Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς τον ειδησεογραφικό οχετό – διότι περί αυτού πρόκειται – που έχει ξεχυθεί στα αμερικάνικα μέσα, με τους Τάιμς της Νέας Υόρκης στην πρώτη γραμμή, μετά την εκλογή και την ανάληψη καθηκόντων από τον Ιμπραήμ Ραϊσί, με στόχο την δολοφονία χαρακτήρα τόσο του σημερινού προέδρου του Ιράν όσο και όλης της περί αυτόν ηγεσίας της χώρας. Θεωρώντας δεδομένο, μάλιστα, ότι ο Ραϊσί προετοιμάζεται για τη θέση του ανώτατου ηγέτη, μετά τον ηλικιωμένο πια Χαμενεϊ, η «δουλειά» φαίνεται πως πρέπει να γίνει γρήγορα, γι’ αυτό και οι «απροσεξίες» και παραλήψεις δίνουν και παίρνουν.
Η μηχανή της προπαγάνδας επικεντρώνεται στο πρόσωπο του «συντηρητικού» νέου προέδρου – που όντως αποτελούσε και εκλεκτό του Χαμενεϊ- και τους προερχόμενους από τους Φρουρούς της Επανάστασης κι αυτό που περιγράφουν ως «στενό συντηρητικό πυρήνα» στην κυβέρνησή του, και κάνει λόγο για τα «παλιά εγκλήματα» του Ραϊσί, από το 1988, στήνοντας με τον γνωστό τρόπο το παραμύθι του άσπρου – μαύρου.
Αυτά που ξεχνούν να αναφέρουν, όμως, είναι αυτά που δείχνουν τις ευθύνες των ΗΠΑ στην πορεία που χαράσσει το Ιράν όπως και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν τα «εγκλήματα», του αγνώστου αριθμού θυμάτων, μεταξύ των οποίων με βεβαιότητα υπήρξαν και κάποιοι αθώοι, αλλά με την πλειονότητα να είναι προδότες σε καιρό πολέμου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η μάλλον, μία αρχή, γιατί όσα έχει υποστεί το Ιράν από την ιμπεριαλιστική Δύση τα τελευταία σχεδόν 80 χρόνια αποτελούν θέμα για βιβλία και όχι για ένα άρθρο.
Το Σεπτέμβριο του 1980, ούτε ένα χρόνο μετά την μεγάλη Ιρανική Επανάσταση, το Ιράκ επετέθη στο Ιράν, ξεκινώντας έναν πόλεμο που κράτησε οκτώ χρόνια. Πίσω από το Ιράκ βρίσκεται όλο το ιμπεριαλιστικό σύστημα, που θέλει να συντρίψει την επανάσταση και να επαναφέρει το Ιράν στην σφαίρα επιρροής της Δύσης. Στόχος του ίδιου του Ιράκ, ο Περσικός και τα πετρέλαια.
Το Ιράκ είχε στην πολεμική του μηχανή τα πάντα – από συμβατικά όπλα που έρχονταν από παντού ως και τα δολοφονικά χημικά που του προμήθευαν οι (δυτικο)Γερμανοί φίλοι και σύμμαχοί μας. Ήταν η εποχή που τα όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ ήταν ιδιαίτερα αρεστά στη Δύση, που φρόντιζε και να τον προμηθεύει και να τον βοηθά στην κατασκευή και να του κλείνει το ματάκι κατά τη χρήση…
Το Ιράν είχε το λαό της επανάστασης, που, κυριολεκτικά με τα κορμιά του, σταματούσε την πολεμική μηχανή των εχθρών του. Και νίκησε – γιατί η θεωρητική «ισοπαλία» δεν ήταν παρά η ανικανότητα της ιμπεριαλιστικής μηχανής να καταβάλει το λαό της Επανάστασης. Τα Ιρανικά «κύματα ανθρώπινων κορμιών», η παιδεία του ηρωικού μαρτυρίου που τόσο βαθιά υπάρχει στην πέρσικη κοινωνία, σταμάτησαν τα χημικά, τις στοχευμένες επιθέσεις κατά αμάχων, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που πραγματοποιούσε η Δύση μέσω του τότε πολυαγαπημένου της Σαντάμ.
