Το ποίημα μας λέει ότι οι τρεις φίλοι είχαν ορκιστεί, όποιος έφτανε πρώτος σε υψηλή θέση να βοηθήσει τους άλλους δύο. Ο Νιζάμ ήταν ο πρώτος που ξεχώρισε και αρχικά κράτησε το λόγο του, δίνοντας στον Ομάρ ένα εισόδημα που του εξασφάλιζε τη συνέχιση των σπουδών του και στον Χασάν μια υψηλή θέση στην κυβέρνηση. Γρήγορα ωστόσο η προσωπικότητα του Χασάν άρχισε να λάμπει σαν διαμάντι και να ξεχωρίζει περισσότερο απ` ό,τι θα ήθελε ο φίλος του. Ο Νιζάμ συνωμότησε, λοιπόν, για να διώξει από τη θέση του τον αθώο Χασάν, και τα κατάφερε. Εξόριστος στην Αίγυπτο, εκεί όπου διδάχτηκε την πίστη και τις μυστικές τέχνες των Νιζαρί, ο Χασάν άρχισε να σχεδιάζει την εκδίκησή του. Η διήγηση λέει ότι όταν γύρισε στην Περσία δίδαξε την πίστη των Νιζαρί. Γύρω από την ισχυρή προσωπικότητά του μαζεύτηκαν πολλοί μαθητές, κι η σέχτα των ασασίνων δημιουργήθηκε υπηρετώντας τις προσωπικές βλέψεις του Χασάν: Την εκδίκηση.
Το πρώτο θύμα των ασασίνων ήταν ο μεγάλος βεζίρης Νιζάμ αλ-Μουλκ. Ο πιο άγριος μύθος της εποχής των σταυροφοριών είχε γεννήσει τέχνη. Και δεν θα ήταν η πρώτη φορά.
Οι ονομαζόμενοι στη Δύση Ασασίνοι, μια κλειστή σέχτα σιιτών μουσουλμάνων, αυτοαποκαλούνται Νιζάρι Ισμαηλίτες. Γύρω από την κοινότητά τους χτίστηκε ένας από τους σημαντικότερους μεσαιωνικούς μύθους που μοιράστηκαν Δύση κι Ανατολή — οι Ασασίνοι κι ο ηγέτης τους, ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ, ο μυστηριώδης «Γέρος του Βουνού», εμφανίζονται στις διηγήσεις του Μάρκο Πόλο, επανέρχονται ξανά και ξανά στις διηγήσεις των σταυροφόρων και εχθρικών (σουνιτών) μουσουλμάνων συγγραφέων και ιστορικών. Η γοητεία της ανατολίτικης αυτής μυθιστορίας οδηγεί γρήγορα τη μεσαιωνική Ευρώπη να χτίσει μύθους γύρω από τα πρόσωπα και τη δράση της σέχτας, να φαντασιώσει τα παλάτια, τα κάστρα, τα μυστικά μονοπάτια του Αλαμούτ, του κάστρου του Γέρου, και τις μοναδικές δολοφονικές μεθόδους της. Κι ύστερα, δίνει τροφή σε σπουδαίους παραμυθάδες, που χτίζουν στα θεμέλιά της πύργους της Βαβέλ, εμποδίζοντας την κατανόηση της Ανατολής από την ερμητικά κλειστή, θεοκρατούμενη Δύση.
Ο μύθος πάντα εμπεριέχει σπέρματα αλήθειας, μα αυτά πρέπει να τα ψάξεις, να τα αναζητήσεις. Ο μύθος των Νιζαρί Ισμαηλιτών έζησε στις γλώσσες των δυτικών μέσα από τη λέξη ασασίνος (assassin), χρήστης χασίς, που ακόμη χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό: ο δολοφόνος. Οι ασασίνοι άρχισαν να απασχολούν την ακαδημαϊκή κοινότητα από την εποχή που τους ξαναέφερε στο φως ο Σιλβέστρ ντε Σασί τον 19ο αιώνα. Μόνο όμως προς τα τέλη του 20ού αιώνα η Δύση έσκυψε επιστημονικά πάνω από τις πηγές των ίδιων των Νιζαρί Ισμαηλιτών, και η αλήθεια για την νιζαρίτικη σέχτα άρχισε να έρχεται στο φως, να ξεχωρίζει από το μύθο και να εντάσσεται στο ιστορικό πλαίσιο απαλλαγμένη από στολίδια.
