του Μιχάλη Ταμπούκα

Μπορεί ο Ντέιβιντ Λην (1908–1991) να μην κατάφερε να πραγματοποιήσει το όραμά του για την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος «Νοστρόμο» του Τζόζεφ Κόνραντ, όμως το 1989 κατάφερε να αποκαταστήσει στην αυθεντική του μορφή, το –ήδη αναγνωρισμένο και πολυβραβευμένο– αριστούργημά του «Ο Λώρενς της Αραβίας» (1962). Ο Λην πήρε το δεύτερο Όσκαρ σκηνοθεσίας (μετά την «Γέφυρα του Ποταμού Κβάι»), αφηγούμενος την ιστορία του αντιφατικού οραματιστή/τυχοδιώκτη Τόμας Έντουαρντ Λώρενς, που ως τοποτηρητής των Άγγλων, κατάφερε να ενώσει τις αραβικές φυλές εναντίον των Τούρκων, για να εκμεταλλευτούν αργότερα το επίτευγμά του όλες οι μεριές προς το συμφέρον των διεθνών σχέσεων. 
 

Ο Λην, (παρ)ακολουθώντας την οδύσσεια του Λώρενς στην έρημο της Αραβίας και της ψυχής του, αξιοποιεί πολυεπίπεδα την τέχνη του κινηματογράφου ως αμιγή ψυχαγωγία και, ανάγοντας το ειδικό σε γενικό και το ιδιωτικό σε δημόσιο, πετυχαίνει θαυμαστά –όπως και ο Λώρενς– το ακατόρθωτο: κρατώντας ίσες αποστάσεις από πρόσωπα και γεγονότα, εστιάζει καίρια στον ψυχισμό του Λώρενς, δίνοντας συνάμα μία εξαιρετική σπουδή χαρακτήρων και επικολυρικής κινηματογράφησης. Μοντάροντας κομμάτια που βρεθήκανε ενώ θεωρούνταν χαμένα με ψηφιακή επεξεργασία (ορισμένοι ηθοποιοί ντουμπλάρανε τις φωνές τους σε σκηνές με κατεστραμμένη ηχητική μπάντα), άφησε παρακαταθήκη πλήρες ετούτο το κορυφαίο κινηματογραφικό έπος όλων των εποχών, με το «ευφυές σενάριο» (όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε) του Ρόμπερτ Μπολτ, την ανυπέρβλητη μουσική του Μωρίς Ζαρ, την συνταρακτική φωτογραφία του Φρέντυ Γιανγκ και τις εξαίσιες ερμηνείες μίας εκλεκτής διανομής μεγάλων ηθοποιών: «υπέροχος λήσταρχος» (όπως είπε και ο Λην) ο Άντονυ Κουΐν (Όσκαρ β΄ αντρικού ρόλου στα «Βίβα Ζαπάτα» και «Πάθος για Ζωή») ως Άραβας φύλαρχος  Άουντα Άμπου Τάγι και άρτιοι όπως πάντα οι Κλωντ Ρέινς («Ο Αόρατος Άνθρωπος», «Καζαμπλάνκα») και Τζακ Χώκινς («Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι», «Μπεν–Χουρ») ως διπλωμάτης Ντράυντεν και στρατηγός Άλλενμπυ αντίστοιχα. Λεπτοδουλειά επιπέδου οι αποχρώσεις του Σεΐχη Φεϊζάλ στην ερμηνεία του παλιόφιλου συνεργάτη του Λην, Άλεκ Γκίνες (Όσκαρ α΄ αντρικού ρόλου για την «Γέφυρα του Ποταμού Κβάι»), όπως και του Τούρκου Μπέη (που βιάζει τον Λώρενς, σηματοδοτώντας την επιδείνωση τής –έτσι κι αλλιώς– ταραγμένης ψυχοσύνθεσής του) στην εύφορη λιτότητα του αξέχαστου Χοζέ Φερέρ (Όσκαρ α΄ αντρικού ρόλου ως «Συρανό Ντε Μπερζεράκ», «Το Πλοίο των Τρελών»). Προταθέντες τέλος, για Όσκαρ β΄ και α΄ αντρικού ρόλου αντίστοιχα, ο –κατοπινός «Δόκτωρ Ζιβάγκο» του Λην (1965)– έξοχος ως Σερίφ Άλι, Ομάρ Σαρίφ και ο (τιμημένος με Όσκαρ κινηματογραφικής προσφοράς) Πήτερ Ο' Τουλ («Ο Λόρδος Τζιμ», «Τροία») βασανισμένος και βασανιστικός Λώρενς, μεθυστικά ανθρώπινος στην ποιητική του ρόλου της ζωής του. Μεταξύ άλλων, για την πεντάλεπτη σκηνή της ανάκρισης του Μπέη, ο Ο' Τουλ είπε ότι «δουλεύοντας οκτώ μέρες με τον Φερέρ, έμαθα ό,τι δεν είχα μάθει όλα τα χρόνια στη Δραματική Σχολή». Απερίγραπτα ανεπανάληπτο.

info: Η ταινία «O Λώρενς της Αραβίας» προβάλλεται το Σάββατο 19/01 στη 01.00 στο MEGA