του Χρήστου Λάσκου

Το άρθρο αναλύει (sic) το Μεσανατολικό υποστηρίζοντας τη θεμελιώδη και γενεσιουργό αντίστιξη μεταξύ των δύο πλευρών.

Στη σύγκρουση, το Ισραήλ αντιπροσωπεύει τον πολιτισμό. Που πάει να πει, φυσικά, τον «δυτικό» πολιτισμό. Μ’ όλο, μάλιστα, που ο ιουδαϊσμός αποτελεί ισχυρό στοιχείο της πολιτικής κουλτούρας του κράτους -το Λικούντ, άλλωστε, κυβερνάει-, στην πραγματικότητα, ο ισραηλινός πληθυσμός εμφορείται από κοσμικές αντιλήψεις. Γι’ αυτό, κιόλας, εκτιμάει την ανθρώπινη ζωή πολύ περισσότερο από ό,τι οι αντίπαλοί του.

«Επειδή, όπως το καταλαβαίνω εγώ, οι περισσότεροι Ισραηλινοί γνωρίζουν καλά μέσα τους ότι μόνο αυτή η ζωή που ζούμε υπάρχει […] Από τη στιγμή που δεν υπάρχει άλλη, αυτή η μοναδική που μας δόθηκε γίνεται πολύτιμη».

Η φιλοσοφία στις ύψιστες στιγμές -κάπου ανάμεσα στα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, ίσως και τα Ελοχείμ.

Οι Ισραηλινοί και οι Ισραηλινές, λοιπόν, εκτιμούν τη ζωή και της φέρονται, όπως αρμόζει στη μοναδικότητά της.

Έλα, όμως, που οι συγκεκριμένοι εκτιμητές της ζωής βγάζουν την παλαιστινιακή ζωή πολύ φτηνότερη. Και, έτσι, δολοφονούν αδιακρίτως στη Γάζα.

Βάσει δε του ορισμού για τη γενοκτονία -η δολοφονία ανθρώπων όχι γιατί έκαναν κάτι, αλλά απλώς γιατί υπάρχουν-, είναι σαφές πως αυτό είναι που διαπράττει το Ισραήλ.

Σκοτώνει χιλιάδες άμαχους, μεταξύ των οποίων η πιο πολυπληθής κατηγορία είναι αυτή των παιδιών, αλλά για την “Πανδώρα” δεν παύει αυτό που διακρίνει τον πληθυσμό του από τους γειτονικούς λαούς να είναι η εκτίμηση της ανθρώπινης ζωής!

Ακριβώς επειδή το Ισραήλ είναι ειδικό στην εκτίμηση της ανθρώπινης ζωής ξέρει ότι μια ισραηλινή ζωή αποτιμάται όσο μερικές εκατοντάδες παλαιστινιακές. Η συνέχιση, επομένως, της σφαγής παιδιών και αμάχων -είναι ζήτημα αν στα τριάντα χιλιάδες θύματα βρίσκονται και μερικές δεκάδες στελέχη της Χαμάς- δεν μπορεί να κριθεί με όρους ηθικούς ή πολιτικούς. Αποτελεί ζήτημα πρακτικής αριθμητικής, στοιχειώδους λογιστικής. Δεν πρόκειται για κρατική τρομοκρατία, αλλά για επιστημονικό μάνατζμεντ -αν όλα αυτά θυμίζουν ανατριχιαστικά ναζιστικά προηγούμενα, ας είναι…

Άλλωστε, για να επανέλθουμε στην «ανάλυση», οι Παλαιστίνιοι, στην τελική (sic), δεν δολοφονούνται, αλλά αυτοκτονούν λόγω θεολογικής ιδιοτροπίας. Κανείς δεν τους σκοτώνει -είναι αυτόχειρες με δογματικά ξερά κεφάλια. Και το κάνουν αυτό όχι ένας προς έναν, προσωπικά, αλλά ως κοινότητα. Η ευθύνη για την αυτοκτονία τους είναι, λοιπόν, συλλογική.