Υπήρξε, ωστόσο, μια ευρεία ομάδα Ιρανών που όχι μόνο δε στήριξε τη χώρα της, αλλά πέρασε στο αντίπαλο στρατόπεδο, όχι μόνον πολεμώντας στο πλευρό του Σαντάμ (με τη Δύση να τους προσφέρει τα πάντα), αλλά προσπάθησε να σπάσει και την εκεχειρία του 1988. Ήταν τα μέλη του κόμματος Μουτζαχεντίν ε-Χαλκ, ή ΜΕΚ.
Το ΜΕΚ ξεκίνησε ως σπουδαστικό κίνημα τη δεκαετία του ’60 και υπήρξε τμήμα των επαναστατικών δυνάμεων το 1979. Στο συνήθη μετεπαναστατικό εμφύλιο, αφού δεν δέχθηκε να μετέχει στο συνταγματικό δημοψήφισμα, συγκρούστηκε με τον Χομεϊνί και τελικά, απαγορεύτηκε το 1981, ενώ ήδη οι δυνάμεις του Σαντάμ προχωρούσαν και καταλάμβαναν Ιρανικό έδαφος. Με το ΜΕΚ στο πλευρό του.
Σε καιρό πολέμου, το ΜΕΚ όχι μόνο πλήττει εσωτερικά το Ιράν – που είναι σε πόλεμο – στοχεύοντας στη δολοφονία επιφανών πολιτικών και στελεχών της Επανάστασης, αλλά περνά πλήρως και ξεκάθαρα στο πλευρό του Ιράκ, ενώ χρηματοδοτείται και από τη CIA. Παίρνει κανονικά τα όπλα κατά της πατρίδας του, που δέχεται δολοφονική και εγκληματική επίθεση από το Ιράκ. Είναι η στιγμή που χάνει κάθε λαϊκή υποστήριξη – όχι όμως και την υποστήριξη της Δύσης, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Τον Ιούλιο του 1988 περίπου 7.000 μέλη του ΜΕΚ επιτίθενται στο Ιράν, από εδάφη του Ιράκ, με την υποστήριξη του πυροβολικού και της αεροπορίας του Ιράκ. Στο μυαλό τους, μόλις έμπαιναν στη χώρα ο λαός θα ξεσηκώνονταν και θα ερχόταν στο πλευρό τους. Τίποτε τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί, σε έναν λαό που θρηνούσε κοντά ένα εκατομμύριο νεκρούς, μεταξύ των οποίων δεκάδες χιλιάδες άμαχοι που έγιναν ηθελημένος στόχος από το Ιράκ, το ΜΕΚ και τους συμμάχους τους. Από τους επτά χιλιάδες άντρες του ΜΕΚ σκοτώνονται περίπου 4.500 – έχω την υποψία ότι προσμετρώνται στους περίφημους 5.000, αλλά δε θα επιμείνω… ένας ακόμη μεγάλος αριθμός συλλαμβάνεται, καθώς περικυκλώθηκε από τον Ιρανικό στρατό, με αλεξιπτωτιστές να πέφτουν πίσω από τις γραμμές τους, όταν οι προδότες προχώρησαν περί τα 90 χιλιόμετρα μέσα σε Ιρανικό έδαφος.