Οι παλιές ιστορίες
Στη σουνιτική αραβική γραμματεία οι Ισμαηλίτες, που συχνά συγχέονται με τους Καρμάτι του Μπαχρέιν, βάρβαρη φυλή δολοφόνων, είναι αιρετικοί και αντικείμενα ευρείας λασπολογίας. Για καθαρά θρησκευτικούς λόγους, οι Νιζαρί παρουσιάζονται, επίσης, ως μηδενιστές δολοφόνοι, κρυψίνοες και αεί συνωμοτούντες. Η πίστη τους χαρακτηρίζεται με τον βαρύτατο όρο «ιλχάντ», αίρεση που έχει σκοπό την καταστροφή του Ισλάμ εκ των έσω. Η γραμματεία ερχόταν σε πλήρη συμφωνία με την αντι-ισμαηλιτική προπαγάνδα που οι κυρίαρχοι σουνίτες ηγεμόνες είχαν φροντίσει να καλλιεργηθεί.
Η προπαγάνδα καλλιεργήθηκε ερήμην των Ισμαηλιτών. Με εξαίρεση τις λίγες δεκαετίες που είχαν τα δικά τους βασίλεια, οι διωκόμενοι πανταχόθεν «αιρετικοί» του Ισλάμ δεν είχαν το δικαίωμα να κηρύττουν ανοικτά την πίστη τους ή, έστω, να την υπερασπίζονται. Μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν υποχρεωμένοι να βλέπουν την πίστη και την ιστορία τους να διαστρεβλώνονται, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν: ακόμη και η ύπαρξή τους μετά από τόσους διωγμούς και κατατρεγμούς αποτελούσε ένα θαύμα…
Ο διχασμός του Ισλάμ, σε σουνιτικό και σιιτικό, κρύβεται, λοιπόν, πίσω από το μύθο των Ασασίνων. Διωγμένοι και «αιρετικοί» επί Αββασιδών και Ουμαγιδών, οι Σιίτες, και πιο συγκεκριμένα οι Ισμαηλίτες, κατόρθωσαν το 909 να αποκτήσουν επίσημη έκφραση, με την άνοδο στην εξουσία των Φατιμιδών. Η άνοδος στην εξουσία έφερε εκ νέου το διχασμό: το 1094 οι Ισμαηλίτες χωρίζονται και πάλι, σε Νιζαρί και Μουσταλί (τα ονόματα των δύο Ιμάμηδων που διεκδίκησαν τότε τη διαδοχή). Οι Νιζαρί ήταν εκείνοι που αναζητούσαν τα ιδανικά της πίστης τους προ της διαβρώσεως από την εξουσία, θεωρώντας πηγή του σχίσματος την εξουσία. Με ανανεωμένη την πίστη τους, μετά το σχίσμα, καταγόμενοι οι περισσότεροι από περιοχές της Περσίας με πολεμική παράδοση, αναζητούν να απαλλαχθούν από τους σουνίτες δυνάστες τους — στις περιοχές που ζουν οι περσότεροι Ισμαηλίτες, κυβερνούν οι Σελτζούκοι.
