεις κατά της Ρωσίας, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, τροφοδότησε την υφέρπουσα οικονομική και ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη. Στη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ισπανία και αλλού, πολλές χιλιάδες διαμαρτύρονται ενάντια στο αυξανόμενο κόστος ζωής και την ενεργειακή κρίση, που εκτοξεύει η εμπλοκή της Ευρώπης στον πόλεμο. Μεταξύ αυτών, δεκάδες χιλιάδες Τσέχοι διαδηλώνουν στην Πράγα, κατά των πολιτικών που ακολουθεί η δεξιά κυβέρνηση του Πετρ Φιάλα.

O Γιόζεφ Σκάλα συμμετέχει στο κομμουνιστικό κίνημα από το 1970, με την ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας (KSČ) σε ηλικία 18 ετών και μετά τις ανατροπές στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βοημίας και Μοραβίας (KSČM), όπου ανέλαβε σε δύο διαφορετικές περιόδους τη θέση του αντιπροέδρου. Το KSČM είναι από τα λίγα πρώην κυβερνώτα κόμματα στη μετεπαναστατική κεντρική Ευρώπη, που διατηρεί την κομμουνιστική αναφορά του, παρά τις επιθέσεις που δέχθηκε μετά την επικράτηση της «βελούδινης επανάστασης» στην Τσεχοσλοβακία.

Η νεολαία του κόμματος τέθηκε εκτός νόμου από το 2006 μέχρι το 2010, ενώ η Τσεχική Γερουσία ζήτησε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο να διαλύσει το KSČM, με την αιτιολογία ότι το πρόγραμμα του κόμματος δεν απέρριπτε την επαναστατική βία και υιοθετεί το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του Καρλ Μαρξ. Στις βουλετικές εκλογές του 2021 έλαβε το 3.6% των ψήφων, με αποτέλεσμα να τεθεί εκτός βουλής, με βάσει τον εκλογικό νόμο, που θέτει το όριο του 5%, προς ικανοποίηση των αστικών μέσων ενημέρωσης.

«Υποφέρουμε από ακόμη πιο σοβαρές επιπτώσεις σε σύγκριση με τα περισσότερα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ»

Το τελευταίο διάστημα, το KSČM οργάνωσε αρκετές δεκάδες αντικυβερνητικές εκδηλώσεις φέτος, ενώ συμμετέχει στις μαζικές κινητοποιήσεις. Ο κ. Σκάλα εξηγεί πως «ο κόσμος διαμαρτύρεται ενάντια στην εξώθηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στον πόλεμο στην Ουκρανία – και ενάντια στις πολιτικές της κυβέρνησης, που επιδεινώνουν δραματικά τις συνθήκες διαβίωσης των περισσότερων συμπατριωτών μας», σημειώνοντας πως «η ίδια η λογική και των δύο ζητημάτων μετατρέπει σε υψηλούς στόχους και τον υποτακτικό, υποτελή ρόλο των τσεχικών ‘ελίτ’ απέναντι στους ‘ευρωκράτες’ καθώς και την Ουάσιγκτον και τα όργανα του ΝΑΤΟ».

Μάλιστα, σχετικά με το αντίκτυπο της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης στην Τσεχία, ο κ. Σκάλα αναφέρει πως «υποφέρουμε από ακόμη πιο σοβαρές επιπτώσεις σε σύγκριση με τα περισσότερα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ». Όπως εξηγεί, αυτό συμβαίνει τόσο λόγω του βιομηχανικού χαρακτήρα της οικονομίας μας, που εξαρτάται από τις πωλήσεις στο εξωτερικό και τις εισαγωγές ενέργειας και άλλων πρώτων υλών σε ανταγωνιστικές τιμές, όσο και λόγω των κυβερνητικών πολιτικών, που είναι πλήρως υποταγμένες στο ξένο κεφάλαιο και τους δυτικούς ‘στρατηγικούς εταίρους’».

Ο κ. Σκάλα υπενθύμισε ότι «κατά τη διάρκεια του σοσιαλιστικού παρελθόντος καταφέραμε να ενισχύσουμε πιο ουσιαστικά την αξιοπρεπή κυρίαρχη θέση μας μέσα στο ‘πρωτάθλημα’ των παγκόσμιων βιομηχανικών αγορών». «Επιτρέψτε μου να το εξηγήσω σε ένα τουλάχιστον παράδειγμα – ως μία από τις 5 μοναδικές χώρες παγκοσμίως, που ανήκουν στους παραγωγούς τους, ολοκληρώσαμε 24 πυρηνικά εργοστάσια και τα εγκαταστήσαμε όχι μόνο στο εσωτερικό και σε άλλες χώρες της Κομεκόν (το Συμβούλιο για την Αμοιβαία Οικονομική Βοήθεια ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες), αλλά και π.χ. στη Φινλανδία», εξηγεί. Αντίθετα, «σήμερα, οι περισσότερες βιομηχανίες μας ανήκουν στο ξένο κεφάλαιο, το οποίο μας ‘αρμέγει’ στο έπακρο – και χρησιμοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό μας ως ‘γκασταρμπάιτερς’ σε θέσεις εργασίας, παίζοντας τον ρόλο των εντελώς υποταγμένων ‘υπεργολάβων’».