Οι συλληφθέντες οδηγούνται στη φυλακή. Με πρωτοβουλία του Χομεϊνί, κατά κάποιους με έκδοση φετφά, τους ζητείται να αποκηρύξουν την προδοσία – όσοι δεν το κάνουν εκτελούνται. Και εδώ να υπενθυμίσουμε ότι στην Ελλάδα η θανατική ποινή καταργήθηκε (επιτέλους) το 2004, η ΕΕ αποφάσισε σχετικά το 1981 και στις ΗΠΑ υπάρχει ακόμη και προβλέπεται για αντίστοιχες περιπτώσεις (όπως του Τίμοθυ μακΒέι…) Ο αριθμός όσων εκτελέστηκαν είναι άγνωστος αλλά φουσκώνει ανεξέλεγκτα με τα χρόνια – από τις χίλιες εκτελέσεις που αναφέρονταν τα πρώτα χρόνια, στις 5.000 που αποδέχονται οι περισσότεροι δυτικοί, σήμερα, ειδικά μετά το 2017 επί προεδρίας Τραμπ, ο αριθμός φουσκώνει και αυτό που βρίσκει κανείς συχνότερα γουγλίζοντας τώρα είναι 30.000… Ξαναθυμίζω εδώ ότι περίπου 2.500 ήταν οι συλληφθέντες εισβολείς, μέλη του ΜΕΚ, μετά την συντριπτική τους ήττα.
Στις ανακρίσεις και εκτελέσεις του 1988, ο σημερινός πρόεδρος του Ιράν, Ιμπραήμ Ραϊσί, απόγονος του προφήτη, όπως δείχνει και το μαύρο του σαρίκι, ήταν ένας 27χρονος ιεροδιδάσκαλος, νομικός, μέλος της τετραμελούς επιτροπής που είχε ορίσει ο Χομεϊνί, η οποία είχε αναλάβει τις ανακρίσεις και αποφάσεις. Θέση ευθύνης και ενδεικτική της κατάρτισής του ήδη – ήταν το νεώτερο μέλος της επιτροπής. Οι άνθρωποι με τους οποίους είχε να κάνει η επιτροπή δεν ήταν πολίτες, δεν ήταν καν στρατιώτες κανονικού στρατού (αυτό, επειδή η Γενεύη την μάρανε την Δύση…), ήταν απλοί και ξεκάθαροι προδότες, αντεπαναστατική, ιμπεριαλιστική μηχανή εκ των έσω: Ιρανοί προδότες που δολοφονούσαν Ιρανούς, ηθελημένα και δεκάδες χιλιάδες αμάχους, σε καιρό πολέμου.
Όπως έγραψε στο Indian Punchline ο γνωστός πρώην πρέσβυς και αναλυτής ΜΚ Μπραντρακουμάρ, «Το Ιράν συνέτριψε το ΜΕΚ και έτσι ξεκίνησαν οι λεγόμενες “αναθέσεις θανάτου” φυλακισμένων, τρομοκρατών και άλλων. Αναπόφευκτα, μεταξύ των εκτελεσθέντων ήταν και πράκτορες των δυτικών μυστικών υπηρεσιών. … Ο Ραϊσί ήταν ένας 27χρονος νέος όταν υπηρέτησε στην επαναστατική επιτροπή που είχε αναλάβει να δικάσει τους εχθρούς του Ιράν».
Ο ινδός πρώην διπλωμάτης έχει κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις για το Ραϊσί, τον οποίο θεωρεί εξαιρετικο συνομιλητή για τις ΗΠΑ – σε αντίθεση με τις ίδιες τις ΗΠΑ. Σημειώνει ότι «πρόκειται για μια αυθεντικά δημοφιλή δημόσια προσωπικότητα» και τονίζει ότι οι μονομερείς και παράνομες κυρώσεις στο Ραϊσί επιβάλλονται μόλις επί Τραμπ και μετά τη δολοφονία του Σολεϊμανί. Ως τότε κανείς δεν έχει «ανακαλύψει» τα δήθεν εγκλήματα, πλην του ΜΕΚ, που σήμερα είναι ουσιαστικά ένας μηχανισμός της CIA και των Ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών. Ο Ραϊσί γίνεται θύμα κυρώσεων μόλις το 2019, που έχει αναλάβει επικεφαλής της Δικαιοσύνης, και ήταν κυρώσεις με στόχο την ολική έξοδο από την Συμφωνία για τον Εμπλουτισμό Ουρανίου από το Ιράν (ΚΟΣΔ, Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης, JCPOA, Joint Comprehensive Plan of Action) την εποχή που ο Μπάιντεν, στον προεκλογικό του αγώνα, υπόσχονταν επιστροφή σε αυτήν. Και εδώ να θυμίσουμε και πάλι ότι η συμφωνία που υπεγράφη το 2015 στη Βιέννη, δεν τηρήθηκε από τις ΗΠΑ: ήταν ο Τραμπ που αποχώρησε μονομερώς το 2017, και που δέχθηκε επί διετία τεράστιες πιέσεις από την κυβέρνηση Νετανιάχου να επιτεθεί στο Ιράν (κάτι που δεν έγινε γιατί οι στρατηγοί των ΗΠΑ έχουν ακόμη σώας τας φρένας).