Όντας πολύ λιγότεροι, και λιγότερο οργανωμένοι, από τους Σελτζούκους, οι Νιζαρί, υπό την καθοδήγηση του Χασάν μπιν Σαμπάχ, καταφεύγουν σε «στρατηγικής σημασίας δολοφονίες». Οι πολιτικές δολοφονίες που με μαεστρία εκτέλεσαν, οδήγησαν πολύ γρήγορα πολλούς να αποδίδουν στους Νιζαρί κάθε καλοσχεδιασμένη πολιτική δολοφονία, που οι εκτελεστές της κάλυπταν πλήρως τα ίχνη τους. Οι δολοφόνοι, οι «Νιζαρί φιδαΐς» (αφοσιωμένοι Νιζαρί), δεν πιάνονταν ποτέ: ή ξέφευγαν ή πολεμούσαν μέχρι να τους σκοτώσουν, οπότε πληροφορίες για την πίστη και τις αποστολές τους δεν υπήρχαν πολλές, κι η λαϊκή φαντασία μπορούσε να καλπάζει. Λόγω της θέσης και της φύσης του Αλαμούτ, του μακρινού, δυσπρόσιτου βασιλείου τους στο σημερινό βόρειο Ιράν, γρήγορα ο μύθος των «δολοφόνων με τα γλυκά ξίφη» (έλεγαν πως όταν σε σκότωνε ασασίνος δεν αισθανόσουν τίποτε) πήρε νέα διάσταση: το καταφύγιό τους, που πολύ λίγοι είχαν δει, γινόταν τώρα ένα ακόμη «πεδίο δόξης λαμπρό» για την έντονη ανατολίτικη φαντασία αλλά και την άγνοια των αμόρφωτων και προληπτικών δυτικών.
Η μυθική σέχτα των ασασίνων γνώρισε τη φήμη και στην Ευρώπη, μέσα από τις διηγήσεις των σταυροφόρων. Οι δυτικοί που έφτασαν στους Αγίους Τόπους βρήκαν τους Νιζαρίτες και στη Συρία, όπου πολλοί είχαν προσχωρήσει στη νέα πίστη, και να έχουν τον δικό τους μικρό κρατικό θύλακα (Χαλέπι), αλλά, κυρίως, να πολεμούν στο δικό τους κράτος –το Αλαμούτ–, αμφισβητώντας έτσι έμπρακτα την ηγεμονία των Σελτζούκων Τούρκων στις περιοχές που έλεγχαν κάποτε. Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν στις δύσκολες αυτές συνθήκες, οι Νιζαρίτες –εντός κι εκτός Αλαμούτ– είχαν δημιουργήσει ένα πλέγμα σχέσεων, συμμαχιών και εχθροτήτων με μουσουλμάνους αλλά και δυτικούς ηγέτες. Τα θύματά τους, καθορισμένα από αυτές τις συμμαχίες, ανήκαν και στις τάξεις των σταυροφόρων και των Σελτζούκων. Η αποτελεσματικότητα των μελών της σέχτας, σε όποια αποστολή αναλάμβαναν, είχε τρομοκρατήσει τους αντιπάλους τους, κι ο αρχηγός τους, ο Χασάν, που είχε γίνει γνωστός ως «Ο γέρος του Βουνού» (Vetus de Montanis) είχε λάβει διαστάσεις θρύλου στο Ισλάμ, ενός θρύλου που εύκολα μεταφυτεύτηκε στη Δύση. Είναι η εποχή που δημιουργούνται οι ευρωπαϊκοί Θρύλοι των Ασασίνων, η εποχή που στο δυτικό λεξιλόγιο αρχίζει να συναντάται όλο και συχνότερα η λέξη assassin, η λέξη που σύντομα θα σήμαινε απλά «δολοφόνος».Οι μύθοι που κυκλοφορούσαν έφεραν τα μέλη της σέχτας να δείχνουν τυφλή υπακοή στον ηγέτη τους, Χασάν μπιν Σαμπάχ. Γεμάτοι αυτοθυσία, έβαζαν σε κίνδυνο τη ζωή τους για να εκτελέσουν τις εντολές του Χασάν, και, σύμφωνα πάντα με το μύθο, κάπνιζαν ένα μυστηριώδες –για τη Δύση– χορτάρι, που στην αραβική έφερε την ονομασία «χασίς». Οι μύθοι ήθελαν τον «Γέρο» να ελέγχει τους άνδρες του μέσω του χόρτου αυτού. Σύμφωνα με όσα καταγράφει ο Μάρκο Πόλο, αφού τους πότιζε χασίς τους πήγαινε, μαστουρωμένους, σ` έναν μυστικό κήπο, κρυμμένο σε κάποιον τόπο των ορέων του Αλαμούτ που μόνο εκείνος γνώριζε. Εκεί, οι ασασίνοι γεύονταν τις χαρές του παραδείσου, ενός επίγειου παραδείσου με γλυκό κρασί, νόστιμο φαγητό και αγγελικά ωραίες γυναίκες. Όταν, κοιμισμένοι, μεταφέρονταν και πάλι στον πραγματικό, άγριο κόσμο του περσικού βορρά, ήταν έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να επιστρέψουν σ` εκείνο τον παράδεισο. Έμπειροι στα όπλα, γενναίοι ορεσίβιοι μαχητές, σκότωναν για χάρη του Γέρου και του παραδείσου του. Έτσι έλεγαν οι μύθοι, έτσι κάπως ταυτίστηκε αδίκως το όνομα των Νιζαρί με την αμαρτία, το φανατισμό και την τέχνη της δολοφονίας.
