Αυτή τη στιγμή πάντως η Κίνα βρίσκεται στο 60% του αμερικανικού ΑΕΠ και η ψαλίδα συνεχώς μικραίνει[1]. Το ειρωνικό είναι ότι στη Δύση έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ότι ο καπιταλισμός έχει νικήσει τον κομμουνισμό το 1989, καθιστώντας τον παρωχημένο, ενώ, αν ακολουθούσαμε μια μη ευρωκεντρική οπτική, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ο κομμουνισμός είναι το μέλλον του πλανήτη, αφού η μελλοντική υπερδύναμη κυβερνάται από κομμουνιστικό κόμμα.
Βεβαίως η μοίρα του κομμουνισμού ήταν κατά κανόνα να μην είναι το τελικό στάδιο ύστερα από τον καπιταλισμό, όπως τον είχε οραματιστεί ο Karl Marx, αλλά να είναι κατά τρόπο πρωθύστερο ένα εργαλείο εκσυχρονισμού για χώρες της περιφέρειας που δεν είχαν αναπτύξει ισχυρή αστική τάξη. Λ.χ. το 1949 το προσδόκιμο ζωής στην Κίνα ήταν τα 36 χρόνια, ενώ σήμερα είναι τα 71. Το ποσοστό πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας ήταν 50%, ενώ τώρα είναι 5%[2]. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι πάντως εγγενές στον κινεζικό κομμουνισμό, ο οποίος εξαρχής συνέλαβε μία φαντασιακή κοινωνία, προκειμένου να την καταστήσει ελατήριο ανάπτυξης, διατήρησης στην εξουσία, αλλά και ραγδαίου κοινωνικού μετασχηματισμού[3]. Και ενώ ο ρεφορμισμός ήταν εγγενής στο κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα σε μια περίοδο που δεν υπήρχε προλεταριακή τάξη, αλλά κυρίως αγροτική, αυτό κατέστη το μέσο ώστε να αποκτήσουν οι Κινέζοι αγαθά, όπως εφ’ όρου ζωής εργασία, κοινωνική προστασία, στέγη και συλλογική κατανάλωση. Χαρακτηριστικό του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ότι κατά τις δεκαετίες 1970 και 1990 ανανέωσε δύο φορές το κοινωνικό συμβόλαιο με τους εργαζόμενους υποσχόμενο μεγαλύτερη ευημερία. Η Κίνα κατέστη μία χώρα με μία κατά βάση τάξη μισθωτών, ενώ συνεκτικός δεσμός ήταν κυρίως ένας ανανεωμένος κινεζικός εθνικισμός ύστερα από τα μεγάλα τραύματα της αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα, των συνεχών εμφυλίων κατά την εποχή των πολεμάρχων στον Μεσοπόλεμο, καθώς και του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού. Το «κινεζικό όνειρο» περιλαμβάνει με αυτόν τον τρόπο μια κοινωνική αρμονία λόγω της γραφειοκρατικής διακυβέρνησης, έναν κομφουκιανικό ανθρωπισμό, μια πρόσληψη του ιδεώδους της προόδου του Διαφωτισμού φιλτραρισμένο μέσα από τον σοσιαλισμό και μία αύξουσα κοινωνία της κατανάλωσης. Ζωτικός μύθος παραμένει η αταξική κοινωνία, παρά την ανάπτυξη έντονων κοινωνικών αντιθέσεων, εφ’ όσον διατηρείται ένα ελάχιστο ανέσεων για τους ασθενέστερους[4]. Καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει δεχτεί στους κόλπους του έναν αύξοντα αριθμό καπιταλιστών, ενώ ταυτοχρόνως εντείνει την παρουσία του στις εταιρίες, οδηγεί τη χώρα σε ένα μεταμοντέρνο υβρίδιο κομμουνισμού και καπιταλισμού, που φαίνεται αρκετά λειτουργικό, με τίμημα βέβαια τις παρεμβάσεις στις ατομικές ελευθερίες. Είναι πάντως το Κόμμα αυτό που θέτει τις μεγάλες οικονομικές πρωτοβουλίες, όπως τον Δρόμο του Μεταξιού, τη διεθνοποίηση των κινεζικών εταιρειών όπου κατά μία διεστραμμένη τροπή του μαοϊκού διεθνισμού, εξάγονται οι κινεζικοί τρόποι οργάνωσης και πειθάρχησης της εργασίας[5].