Όπως σημειώνει ο πρώην πρέσβυς «Οι αμερικάνοι αναλυτές μεμψιμοιρούν και λένε ότι οι ανανεωτές του Ιράν παραμερίστηκαν (got a bad deal) στη λίστα των υποψηφίων για την προεδρία. Ομως o Ραϊσί επέτυχε μια περίτρανη νίκη. Στις εκλογές του 2017 είχε λάβει 38,28% και το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σήμερα σε 61,95%, μια αύξηση 2,1 εκατομμυρίων ψήφων. Και σε αυτό βοήθησαν δύο παράγοντες. Πρώτον, οι ψηφίσαντες από 70% του εκλογικού σώματος πριν τέσσερα χρόνια ήταν 50% φέτος. Δεύτερον, η δημοφιλία του Ραϊσί παρουσιάζει μια ξεκάθαρη αύξουσα καμπύλη από όταν ανέλαβε τον τομέα της δικαιοσύνης, το 2019, και ξεκίνησε την υψηλού επιπέδου καμπάνια κατά της διαφθοράς». Το θέμα της διαφθοράς είναι από τα πρώτα στην ατζέντα της Ιρανικής κοινωνίας και ο Ραϊσί θεωρείται αδιάφθορος και αυτός που τα έβαλε με τους μηχανισμούς διαφθοράς, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται.
Το πρόβλημα με τις αναλύσεις των αμερικάνων είναι ότι «έχουν χάσει τη μπάλα, οι προεδρικές εκλογές του Ιράν δεν έχουν να κάνουν με τις ΗΠΑ αλλά με την πολιτική και οικονομική κατάσταση της ίδιας της χώρας». Κι εδώ ας προσθέσουμε ότι πέραν όλων αυτών, η κυβέρνηση Ρουχανί, ειδικά μετά την δολοφονία Σολεϊμανί και την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία, ήταν στο ναδίρ της δημοφιλίας της.
Η συμβουλή του πρέσβυ προς την κυβέρνηση Μπάιντεν είναι να καταλάβει πως «οι συντηρητικοί γενικώς υποστηρίζουν την άρση των δυτικών κυρώσεων ώστε το Ιράν να απελευθερώσει πλήρως τις δυνατότητές του για ανάπτυξη και εξέλιξη… Ο Ραϊσί ήταν μέλος του Ανώτατου Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και έχει προσφέρει στην δημιουργία της ευρείας στρατηγικής του Ιράν στην εξωτερική του πολιτική».
Και καταλήγει θυμίζοντας: «Το 1989 ανήκει στο χθες. Επίσης, μην περιμένετε από το Ιράν να εκδιώξει το σύστημα ισλαμικής διακυβέρνησης της χώρας, Βελαγιατ-ι φακίχ. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επιβάλουν τον εξεπσιοναλισμό τους σε ένα «κράτος πολιτισμού» όπως το Ιράν». Μια σοφή και ιδιαιτέρως σημαντική επανάληψη της πραγματικότητας στις σχέσεις ΗΠΑ- Ιράν.
