Διάβαζα ένα άρθρο για την τεχνητή νοημοσύνη, που περιέγραφε ένα φαινόμενο που είχα  παρατηρήσει κι εγώ από αναρτήσεις φίλων. Ρωτά ο Φοίβος Δεληβοριάς το chat GPT να του πει ποιος είναι, και το μηχάνημα απαντά ότι είναι Έλληνας μουσικός παραγωγός από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στη δεκαετία του ’70. Οι ειδικοί περιγράφουν αυτή τη λειτουργία της τεχνητής νοημοσύνης ως παραίσθηση, λένε ότι το μηχάνημα “is hallucinating“. Τι κάνει; Φτύνει προτάσεις που έχουν όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα του συγκροτημένου λόγου, αλλά δεν έχουν το ένα χαρακτηριστικό της αλήθειας, την  adequatio rei et intellectus, την αντιστοιχία πράγματος και νοήματος, που ξεκινά με τον Σοφιστή του Πλάτωνα και είναι μια πολύ συνοπτική φιλοσοφική διατύπωση του προβλήματος της αλήθειας.

Τι είναι αυτή η αντιστοιχία πράγματος και νοήματος; Είναι η πιο απλή εκδοχή της αλήθειας, να λες αυτοκίνητο για να περιγράψεις ένα αυτοκίνητο, τηλεδιοίκηση για να περιγράψεις την τηλεδιοίκηση.

Ο λόγος που παράγεται από τα κυβερνητικά χείλη έχει τον χαρακτήρα της “παραίσθησης”: εξωτερικά θυμίζει τον συγκροτημένο λόγο ενός εχέφρονος ατόμου, χωρίς όμως να έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα. Έχει την άρθρωση του λογικού, τους τονισμούς του λογικού, αλλά μόλις το βάλεις δίπλα στην πραγματικότητα, αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι ο Φοίβος Δεληβοριάς δεν είναι μουσικός παραγωγός από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κάτι πάει λάθος.

Πολλοί έχουν ρωτήσει τις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης τι πρέπει να κάνει ένας πρωθυπουργός που θέλει να ξεφορτωθεί τις ευθύνες για σιδηροδρομικό δυστύχημα και παρακολουθούν με έκπληξη να περιγράφονται τα βήματα που ακολουθήθηκαν: ανθρώπινο σφάλμα, ευθύνες στην αντιπολίτευση, διαχρονικά προβλήματα κοκ.

Αυτή η απόσταση όμως από την πραγματικότητα είναι η πιο κρίσιμη παράμετρος, για μας. Η τεχνητή νοημοσύνη παράγει μια απομίμηση ανθρώπινου λόγου με βάση προϋπάρχουσες φράσεις. (Γίνονται και πειράματα σε ρομπότ με αίσθηση αφής, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο επίτευγμα, προς το παρόν.) Δεν ακουμπάει λοιπόν σαν τον άπιστο Θωμά το καρφί που σταύρωσε τον Χριστό για να πιστέψει. Λέει κάτι, κι όποιος πιστέψει πίστεψε. Είναι μια μικρή δημοσκόπηση του τουίτερ: το λες και παρακολουθείς αν έπιασε. 

Το 1950 ο Άλαν Τιούρινγκ είχε διατυπώσει ένα κριτήριο για την επιτυχία της τεχνητής νοημοσύνης. Το «τεστ Τιούρινγκ» έθετε το κείμενο που έγραψε η μηχανή στην κρίση ενός τρίτου. Αν δεν μπορεί ο τρίτος να αναγνωρίσει ποιο κείμενο έχει προκύψει από μηχανή, τότε μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε νοήμονα. Ήδη τη δεκαετία του ‘60 το πρόγραμμα Ελίζα είχε σχετικά πειστικά αποτελέσματα, μπορούσε να προσποιηθεί την ψυχαναλύτρια και κάποιοι να συνδεθούν συναισθηματικά μαζί της. Δεν αμφιβάλλω ότι πολλές φορές τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Πολλοί ερωτεύονται σήμερα τον συνομιλητή τους στην τεχνητή νοημοσύνη. Δεν κρίνω. Και πολλοί ψηφίζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αυτό με απασχολεί περισσότερο.