Σήμερα οι ιστορικοί θεωρούν ότι οι ιστορίες περί χασίς και «μυστικού κήπου» είναι απόλυτα μυθεύματα, κατασκευασμένα από σταυροφόρους κι ευφάνταστους ταξιδευτές, που πίστευαν ό,τι άκουγαν –και πρόσθεταν ακόμη περισσότερα, χρησιμοποιώντας την αστείρευτη φαντασία τους– από τους σουνίτες μουσουλμάνους αλλά και ερμήνευαν μέσα από τους θρύλους αυτούς πολλά από όσα δεν κατανοούσαν από τον μυστικιστικό κόσμο της Ανατολής. Κατά τη διάρκεια του 12ου και του 13ου αιώνα στις πρώτες «απλοϊκές» ιστορίες προστέθηκαν κι άλλα στοιχεία, όλα ψευδή κι ανυπόστατα, που έδωσαν διαστάσεις θρύλου στην ιστορία των Ασασίνων και του Γέρου του Βουνού
Η πίστη κι ο φανατισμός των Νιζαρί φιδαΐς ήταν αναμενόμενο να εντυπωσιάσουν τους σταυροφόρους, οι οποίοι έμαθαν γι` αυτούς πριν δοκιμάσουν το σπαθί τους, από τους σουνίτες αγρότες και εμπόρους των Αγίων Τόπων — κι αυτό που έμαθαν ήταν ο μύθος. Οι σουνίτες περιφρονητικά τους ονόμαζαν «Τζαμαάτ αλ Χασισίγια», η Κοινότητα των Χασισιποτών, κι αυτό το όνομα μετάφρασαν για να τους χαρακτηρίζουν οι σταυροφόροι: «Χασασίν». Η φήμη περί χασισοποσίας ήταν (επιτυχής, τελικά) λασπολογία –αν και μάλλον ο όρος χρησιμοποιείται ως συνήθης ύβρις της εποχής, καθώς οι χασικλήδες ήταν λούμπεν στοιχεία– την οποία ξεκίνησαν οι Μουσταλί Ισμαηλίτες κατά των Ναζαρί της Συρίας, και βόλεψε ιδιαιτέρως τους σουνίτες.
Επειδή για τους σταυροφόρους όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν το ίδιο, κι επειδή ανάμεσα στους Φράγκους δεν υπήρχαν άνθρωποι που να ενδιαφέρονται να γνωρίσουν τις παραδόσεις της Ανατολής, η σέχτα των Νιζαρί παρουσιάστηκε ως απλή μουσουλμανική ομάδα — οι διαφοροποιήσεις, τα σχίσματα, οι διωγμοί των σχισματικών θα απασχολούσαν τη Δύση μετά τον 19ο αιώνα. Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί ότι ο όρος «χασισίγια» ή «χασισί» (χασισοπότης — πληθυντικός χασισιγίν ή χασισίν) δεν χρησιμοποιείται ποτέ για τους Νιζαρί της Περσίας από τους μουσουλμάνους ιστορικούς, εχθρικούς ή φιλικούς, διότι, πολύ απλά, η χρήση του χασίς τότε περιοριζόταν (ασχέτως θρησκευτικής πίστης) στα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού των μεσογειακών μουσουλμανικών κρατών. Στη Δύση, όμως, όλοι οι Νιζαρί αποκτούν το ίδιο όνομα, και το βασίλειό τους, το βασίλειο του Αλαμούτ, γίνεται «βασίλειο των ασασίνων».