Όποιες και όσες και αν είναι οι καθαρές ματιές διεθνών αναλυτών στο θέμα, ωστόσο, η κυβέρνηση Μπάιντεν δε φαίνεται να επιθυμεί να εφαρμόσει όσα υπόσχονταν προεκλογικά, και δε φαίνεται και να ξέρει που θέλει να βαδίσει διπλωματικά – η πολιτική της όχι μόνο στο Ιράν αλλά και στην ευρύτερη περιοχή δεν έχει ξεκαθαρίσει. Ειδικά στις συνομιλίες της Βιέννης που ξανάρχισαν, ενώ προφορικά έκαναν πολλοί λόγο για επιστροφή στη συμφωνία «από τον αντιπρόεδρο του Ομπάμα» που την επέτυχε, οι ΗΠΑ αυτό που έκαναν είναι να βάζουν συνεχώς νέες απαιτήσεις στο τραπέζι, που ουσιαστικά ζητούσαν το «ξεδόντιασμα» όλης της αμυντικής πολιτικής του Ιράν.
Κι εδώ ο λόγος γίνεται για αμυντική πολιτική, διότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Το Ιράν δεν έχει κάνει κανέναν επεκτατικό πόλεμο και ο ίδιος ο Αγιατολάχ Χομεϊνί έχει καταδικάσει όλα τα όπλα μαζικής καταστροφής – κάτι που τόνισε και ο Ραϊσί στην πρώτη του ομιλίας ως πρόεδρος, υπενθυμίζοντας την θέση της Ισλαμικής Δημοκρατίας ενάντια στα πυρηνικά. Άλλωστε, ο εμπλουτισμός ουρανίου από το Ιράν που δήθεν του δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων, σημαίνει στην πραγματικότητα ότι θα έχει τόσο ουράνιο εμπλουτισμένο που ένα χρόνο μετά την έναρξη κάποιου πολέμου θα μπορεί να αναπτύξει κάποιο πυρηνικό όπλο – είναι προφανές ότι το πρόγραμμα έχει ειρηνικούς σκοπούς, όσο προφανής είναι και η δαιμονοποίησή του στη Δύση των πυρηνικών και των όπλων της μαζικής καταστροφής – με τα τελευταία να τα έχει νοιώσει το Ιράν στο πετσί του.
Το Ιράν έχει ξεκάθαρα πει ότι θα επιστρέψει στους πλήρεις όρους της ΚΟΣΔ αν οι ΗΠΑ άρουν τις μονομερείς και παράνομες και δολοφονικές κυρώσεις που επέβαλαν μετά την μονομερή αποχώρησή τους από τη διεθνή συμφωνία. Και δεν μπορεί να επιστρέψει – και καλώς πράττει – αν η συμφωνία δεν είναι η ίδια. Κάθε νέος όρος – και είναι πολλοί – απλώς απομακρύνει το ενδεχόμενο, και, με βεβαιότητα, η ευθύνη δεν είναι ούτε στο Ιράν ούτε στο Ραϊσί.
Ο διεθνής παράγοντας
«Ας είναι χρήσιμη σε όλους η εμπειρία της κυβέρνησης του κυρίου Ρουχανί. Την εμπειρία που λέει πως δεν μπορείς να εμπιστευτείς τη Δύση. Στην κυβέρνηση Ρουχανί έγινε ξεκάθαρο ότι σε τίποτε δεν προσφέρει η εμπιστοσύνη στη Δύση. Δεν βοηθούν και θα σε χτυπήσουν άσχημα μόλις μπορέσουν. Αν δεν το κάνουν είναι γιατί δεν μπορούν» Αγιατολάχ Χαμενεϊ, 28 Ιουλίου 2021