Η ηθική διάσταση προκύπτει όταν αντί για τη μίμηση ανθρώπινου λόγου που παράγεται όταν αντιγράψεις επικοινωνιακά εγχειρίδια, προσπαθήσεις να αντιστοιχίσεις αυτά τα λόγια σε ζωή εκτός οθόνης. Αυτό δεν φαίνεται από το κλαψούρισμα μπροστά σε κάμερες. Δεν έχω κανέναν τρόπο να ξέρω, αλλά και κανένα ενδιαφέρον, αν ένας πρωθυπουργός νιώθει κάτι για όσα συμβαίνουν, αν είναι ειλικρινείς οι αντιδράσεις του.

Καταλαβαίνω όμως κάτι που θα αντιλαμβανόταν και ένα ρομπότ: αν ρωτήσεις «τι να κάνω», θα σου πει τι να διορθώσεις. Αν ρωτήσεις «τι να πω», θα μπλέξουμε στη χυδαιότητα του τι είναι και τι δεν είναι τηλεδιοίκηση. Αυτό που παρακολουθούμε λοιπόν είναι τα συνεχή στραβοπατήματα που προκύπτουν από την αρχική απόφαση της αδιαφορίας για το πρακτικό κομμάτι. Πώς προκύπτει αυτό; Αν σε ενδιαφέρει να κάνεις κάτι, ρωτάς -έστω, μεταξύ άλλων- τους μηχανοδηγούς. Δεν γίνεται να σχεδιάζεις πάντα ερήμην των εργαζομένων.

Έχουμε λοιπόν ένα συμπίλημα φράσεων, κομμένων και ραμμένων από ειδικούς της φλυαρίας, για να μη γίνει το μόνο που μας νοιάζει. Να βρούμε τα δύο τρία πράγματα που πρέπει να γίνουν, όχι να ειπωθούν. 

Από τη σκοπιά της δημόσιας επικοινωνίας, ζούμε μέρες δημοψηφίσματος. Η κεντρική γραμμή προπαγάνδας δεν περνάει στον κόσμο, σπάει συνεχώς τα μούτρα της στο κοινό αίσθημα, που είναι πιο ισχυρό από την κρατική φλυαρία. Λίγο το φάντασμα τόσων δεκάδων νεκρών, λίγο που υπήρχαν από πριν προειδοποιήσεις, η προπαγάνδα συνεχώς σκοντάφτει, εξ ου και οι συγγνώμες και οι αλλαγές πλεύσης.

Το πολιτικό μας αίτημα είναι ο πραγματικός δημόσιος έλεγχος στα δημόσια αγαθά, ώστε να είναι ασφαλή και προσιτά. Ίσως η πιο κρίσιμη παράμετρος όσων βιώνουμε αυτές τις μέρες είναι να καταφέρουμε να ξεχωρίσουμε τη φλυαρία από τη συζήτηση. Ο τεράστιος πλούτος των πληροφοριών με τις οποίες βομβαρδιζόμαστε έχει μια αχίλλειο πτέρνα: σημασία έχει πάντα το αρχικό ερώτημα. Ο Σταύρος Θεοδωράκης ρωτούσε για την αξιολόγηση, αφιερώνοντας δέκα λεπτά σε ευλογοφανείς απορίες για την ποιότητα των υπαλλήλων. Κανείς δεν ρωτούσε αν το δυστύχημα οφείλεται στην έλλειψη αξιολόγησης.

Αυτό που χρειαζόμαστε δεν έχει σχέση με τα πραγματικά συναισθήματα των κυβερνώντων. Ας φωτογραφηθούν δακρυσμένοι, το ίδιο μου κάνει. Χρειαζόμαστε μια σαφή αίσθηση προτεραιοτήτων, που να θέτει αιτήματα με βάση αυτό που έχουμε ανάγκη. Με τη διάλυση της συζήτησης στη βαβούρα των social media και τη χειραγώγησή της από τα συστημικά Μέσα, η αγωνία να ξεχωρίσουμε τη ρομποτική φλυαρία από τη σωστή ερωτηματοθεσία είναι το πρωταρχικό αίτημα των ημερών: δημόσιο έλεγχο, δηλαδή και ιδιοκτησία αλλά και λογοδοσία, για τα δημόσια αγαθά. Όση σκόνη και αν σηκώνεται, το αίτημα πρέπει να παραμείνει ξεκάθαρο και απλό σαν σύνθημα: «ζωές πάνω από τα κέρδη» σημαίνει δημόσια αγαθά στα χέρια μας.