Η είδηση έπεσε σα βόμβα. Στις 2 Μαϊου, στη Νέα Σμύρνη, σε εκδήλωση για τα 90 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη που κλείνουν στις 29 του Ιουλίου που μας έρχεται, ο Σάκης Ρουβάς θα τραγουδήσει κομμάτια από το «Άξιον Εστί».
Αμέσως ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων στα ΜΜΕ, στο ίντερνετ, στα κοινωνικά δίκτυα, όπου τέλος πάντων υπάρχουν άνθρωποι που φωνάζουν νομίζοντας πως έχουν το θάρρος της γνώμης τους, χωρίς να σκεφτούν, στην πλειοψηφία τους, τι κάνουν εκείνη τη στιγμή.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ανήμερα της 21ης Απριλίου – σημαδιακή μέρα – έστειλε μακροσκελέστατη απάντηση, μιλώντας εναντίον κάθε μορφής απαγορεύσεων κλπ κλπ.
Είναι το λιγότερο αστείο να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να πάρθηκε τέτοια απόφαση από το Δήμαρχο Νέας Σμύρνης χωρίς να ερωτηθεί πριν ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο Μίκης Θεοδωράκης βεβαίως, αν θυμάμαι καλά, δήλωσε πως δε ρωτήθηκε αλλά με όλο το σεβασμό προς το πρόσωπό του, θα μου επιτρέψετε να έχω τις αμφιβολίες μου γιατί ακόμη κι αν δεν είχε ερωτηθεί θα μπορούσε να το έχει σταματήσει όλο αυτό πριν φτάσει στον Τύπο. Αφήστε που επιμένω πως αποκλείεται να μη ρωτήθηκε.
Όμως, η θέση του Μίκη Θεοδωράκη απέναντι στο έργο του, ήταν αυτή πάντα. Ότι το έργο οφείλει με οποιοδήποτε τρόπο να φτάνει στον κόσμο και ότι δεν υπάρχουν στεγανά σε ερμηνείες κλπ.
Άλλωστε, ως απάντηση για όλους όσοι κατηγόρησαν το Ρουβά ότι τραγουδάει αυτά τα τραγούδια ενώ είναι, όπως ανέφεραν, ο ίδιος ένα προϊόν της υποκουλτούρας, θα μπορούσε κάποιος με μεγαλύτερη γνώση να τους απαντήσει, πως και το 1959 ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης που επιλέχθηκε από το Μίκη για τον «Επιτάφιο» ήταν προϊόν υποκουλτούρας, μιας και τότε και η Αριστερά και η Δεξιά θεωρούσαν ακόμη το ρεμπέτικο και το λαϊκό Μη Σημαντική μουσική έκφραση. Το τι έγινε αργότερα είναι μια άλλη ιστορία. Και δε θα κάνω τώρα ολόκληρη ανάλυση για την αντιμετώπισητης Αριστεράς προς το ρεμπέτικο αλλά και τη στάση των ρεμπετών προς την αριστερά, πλην της Σωτηρίας Μπέλλου, τουλάχιστον μεχρι ο Χατζιδακις κι ο Θεοδωράκης να καθιερωσουν τα μπουζούκια. Αλλά αυτά είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία.
Ο Σάκης Ρουβάς από την άλλη βγήκε να υπερασπιστεί το δικαίωμά του να δοκιμαστεί και σε άλλα πράγματα πέρα από αυτά που τον έχουν κάνει αγαπητό κυρίως στο νεαρόκοσμο. Σε αυτό βέβαια θα μπορούσε να απαντήσει κανείς πως για την αλλαγή πλεύσης ενός καλλιτέχνη και δη ενός τραγουδιστή, για την αλλαγή του καλλιτεχνικού του προφίλ, χρειάζεται ένας πιο ήπιος δρόμος και είναι λίγο απότομο από τα τραγούδια του Σάκη Ρουβά να πεταχτείς στο «Άξιον Εστί». Από την άλλη όμως, δεν ξέρω και κανέναν τραγουδιστή που θα το πρότειναν να τραγουδήσει Θεοδωρακη και αυτός να πει όχι. Από ότι ξέρω, ο μόνος που αρνήθηκε όταν του προτάθηκε κάτι τέτοιο, ήταν ο Γιάννης Πλούταρχος, που είπε, όπως έμαθα “Μεγάλη μου τιμή αλλά δε νομίζω πως είμαι άξιος να πω τα τραγούδια του Θεοδωράκη”!!!
Όμως το πιο σημαντικό και το οποίο δεν επιδέχεται νομίζω απάντηση, και το οποίο θα έπρεπε κανονικά να χρησιμοποιήσουν οι εμάντιοι σε αυτή τη συναυλία, είναι αν ο Σάκης Ρουβάς έχει τη φωνή για να πει το «Άξιον Εστί». Και δεν εννοώ αν είναι καλή μέτρια ή κακή η φωνή του Ρουβά, αλλά κατά πόσο χρειάζονται αυτά τα τραγούδια έναν λαϊκό τραγουδιστή με συγκεκριμένες δυνατότητες ενώ ο Ρουβάς διαθέτει μια πιο μπελκάντο φωνή – ας την πούμε έτσι-, κατάλληλη περισσότερο για ελαφρά τραγούδια. Υπάρχουν καταπληκτικές φωνές του ελαφρού τραγουδιού που δε μπορούν να πουν λαικά και λαϊκές φωνές που δε μπορούν να πούν ελαφρά τραγούδια. Εδώ ο Χατζιδάκις αντέδρασε άγρια δημοσίως εμπρός στην προοπτική να τραγουδήσει η Αγνή Μπάλτσα το Γαρύφαλλο στ’ Αυτί. Και είχε δηλώσει πως, όταν άκουσε κάποτε τη Μαρία Κάλλας να τραγουδάει τα Παιδιά του Πειραιά σε μια παρέα, της είπε «Μαρία δεν έχω ακούσει χειρότερη εκτέλεση» κι αυτή γελώντας το παραδέχθηκε – ε, και αντικειμενικά η Κάλλας είχε καλύτερη φωνή από τη Μελίνα.
Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία πως η επιλογή του Σάκη Ρουβά έγινε για λόγους δημοσιότητας. Για τον ίδιο λόγο που ο Σάκης Ρουβάς επιλέχθηκε προ καιρού να παίξει το Διόνυσο στην πιο δύσκολη τραγωδία του Ευριπίδη, τις Βάκχες. Και ο Σάκης Ρουβάς, είτε το έκανε για λόγους δημοσιότητας είτε γιατί ήθελε όντως να δοκιμαστεί σε κάτι διαφορετικό, πρόταση δέχθηκε κι αποφάσισε όπως νόμιζε. Το θέμα είναι όλοι αυτοί που βγήκαν να τον βρίσουν, σκέφτηκαν καθόλου πως στην πραγματικότητα έπαιξαν το παιγνίδι αυτών που τους προκάλεσαν, να τους διαφημίσουν τσάμπα;
Τα τραγούδια από το «Άξιον Εστί» τα πρωτοείπε ο Μπιθικώτσης. Μετά τα είπαν και ο Νταλάρας, κι ο Μητσιάς και άλλοι… τέτοια έργα, σαν το «Άξιον Εστί» δε κινδυνεύουν από αυτούς που θα τα πούν, αντιθέτως ξέρουν να τιμωρούν από μόνα τους τις κακές ερμηνείες τους.
Υ.Γ.: παρ όλο που δε συνηθίζω να απαντώ σε σχόλια κάτω από τα κείμενά μου, γιατί όπως εγώ γράφω τη γνώμη μου έχουν δικαίωμα και οι άλλοι να γράφουν τη γνώμη τους είτε γι’ αυτά που λέω είτε για μένα προσωπικά – όπως συμβαίνει συχνότατα – ειδικά αν δεν είναι ποινικά κολάσιμα, θα ήθελα να απαντήσω στην κα Ντόλυ Καραγεώργου, που έγραψε στο προηγούμενο άρθρο μου, με τίτλο «Πύρρειος Νίκη». Κατ αρχήν, έχετε δίκηο για την ορθογραφία του ονόματος του κου Λιβαθινού και ζητώ συγγνώμη. To θέμα του άρθρου μου είχε να κάνει με τη μεθόδευση και μόνο. Ούτε προσωπικά έχω με τον κο Ξυδάκη, όσο για τον κο Χατζάκη είμαστε φίλοι όπως είμαι φίλος και με πολλούς άλλους καλλιτέχνες στο χώρο, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησής τους. Καθόλου δεν υποτιμώ την προσωπικότητα και το έργο του κου Λιβαθινού και είναι σίγουρο πως αν τη θέση έπαιρναν ο κος Κιμούλης ή ο κος Θεοδωρόπουλος κι αυτοί λόγω ΣΥΡΙΖΑ θα την έπαιρναν. Κι αν ανέφερα τα ονόματά τους ήταν ακριβώς γιατί είχε συζητηθεί στο χώρο έντονα, πριν ακόμη από τις εκλογές, πως προωθούνταν από τον ΣΥΡΙΖΑ οι δύο συγκεκριμένοι. Δεν κατεβάζω ονόματα από το κεφάλι μου – αλλοιώς μπορεί να πρότεινα και εγώ τον Βασίλη Παπαβασιλείου πχ ή κάποιον αντίστοιχο. Πιστεύω απλώς πως για διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου θα ταίριαζε ένας από τους δύο που προανέφερα πιο πολύ από τον κο Λιβαθινό, μιας και υπηρετούν περισσότερο το στοιχείο της θεατρικής παράδοσης και ισορροπούν καλλιτεχνικά ανάμεσα στο κλασσικό και στο πρωτοποριακό θέατρο. Ο κος Λιβαθινός κινείται πετυχημένα στα μονοπάτια της θεατρικής πρωτοπορίας. Και πιστεύω πως για διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου δε θα ήταν ιδανικός κάποιος που οι επιλογές του είναι αυτές του κου Λιβαθινού. Άλλωστε η δουλειά του, επί χρόνια, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού ήταν εξαιρετική. Παρ’ όλα αυτά ακόμη και αν είχε τοποθετηθεί ο Κιμούλης ή ο Θεοδωρόπουλος, επίσης θα αντιδρούσα για τη μεθόδευση, γιατί αυτή ήταν το θέμα. Όσο για τον κο Λιβαθινό στο χέρι του είναι να μας αποδείξει πως μπορεί να φτιάξει το καλύτερο Εθνικό Θέατρο από την εποχή του Ιδρυτή του, του Φώτου Πολίτη. Δεν έχουμε λόγο να αντιδράσουμε αρνητικά στον άνθρωπο όταν βρεθούμε μπροστά στο έργο που πρέπει να κρίνουμε.