Ένα από τα βήματα που έκανε η κυβέρνηση Μπάιντεν για να πιέσει το Ιράν να δεχθεί τους νέους όρους, ήταν η απόπειρα να πιέσει μέσω Κίνας. Η υφυπουργός Εξωτερικών Γουέντυ Σέρμαν ζήτησε ευθέως στις 26 Ιουλίου, στην επίσκεψή της στην Κίνα, από τον ΥΠΕΞ του Πεκίνου, Γουανγκ Γι, να πιέσουν το Ιράν να δεχθεί τους νέους αμερικάνικους όρους, ώστε να αρθούν και οι (πάντα μονομερείς και παράνομες) κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε όσες κινέζικες εταιρίες αγοράζουν Ιρανικό πετρέλαιο. Η τεράστιας σημασίας και επιρροής συμφωνία της Κίνας με το Ιράν όμως, σήμερα, δεν μπορεί και δεν πρόκειται να «μπει» σε οποιοδήποτε «τραπέζι». Η Κίνα συνέδεσε την ανάπτυξή της και την ενδυνάμωσή της, στο διεθνές επίπεδο, με το Ιράν, και, παράλληλα, η ενίσχυση των δεσμών Κίνας και Ρωσίας (κάτι που επίσης «κατάφεραν» οι κυρώσεις του Τραμπ) ενισχύουν και τους δεσμούς τους με το Ιράν, στο πλαίσιο των κοινών σχεδιασμών. Όπως σημειώνει ο βρετανός διπλωμάτης και κάποτε σύμβουλος του Χαβιέ Σολάνα σε θέματα Μέσης Ανατολής, Αλαστερ Κρουκ, «οι ΗΠΑ ερμηνεύουν λάθος πόσο άλλαξε η στρατηγική κατάσταση στην περιοχή – και σε ολόκληρο τον κόσμο, για να είμαστε ακριβείς- με αποτέλεσμα ο Ιρανικός λαός να στραφεί στους συντηρητικούς… Ναι, η Ευρώπη δεν έχει σπονδυλική στήλη και θα πάει με τις ΗΠΑ ότι κι αν γίνει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει παγκόσμια συναίνεση…. Δεν υπάρχει διεθνείς συναίνεση στην εφαρμογή κυρώσεων κατά του Ιράν. Και η Ρωσία και η Κίνα θα αντισταθούν σε κάθε τέτοια πίεση και το Ιράν δεν έχει κανένα λόγο να αλλάξει στάση. Και δεν υπάρχει καμμία στρατιωτική λύση. Το Ιράν έχει οπλοστάσιο που μπορεί να αγγίξει κάθε άκρη της μέσης Ανατολής». Κι εδώ ακριβώς μπαίνει ο παράγοντας Ισραήλ.
Οι κυβερνήσεις Νετανιάχου, αγαπημένες της προηγούμενης κυβέρνησης των ΗΠΑ, πίεσαν όσο μπορούσαν να πιέσουν για μιαν ακόμη πιο επιθετική και δολοφονική πολιτική εις βάρος του Ιράν. Η απόσυρση από τη συμφωνία για τον εμπλουτισμό ουρανίου ήταν και δικό τους παιδί. Στόχος τους ήταν η πολεμική σύρραξη με την εμπλοκή των ΗΠΑ – κι αυτό φάνηκε πολύ καθαρά με τις αλλαγές στο Πεντάγωνο λίγο πριν ο Τραμπ εγκαταλείψει την Προεδρία. Και τότε οι λεονταρισμοί των Ισραηλινών ήταν καθημερινοί, πάντα στα λόγια, όπως είναι και τώρα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις προχθεσινές δηλώσεις του υπουργού Άμυνας του Ισραήλ, Μπένυ Γκατζ, ότι ι στρατός του Ισραήλ «είναι έτοιμος να δραστηριοποιηθεί κατάσ του Ιράν, ενός παγκόσμιου και περιφερειακού προβλήματος και μιας πρόκλησης για το Ισραήλ». Η δήλωση, που ήρθε μετά το πλήγμα κατά τάνκερ Ισραηλινής ιδιοκτησίας στον Κόλπο, το οποίο η Δύση επιμένει ότι προήλθε από το Ιράν και το Ιράν διαψεύδει (σενάριο που έχουμε δει και ξαναδεί – και βεβαίως, το γεγονός ότι το Ισραήλ είναι μανούλα να στήνει επιθέσεις εναντίον του ίδιου του του εαυτού και να τις χρεώνει σε άλλους είναι επίσης γνωστό παλαιόθεν).