«Οι κυρώσεις έχουν προκαλέσει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα στη χώρα μας, παρά στη Ρωσία»

Η κυβέρνηση της Τσεχίας, η οποία αυτή την περίοδο είναι προεδρεύουσα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πιέζει για ισχυρότερες κυρώσεις κατά της Ρωσίας, με τον Τσέχο πρωθυπουργό να διατυμπανίζει πως αγώνας του καθεστώτος του Κιέβου είναι αγώνας της κυβέρνησης του. Ωστόσο, ο κ. Σκάλα αναφέρει πως «αυτές οι ‘κυρώσεις’ έχουν προκαλέσει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα στη δική μας χώρα, παρά στη Ρωσική Ομοσπονδία».

Ο Σκάλα θυμάται πως «η σοσιαλιστική Τσεχοσλοβακία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που επωφελούνταν από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 από την απεριόριστη προμήθεια φυσικού αερίου της Σιβηρίας σε πολύ συμφέρουσες τιμές – και, επιπλέον, από τα έσοδα διαμετακόμισης για το φυσικό αέριο που προμηθεύονταν η Γερμανία και η Αυστρία μέσω της επικράτειάς μας». «Σήμερα, αγοράζουμε το ίδιο φυσικό αέριο μέσω της Γερμανίας, πληρώνουμε γι’ αυτό τις υψηλότερες τιμές εντός της ΕΕ και αντιμετωπίζουμε ακόμη και τον κίνδυνο σοβαρού ελλείμματος φυσικού αερίου ήδη κατά τη διάρκεια του επερχόμενου χειμώνα», εξηγεί.

Σχετικά με την εμπλοκή της τσεχικής κυβέρνησης στον πόλεμο στην Ουκρανία, ο κομμουνιστής υποψήφιος αναφέρει πως «η σημερινή μας κυβέρνηση επιδιώκει μια ηγετική θέση μεταξύ εκείνων, οι οποίοι σκοπεύουν να ‘κατατροπώσουν’ την ανατολική πυρηνική υπερδύναμη». Μάλιστα, «αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά σε ολόκληρη την ιστορία μας». Θυμάται πως «στο παρελθόν υπήρξαν πολύ μεγαλύτερες αιματοχυσίες – π.χ. ο πόλεμος στο Βιετνάμ με 4 εκατομμύρια θύματα και 60 χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες που επέστρεψαν στην πατρίδα τους σε φέρετρα. «Ακόμα και τότε, όμως, κανείς δεν θα φώναζε για ‘νίκη επί’ της εμπλεκόμενης πυρηνικής υπερδύναμης. Τέτοιες πολιτικές όντως εγκυμονούν εξαιρετικά επικίνδυνες απειλές, τόσο για τα οικονομικά μας συμφέροντα, όσο και για την ασφάλειά μας».

«Δεν είμαστε ούτε ακροδεξιοί, ούτε πράκτορες του Κρεμλίνου»

Η αντικομμουνιστική αποκαλούμενη θεωρία των δύο άκρων χρησιμοποιείται συχνά από τις κυβερνήσεις της ΕΕ για να εξισώσει τα λαϊκά κινήματα με την ακροδεξιά. Με το σκεπτικό αυτό, ζητήσαμε από τον Γιόζεφ Σκάλα να μας απαντήσει στους ισχυρισμούς των εταιρικών μέσων ενημέρωσης, τα οποία κατηγορούν τους Τσέχους διαδηλωτές ως υποτιθέμενους ακροδεξιούς και πράκτορες του Κρεμλίνου, κάνοντας λόγο για ερυθρό-καφέ συμμαχία. Σύμφωνα με τον ίδιο, «αυτά τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί πέρα από αυτά ήταν εξαιρετικά νευρικοί, αντιμετωπίζοντας μαζικές και ολοένα και πιο ισχυρές διαδηλώσεις», καθώς «η πλατεία Βέντσεσλας, το ίδιο το κέντρο της Πράγας, γέμισε από περισσότερες από εκατό χιλιάδες συμμετέχοντες στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στις 3 και 28 Σεπτεμβρίου και στις 28 Οκτωβρίου».