Οι φιδαΐς δεν έπιναν, λοιπόν, χασίσι, το φυτό που πρωτογνώριζαν οι σταυροφόροι κι εντυπωσιάζονταν από την επίδρασή του στον άνθρωπο. Ακόμη περισσότερο, ο Γέρος του Βουνού τους απαγόρευε τη χρήση όχι μόνο του χασίς, αλλά και του αλκοόλ και κάθε ουσίας που θόλωνε την ευθυκρισία τους. Η χρήση του όρου «χασισίγια» ήταν που οδήγησε σ` αυτό τον πρώτο μύθο. Όταν, μετά τον 14ο αιώνα, η χρήση του χασίς γίνεται ευρύτατη και στις ανώτερες τάξεις των ισλαμικών αυλών, οι δυτικοί που έρχονται σε επαφή με τον ισλαμικό κόσμο πείθονται απολύτως για τη χρήση του χασίς από τους ασασίνους.
Η φήμη των ασασίνων ως των πιο καλών …δολοφόνων, έχει βάση ωστόσο — αν και ο μύθος φρόντισε να τη μετατρέψει σε κάτι πολύ μεγαλύτερο απ` ό,τι ήταν πραγματικά. Οι φράγκικοι μύθοι στηρίχτηκαν σε γεγονότα που έζησαν οι σταυροφόροι όταν δέχθηκαν τις επιθέσεις των Νιζαρί της Συρίας, οι οποίοι δρούσαν υπό τον Ρασίντ αλ ντιν Σινάν (για κάποιους ο γνήσιος «Γέρος του Βουνού» των δυτικών μύθων, αφού τον Χασάν μπιν Σαμπάχ δεν τον έζησαν οι δυτικοί) στο ισμαηλιτικό Χαλέπι. Στις σταυροφορίες πέντε σημαντικοί δυτικοί ηγέτες δολοφονήθηκαν από φιδαΐς. Και οι πέντε δολοφονίες έγιναν μέρα μεσημέρι, και οι πέντε φιδαΐς που τις εκτέλεσαν έχασαν τη ζωή τους στον τόπο του εγκλήματος. Οι σταυροφόροι που δεν είχαν πρόθεση να θυσιάσουν τίποτε, κι απλώς αναζητούσαν τους φημισμένους θησαυρούς της Ανατολής στους Αγίους Τόπους, εντυπωσιάστηκαν τα μάλα από τους πιστούς, αφοσιωμένους αυτούς άνδρες. Ο μύθος των ασασίνων έπαιρνε πια την οριστική του μορφή. Αυτή η αφοσίωση κι η τεχνική ήταν οι μυθολογικώς χαρακτηρισμένες ως «υπεράνθρωπες» δυνάμεις των ασασίνων, που εύκολα αποδόθηκαν, από τους άπιστους, στο χασίς. Έτσι κι αλλιώς, για τους δυτικούς στην μακρινή Ανατολή κατοικούσαν περίεργοι λαοί, ξωτικά, υπερφυσικά πλάσματα — οι ασασίνοι δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την πρόληψη και την άγνοια.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος δράσης της φαντασίας –και όχι της κατασκοπείας– των δυτικών, στο ακόλουθο απόσπασμα επιστολής προς τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα, ενός πρέσβη του προς τον μεγάλο αντίπαλο των σταυροφόρων, τον Σαλαντίν: «Ο πρίγκιπάς τους (σ.σ. των ασασίνων) έχει στην ιδιοκτησία του δεκάδες παλάτια υπέροχα, τα οποία περιβάλλουν πανύψηλοι τοίχοι, ώστε κανείς να μην μπορεί να μπει μέσα παρά μόνο από μια πολύ μικρή και πάντα φυλασσόμενη πόρτα. Σε αυτά τα παλάτια φέρνουν οι χωρικοί του τα αγόρια τους από πολύ μικρή ηλικία. Εκεί διδάσκονται πολλές γλώσσες, ελληνικά, λατινικά, σαρακήνικα κ.