Αν νομίζετε ότι υπερβάλλω, να ένα δείγμα της «ανάλυσης»:

«Από την πλευρά των Παλαιστινίων και της Χαμάς (προσέξτε τη σύμπλεξη, Χ.Λ.) βλέπουμε να συμβαίνει το αντίθετο (σε σχέση με τους λάτρες της ζωής Ισραηλινούς, Χ.Λ.).

Εκεί, χρησιμοποιούν τις ζωές των δικών τους και των παιδιών τους ως ασπίδα και δεν διστάζουν να τα θυσιάσουν […]. [Γ]ενικώς δίνουν την εντύπωση ότι δεν τους νοιάζουν οι απώλειες ζωών, αλλά τις επιδιώκουν κιόλας».

Καθάρματα υπάρχουν -είναι οι Παλαιστίνιοι. Είναι τόσο καθάρματα που σκοτώνουν τα ίδια τους τα παιδιά, επιδιώκουν τον θάνατό τους. Γι’ αυτό και όχι μόνο δεν τα κλαίνε, αλλά στήνουν πάρτι όταν πεθαίνουν.

Η ανάλυση, βέβαια, είναι βαθειά -έχει και εξήγηση:

«Γιατί; Επειδή λόγω της θρησκείας τους πιστεύουν ότι έχουν την αιωνιότητα με το μέρος τους. Επομένως, όσο περισσότεροι οι νεκροί τόσο καλύτερα γι’ αυτούς […] Μπορούν να περιμένουν 200 χρόνια, που λέει ο λόγος […]. Αυτό νομίζω είναι το υπόβαθρο του Μεσανατολικού, πέρα από το εδαφικό βέβαια […]».

Οι Παλαιστίνιοι εκτός από αυτόχειρες είναι και βλήματα.

Και οι χριστιανοί της «Δύσεως»; Δεν πιστεύουν στα μεταθανάτια και τις αιωνιότητες; Δεν κυνήγησαν επί αιώνες τους Εβραίους γιατί «αυτοί έφτιαξαν τα καρφιά»; Δεν τους έκαψαν κατά εκατομμύρια επειδή, μεταξύ άλλων, έπιναν και αίμα νηπίων και βρεφών;

Για την «Πανδώρα» είναι δεδομένο πως κοροϊδεύουν, πράγμα που για τον «ελεύθερο κόσμο» δεν συνιστά απαξία ή κάτι ηθικά επιλήψιμο. Δεν πιστεύουν σε τέτοιες σαχλαμάρες. Παριστάνουν τους πιστούς. Γι’ αυτό και εκτιμούν, σε αντίθεση με τους «άλλους», τόσο τη ζωή.

«Ο πόλεμος γίνεται ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενες αντιλήψεις για το τί είναι η ζωή». Αυτό.
Πρόκειται, προφανώς, για παραλήρημα. Πράγμα, όμως, που για τους ακροκεντρώους είναι κανόνας απαράβατος. Αυτό που τους χαρακτηρίζει καταστατικά είναι το μίσος. Μίσος για όσους δεν είναι σαν αυτούς -μ’ όλο που είναι διαπρύσιοι μαχητές της «ανεκτικότητος» και της «διαφοράς».

Ένα μίσος, που, για να το αναλύσω, κι εγώ, όπως κι αυτή, πηγάζει από απέχθεια προς τον ίδιο τους τον εαυτό. Μισούν τους πάντες και τον εαυτό τους.

Δεν πρόκειται για ειδική περίπτωση.

Δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιον που επέλεξε το επάγγελμα και είδε πως ο εκφρασμένος μισανθρωπισμός αποδίδει. Αντίθετα, είναι ο μισανθρωπισμός που έγινε επάγγελμα.

Η απίστευτη ιστορία των εμβληματικών ακροκεντρώων/ακροδεξιών Χρυσοχοΐδη και Λοβέρδου, με την ηθική και σωματική δολοφονία των οροθετικών γυναικών το 2012, είναι ένα πολύ κοντινό παράδειγμα.

Φόβος και τρόμος.