«Εμείς, που είχαμε την τιμή να μιλήσουμε σε αυτές τις συγκεντρώσεις, εκπροσωπούμε ένα εξαιρετικά ευρύ πολιτικό και επαγγελματικό φάσμα, που κυμαίνεται από εμάς στην αριστερή πτέρυγα μέχρι την πατριωτική και δημοκρατική Δεξιά» αναφέρει, συμπληρώνοντας πως «η κυβέρνηση και τα ξένα αφεντικά της πήραν μια περισσότερο από ξεκάθαρη ‘κόκκινη κάρτα’, υιοθετώντας πολιτικές επικίνδυνες για τα βασικά συμφέροντα της χώρας μας». Σύμφωνα με τον ίδιο, «η δημαγωγία, στην οποία αναφέρεστε, είναι μια δειλή και άσχημη προσπάθεια να ‘ξαναγραφτεί’ η πραγματική ιστορία». «Δεν είμαστε ούτε ‘ακροδεξιοί’, ούτε ‘πράκτορες του Κρεμλίνου’», αλλά «πραγματικοί μισθοφόροι του ξένου κεφαλαίου και της ξένης εξουσίας, εχθρικές προς τα ζωτικά συμφέροντα της Τσεχίας, είναι οι δυνάμεις, που κάνουν τα ότι χειρότερο μπορούν για να συκοφαντήσουν εμάς».

Στη συνέχεια, μεταφέραμε στον κ. Σκάλα τον προβληματισμό μας για το γεγονός ότι η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται την πολιτική κρίση στην Ευρώπη, κλέβοντας τα συνθήματα της αριστεράς. Ωστόσο, όταν οι ακροδεξιές δυνάμεις έρχονται στην εξουσία, συνήθως καταλήγουν να ακολουθούν τις πολιτικές του ΝΑΤΟ. Ο ίδιος απαντά «σε γενικές γραμμές, έχετε προφανώς δίκιο», αλλά «η κατάσταση στη χώρα μας είναι, ωστόσο, λίγο διαφορετική», αφού «ένας εξτρεμισμός – πρωτοφανών διαστάσεων και αντίκτυπου – έχει επιβληθεί από την ίδια την κυβέρνηση, καθώς και από τα βασικά μέσα ενημέρωσης και διάφορα ‘μη κερδοσκοπικά’ σχήματα – όλα αυτά υπό τις εντολές του ‘βαθέως κράτους’ πέραν του Ατλαντικού». «Και μπορούμε έτσι να δούμε ένα αρκετά σπάνιο θέαμα – τα βασικά εθνικά καθώς και πολλά απειλούμενα κοινωνικά συμφέροντα, να υπερασπίζονται έναντι της σημερινής εξουσίας ακόμη και από αρκετές πατριωτικές και δημοκρατικές δεξιές δυνάμεις», συνοψίζει.

«Το δράμα του τέλους της δεκαετίας του ’60 χρησιμοποιείται συστηματικά για τη διάδοση του αντικομμουνισμού και των σοβινιστικών εχθροτήτων»

Ο Γιόζεφ Σκάλα είναι Διευθυντής του Ινστιτούτου της Τσεχικής Αριστεράς, καθώς και ιδρυτής του Συλλόγου Μνήμη και συνείδηση, που αντιτίθεται στην αναθεώρηση της ιστορίας. Του ζητήσαμε ένα σχόλιο για τον αντίκτυπο της αντεπανάστασης στην Τσεχία, 54 χρόνια μετά από την αποκαλούμενη «Άνοιξη της Πράγας». Ο ίδιος απαντά πως «το δράμα του τέλους της δεκαετίας του ’60 χρησιμοποιείται συστηματικά για τη διάδοση του αντικομμουνισμού και των σοβινιστικών εχθροτήτων από τότε». «Σήμερα αυτή η δημαγωγία έχει, ωστόσο, θερίσει ολοένα και πιο αντιδραστικές σοδειές» προσθέτει, εξηγώντας πως «όταν ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων, που αντιτίθεται σε πολιτικές επικίνδυνες για τα ζωτικά τους συμφέροντα, συκοφαντείται ως ‘Ρώσοι πράκτορες’, αυτό τους διευκολύνει να ανοίξουν τα μάτια τους και στην παραπάνω ιστορία».

«Αυτό συμβαίνει κατά καιρούς, ακόμη και σε βαθμό, που οι μακροχρόνιοι αντίπαλοί μας έρχονται και εκφράζουν τη συγγνώμη τους για την εχθρική σχέση τους μαζί μας μέχρι τώρα – και μια ειλικρινή διάθεση να συνεργαστούμε για μια κυρίαρχη πατρίδα, η οποία θα είναι και πάλι πολύ πιο πλούσια και δίκαιη», καταλήγει.