ά. Αυτά τα αγόρια διδάσκονται επίμονα, ώσπου να μεγαλώσουν, ότι πρέπει να υπακούν μέχρι θανάτου τον κύριό τους, ό,τι κι αν τους ζητήσει, και ότι αν πράξουν τις εντολές του θα κερδίσουν τις απολαύσεις του παραδείσου, τον οποίο αυτός ελέγχει. Από τη στιγμή που θα μπουν στο παλάτι, παιδιά ακόμη, ώσπου να σταλούν να δολοφονήσουν κάποιον, δεν έχουν δει κανέναν πλην του πρίγκιπα και των δασκάλων τους. … Όταν έρθει η ώρα ο πρίγκιπας τους δίνει ένα ολόχρυσο ξιφίδιο και τους στέλνει να δολοφονήσουν όποιον ηγέτη έχει αποφασίσει». Οι διηγήσεις αυτές, απολύτως φανταστικές, είχαν ήδη κάνει τον κύκλο τους στην Ανατολή, ειδικά μετά την αποτυχημένη απόπειρα των Νιζαρί κατά του Σαλαντίν. Στα ενδιαφέροντα της επιστολής ας προστεθούν οι (πιθανότατα κατευθυνόμενες) αναλήθειες ότι «οι χεϊσεσίνι», όπως αναφέρονται «ζουν χωρίς νόμο, τρώνε τη σάρκα του χοίρου σε αντίθεση με τους λοιπούς Σαρακηνούς και έχουν κοινές όλες τους τις γυναίκες».
Μέχρι την εποχή του μεγάλου βενετσιάνου ταξιδευτή, ο μύθος ήθελε τον Γέρο του Βουνού απλώς να υπόσχεται τον παράδεισο. Ο μύθος του «κρυφού παραδείσου» του Γέρου του Βουνού είναι δημιούργημα του Μάρκο Πόλο, ο οποίος επισκέφτηκε το Αλαμούτ 150 χρόνια μετά το θάνατο του Χασάν, κι έδεσε μια χαρά με τις χασισοϊστορίες των σταυροφόρων. Ο Γέρος του Βουνού παρουσιάζεται κι εδώ ως ένα υπεράνθρωπο πλάσμα, που ήξερε πολύ καλά να ελέγχει τους πιστούς του, είχε μετατρέψει σε επιστήμη την υποβολή και την πλύση εγκεφάλου κι είχε ως όπλο τον κρυφό του παράδεισο, έναν απίστευτης ομορφιάς κήπο των ηδονών, όπου όλα τα αγαθά παρέχονταν αφειδώς στους μαστουρωμένους δολοφόνους του «Γέρου». Τα πράγματα ήταν απλά: ο Χασάν ι Σαμπάχ είχε φέρει νέες μεθόδους καλλιέργειας στην κοιλάδα του Αλαμούτ και είχε ξεκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια για τη δενδροφύτευση, με ανθεκτικά είδη, των άγριων αυτών εδαφών. Η αγάπη των Νιζαρί –όπως και όλων των Αράβων και Περσών– για τους κήπους ήταν εμφανής σε όλα τα κάστρα που έλεγχαν. Λόγω των πολεμικών αναγκών, απλώς, φρόντιζαν να περιλαμβάνουν αυτοί οι κήποι και βρώσιμους καρπούς, ώστε να ήταν χρήσιμοι σε περιόδους πολιορκίας. Ο «κρυφός παράδεισος» δεν ήταν παρά ένας (ή πολλοί, αναλόγως των κάστρων που κανείς επισκεπτόταν) φροντισμένος και όμορφος κήπος.