Την ίδια ώρα στη Δύση, και με την αφορμή του κορονοϊού, καλλιεργείται ένας αναστοχασμός για τα όρια της ανάπτυξης, αναζητώντας τα περίφημα «διδάγματα της πανδημίας». Χαρακτηριστική είναι η σκέψη του Γάλλου στοχαστή Edgar Morin, ο οποίος παρατηρεί ότι η αύξηση της δύναμής μας συνοδεύεται από την αύξηση της αδυναμίας μας[6]. Οι πανδημίες ακολουθούσαν την παγκοσμιοποίηση της ανθρωπότητας από την πρώτη βακτηριδιακή ενοποίηση που συνέβη με τις κατακτήσεις των κονκισταδόρων. Σήμερα ζούμε στο τρίτο παγκοσμιοποιητικό ρεύμα (μετά την εποχή των εξερευνήσεων και τη βιομηχανική επανάσταση) με αποτέλεσμά του την απορρύθμιση των οικοσυστημάτων και τη δραστική μείωση της βιοποικιλότητας. Η κρατούσα ερμηνεία της πανδημίας του κορονοϊού τη συνδέει με τη βιομηχανική γεωργία, ήτοι με τον περιορισμό εκτρεφόμενων ζώων σε ασφυκτικά μικρούς χώρους και στην αφύσικη συνύπαρξη μεγάλων αριθμών τους, καθώς και με την αποδάσωση, η οποία πραγματοποιεί τη λεγόμενη «διάσπαση του φραγμού των ειδών», δηλαδή το πέρασμα ιών που δεν είναι επιβλαβή στο ένα είδος σε ένα άλλο είδος όπου μπορεί και να είναι φονικοί. Στο περιβάλλον αυτό προτείνεται και πάλι ένα πρόταγμα αποανάπτυξης. Ακόμη και προτού λάβει τη μορφή ενός συνεκτικού οράματος, υπάρχει και μια αποανάπτυξη της καθημερινής ζωής: Λ.χ. η «αργή τροφή» (slow food), ένα κίνημα αντίδρασης στην τυποποίηση της γεύσης από τις βιομηχανίες τροφίμων και την κουλτούρα της ταχυφαγίας (fast food), προώθησης της τροφοποικιλότητας, καθώς και σεβασμού στη γαστρονομική παράδοση των τοπικών πολιτισμών. Η ντροπή για τις αεροπορικές πτήσεις (fly shaming) και η προτίμηση άλλων μέσων, όπως τα τρένα, ιδίως αν αυτό λάβει τη μορφή μιας πολιτικής αντικατάστασης των αεροπλάνων από τρένα υψηλής ταχύτητας. Η συναφής αντικατάσταση των μη διασπώμενων υλικών, όπως τα πλαστικά, από βιοδιασπώμενα. Όπως τονίζει ο Edgar Morin, η ανάπτυξη δεν μπορεί πλέον να έχει νόημα παρά μόνο αν τίθεται δίπλα στη σύμπτυξη (développement, enveloppement) που σημαίνει μια νέα έμφαση στο τοπικό εμείς, στη φιλική συνύπαρξη, στην αναγνώριση της ποικιλομορφίας[7], καθώς και στην οικολογική επικαιροποίηση του προτάγματος της αλληλεγγύης και της αδελφοσύνης. Αυτή η νέα ανάγκη σύμπτυξης και απομεγέθυνσης μπορεί να σημάνει και μία άρση της αλαζονείας του δυτικού πολιτισμού, όταν παρατηρήσει πώς οι παραδοσιακοί πολιτισμοί διατηρούν ένα ανήκειν στον κόσμο. Αυτό πάντως δεν χρειάζεται να λάβει μια μορφή άκαιρης νοσταλγίας. Μπορούμε να καταφάσκουμε στην αυτονομία, τον ανθρωπισμό, την κοινωνική κινητικότητα και την ελευθερία επιλογών που προσφέρει ο δυτικός πολισμός, εν μέρει και λόγω του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά να τα μπολιάσουμε με μία οικολογική αίσθηση ανήκειν[8]. Τώρα που ο ίδιος ο καπιταλισμός μετριάζει την εγγενή σε πρωιμότερες μορφές του πατριαρχία δεν υπάρχει ανάγκη να νοσταλγούμε προνεωτερικούς πολιτισμούς με έλλειψη κινητικότητας και πατριαρχικές δομές, αλλά μπορούμε να αναζητήσουμε μία σύνθεση ανάμεσα στην αυτονομία και το ανήκειν. Την ίδια ώρα που ο ασιατικός κόσμος αναπτύσσεται με ένα υβριδικό μοντέλο κομμουνισμού, συγκεντρωτικής οργάνωσης και παραδοσιακών αξιών, ο δυτικός κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με τα όρια της ανάπτυξης και με μια διαδικασία αναστοχασμού για τα προτάγματά του.
[1] Pascal Boniface, Η Γεωπολιτική του Covid-19 (μετάφραση: Σοφία Τζελέπη), Ροπή, Αθήνα 2021 [τίτλος του πρωτοτύπου: Géopolitique du Covid-19: Ce que nous révèle la crise du Coronavirus, Eyrolles, Παρίσι 2020], σ. 124.
[2] Ό.π., σ. 143.
[3] Jean-Louis Rocca, «De Mao Zedong à Xi Jinping, un parti pour le renouveau social», Le Monde Diplomatique 808 (Ιούλιος 2021), σ. 8.
[4] Ό.π., σ. 9.
[5] Jérôme Doyon, «Que reste-t-il du communisme en Chine? Le Parti de Mao Zedong a 100 ans», Le Monde Diplomatique 808 (Ιούλιος 2021), σ. 9.
[6] Edgar Morin, Ας αλλάξουμε δρόμο. Τα μαθήματα του κορονοϊού (μετάφραση: Θεόδωρος Παραδέλλης), Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2021 [τίτλος του πρωτοτύπου: Changeons de voie: Les leçons du coronavirus, Denoël, Παρίσι 2020], σ. 35
[7] Ό.π., σ. 77-78.
[8] Ό.π., σ. 102.