Η δήλωση του Γκαντζ δεν αφορούσε μόνο το Ιράν και δεν ήταν η πρώτη – τα είχε ξαναπεί το Μάρτιο («ετοιμαζόμαστε ώστε να μπορούμε να επιφέρουμε σημαντικά πλήγματα στο Ιράν, αν η Τεχεράνη συνεχίσει με τα σχέδιά της»). Στην πρόσφατη δήλωσή του, ήταν ακόμη πιο συγκεκριμένος: είπε ότι ο στρατός του Ισραήλ είναι έτοιμος για «πολυμέτωπη σύγκρουση» που «μπορεί να περιλαμβάνει το Ιράν». Δήλωση με την οποία καλούσε σε δράση την διεθνή κοινότητα αλλά τόνιζε παράλληλα ότι «το Ισραήλ μπορεί να τα καταφέρει και μόνο του», έκανε και ο φρέσκος ακροδεξιός πρωθυπουργός του Ισραήλ, Ναφτάλι Μπένετ.
Έλαβαν διπλή απάντηση μέσα σε λίγες ώρες. Η απάντηση του υπουργείου Εξωτερικών του Ιράν ήταν αυστηρή: «Μη μας δοκιμάζετε. Το λέμε ξεκάθαρα: οποιαδήποτε ανόητη κίνηση εναντίον του Ιράν θα απαντηθεί άμεσα και αποφασιστικά». Η δεύτερη απάντηση ήρθε από την πιο κρίσιμη γεωστρατηγικά περιοχή. Γιατί, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν ήταν τυχαία η επίσκεψη που πραγματοποίησε ο επικεφαλής των Φρουρών της Επανάστασης, Χοσεϊν Σαλαμί, σε στρατόπεδα των Στενών του Ορμούζ. Διάλεξε από κει να πει ότι «δεν μιλά ως διπλωμάτης αλλά ως άνθρωπος της δράσης» και να προσθέσει ότι «στις αμυντικές μας πολιτικές και στρατηγικές επιλογές, δεν υπάρχει πράξη οποιουδήποτε εχθρού, οποιαδήποτε ώρα και σε οποιοδήποτε μέγεθος, που θα γίνει ανεκτή και που δεν θα απαντηθεί άμεσα και αποφασιστικά». Οι κοινές λέξεις και των δύο ήταν αυτές: άμεσα και αποφασιστικά.
Η πολιτική του Ισραήλ στο θέμα του Ιράν δεν έχει αλλάξει, όπως φαίνεται με την νέα κυβέρνηση. Παράλληλα, οι πιέσεις από το Ισραήλ προς τις ΗΠΑ, και με τις νέες κυβερνήσεις και στις δύο χώρες, φαίνεται ότι δεν έχουν μειωθεί ή αλλάξει. Να θυμίσουμε ότι μετά την εκλογή Μπάιντεν, ο ίδιος ο επικεφαλής της Μοσάντ, Γιόσι Κοέν, αγαπημένος φίλος του Μπίμπι Νετανιάχου, είχε επισκεφθεί τον Μπάιντεν με αίτημα να μην επανέλθουν οι ΗΠΑ στην συμφωνία για τον εμπλουτισμό ουρανίου «εκτός αν υπάρξουν συγκεκριμένες βελτιώσεις». Τότε, σύμφωνα με το Axios, οι Ισραηλινοί έμειναν ικανοποιημένοι γιατί ο Μπάιντεν είπε πως «οι ΗΠΑ δεν είναι κοντά» σε νέα συμφωνία με το Ιράν. Το παιγνίδι των εντυπώσεων μπορεί να περιλαμβάνει δαιμονοποίηση του Ραϊσί και καταγγελίες για «πιθανώς» Ιρανικές επιθέσεις με ντρόουν αλλά αλήθεια παραμένει η επιμονή του Ισραήλ σε ένοπλη σύρραξη με το Ιράν, με την εμπλοκή των ΗΠΑ, και η απόφαση των ΗΠΑ του Μπάιντεν να μην επιτρέψουν επιστροφή στη συμφωνία του 2015, η οποία ήταν αποτέλεσμα 12ετών διαβουλεύσεων και είχε χαιρετιστεί διεθνώς, και ήταν, ένα αληθινό βήμα προς την ειρήνη.