Ο Γέρος του Βουνού
Ο Χασάν Μπιν Σαμπάχ, ο Γέρος του Βουνού, έζησε τη ζωή ενός φωτισμένου θρησκευτικού ηγέτη χωρίς να επιδιώξει όσα του επιφύλαξε ο θρύλος. Γεννήθηκε περί το 432-442 μετά την Εγίρα (περί το 1090-1100 μ.Χ.). Έζησε πάνω από 90 χρόνια, πέθανε το 517 μετά την Εγίρα, το 1124 των Χριστιανών. Το πλήρες όνομά του, Χασάν μπιν Αλί μπιν Μοχάμεντ μπιν Τζαφάρ μπιν Χουσαΐν μπιν Σαμπάχ αλ Χαμαρί, δείχνει πως κυλούσε αριστοκρατικό αίμα στις φλέβες του: ήταν απόγονος της βασιλικής οικογένειας της Υεμένης. Όπως συνηθιζόταν στην τάξη του, από μικρός σπούδασε δίπλα στους καλύτερους δασκάλους της εποχής φιλοσοφία, θεολογία και μαθηματικά. Από τους διασημότερους δασκάλους της εποχής ήταν κι ο Ιμάμης Μαφίκ Ανισαπούρι, δάσκαλος του Μουλκ και του Καγιάμ. Είναι πιθανό να δίδαξε τον Χασάν. Ωστόσο, η διαφορά ηλικίας του Χασάν με τους δύο άνδρες
–ήταν πάνω από είκοσι χρόνια μεγαλύτεροί του– αφαιρεί σε εγκυρότητα από το ποιητικό πόνημα του Καγιάμ (κάτι που δεν εκπλήσσει, καθώς η ποίηση δεν στοχεύει στην ιστορική αλήθεια). Το βέβαιο πάντως είναι πως ο Χασάν υπηρέτησε σε υψηλή θέση στο παλάτι, όταν ο Μουλκ ήταν βεζίρης. Και οι πηγές συμφωνούν ότι ο Χασάν ήταν ένα λαμπρό πνεύμα που ξεχώριζε στην Αυλή του Μαλίκ Σαχ τόσο ώστε να απειλεί τον βεζίρη, ο οποίος βιάστηκε να τον ξεφορτωθεί στήνοντας μια ωραιότατη αυλική συνωμοσία, εκθέτοντάς τον ως ανίκανο στα μάτια του σουλτάνου.
Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ήδη ο Χασάν είχε αρχίσει, μέσω συζητήσεων με δύο διακεκριμένους «αιρετικούς» θεολόγους της εποχής, να ελκύεται από την πίστη των σιιτών, των Ισμαηλιτών. Η αυτοεξορία του στην Αίγυπτο, όταν έπεσε σε δυσμένεια, τον έφερε πιο κοντά στην ισμαηλιτική πίστη την κατάλληλη εποχή: ήταν ο καιρός που ο ιμάμης των Ισμαηλιτών, Μουστανσίρ, όριζε τον γιο του, τον Νιζάρ, ως διάδοχό του. Η κρίση, το σχίσμα μεταξύ των Ισμαηλιτών δεν θα αργούσε. Ο Χασάν στάθηκε στο πλευρό του Νιζάρ, και προσέθεσε στους εχθρούς του, πλην των Σουνιτών, και τους αντιπάλους του νέου ιμάμη. Η φυγή του από την Αίγυπτο τον οδήγησε σε νέα περιπέτεια. Ταξίδεψε, σε αναζήτηση ισμαηλιτικών κοινοτήτων, στο Ισπαχάν, το Ταμπαριστάν, κι έφτασε κάποτε στο Αλαμούτ, το μεγάλο φρούριο της βόρειας Περσίας. Εκεί, σύμφωνα με την ισμαηλιτική παράδοση, προσηλύτισε τον κυβερνήτη της περιοχής αλλά και τον απλό λαό, δημιουργώντας κρατική βάση για τους πιστούς Νιζαρί. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, το έτος 483 μετά την Εγίρα βρήκε τον Χασάν πνευματικό –και άρα και πολιτικό– ηγέτη του Αλαμούτ. Οι Σελτζούκοι απέκτησαν έναν μεγάλο πονοκέφαλο. Ο Χασάν άρχισε να διδάσκει την ισμαηλιτική πίστη στα περίχωρα του Αλαμούτ, και όπου δεν έπιπτε λόγος, φρόντιζε να κατακτά όσα φρούρια χρειάζονταν για να μη κινδυνεύει η έτσι κι αλλιώς δυσπρόσιτη και σκληροτράχηλη γη του σημερινού βόρειου Ιράν. Η δυναμική του ήταν τέτοια ώστε οι απασχολημένοι στη διεκδίκηση του θρόνου απόγονοι του Μαλίκ έκαναν μαζί του ειρήνη, εγκαταλείποντας οποιαδήποτε σχέδια για έλεγχο της περιοχής, τουλάχιστον για λίγο. Αυτό το «για λίγο» το γνώριζε ο Χασάν, ο οποίος φρόντιζε, μέσω των πιστών ισμαηλιτών κατασκόπων και πολεμιστών του να γνωρίζει ακριβώς τι συνέβαινε στο βασίλειο των Σελτζούκων και, όταν μπορούσε, να παρεμβαίνει προς όφελος του λαού του — με συχνό μέσο τις πολιτικές δολοφονίες, λόγω της μικρής στρατιωτικής του δύναμης. Ο Χασάν εκμεταλλεύτηκε άριστα την πληροφορία και κατόρθωσε να μετατρέψει, χάρη στην κατασκοπεία, τη μειονεκτική του θέση –μικρό και μακρινό κράτος, μικρή δύναμη– σε πλεονέκτημα. Πιθανώς να χαιρόταν για τους μύθους που κυκλοφορούσαν εις βάρος του: ήταν, με βεβαιότητα, μεγάλης πολιτικής αξίας.
Αυστηρός στην ηθική του –λέγεται πως έδωσε εντολή να σκοτώσουν τον έναν εκ των γιων του διότι δοκίμασε αλκοόλ–, ο Χασάν αγωνίστηκε για την ευτυχία του λαού του όχι μόνο με έργα πολέμου, που σ` εκείνες τις συνθήκες διασφάλιζαν ειρήνη, αλλά και με έργα ειρήνης: εισαγωγή νέων καλλιεργειών, οδοποιία, μαθήματα του νόμου (σαρία). Έζησαν ο ίδιος κι η οικογένειά του απλή ζωή, και αποτελούσε υπόδειγμα για τους πιστούς. Η υπακοή των Νιζαρί στον Χασάν ιμπν Σαμπάχ ήταν η υπακοή των μαθητών στον δάσκαλο. Οι μαθητές του ονομάστηκαν από τους εχθρούς του «Ασασίνοι».
Από τις ελάχιστες ημερομηνίες που σώζονται, στο βίο του Γέρου του Βουνού, είναι η 5η Σεπτεμβρίου 1102 (20ή Ντιλ Κουάντ 495 μετά την Εγίρα), οπότε και κατακτήθηκε από τους άνδρες του Αλαμούτ το στρατηγικά και πολιτικά σημαίνον κάστρο του Λαμασάρ, του οποίου οι μέχρι πρόσφατα ισμαηλίτες κύριοι αλλαξοπίστησαν για πολιτικούς λόγους, και επαναστάτησαν κατά του Χασάν μπιν Σαμπάχ.
Το βασίλειο του Αλαμούτ επιβίωσε από της ιδρύσεώς του ως το 1256, οπότε έπεσε στα χέρια των Μογγόλων. Από τότε οι Ισμαηλίτες δεν απέκτησαν ποτέ ξανά κράτος. Σήμερα ζουν διασκορπισμένοι σε Ευρώπη, Ασία και Αμερική, και αριθμούν αρκετά εκατομμύρια.