του Θάνου Καμήλαλη
O Ντάισελμπλουμ περνάει μία κρίση… ειλικρίνειας. Το πρώτο «χτύπημα» ήρθε στις αρχές Νοεμβρίου όταν ο ολλανδός πολιτικός παραδέχτηκε ότι:
«Είχαμε τραπεζική κρίση, δημοσιονομική κρίση και χρησιμοποιήσαμε πολλά από τα χρήματα του φορολογούμενου, με λάθος τρόπο κατά τη γνώμη μου, για να σώσουμε τις τράπεζες. Ο κόσμος που επέκρινε τα πρώτα χρόνια λέγοντας πως όλα έγιναν για τις τράπεζες έχει κάποιο δίκιο»
Πριν λίγες μέρες ο Ντάισελμπλουμ επανήλθε, με νέα ομολογία:
«Τα πρώτα χρόνια έγιναν λάθη και στα πρώτα προγράμματα αυτοσχεδιάσαμε. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίσαμε τις τράπεζες ήταν δαπανηρός και μη αποτελεσματικός. Είναι αλήθεια ότι στόχος ήταν να σωθούν οι επενδυτές εκτός Ελλάδας»
Φυσικά, δεν πρόκειται για κάποια αποκάλυψη, ωστόσο η επικύρωση της άποψης ότι «όλα έγιναν για τις τράπεζες», από έναν άνθρωπο που πρωταγωνίστησε σε πολλά από τα «κρίσιμα Eurogroups» έχει μία ιδιαίτερη σημασία. Αρχικά, προκαλεί εντύπωση το πόσο διαφορετική είναι η ανάγνωση της κρίσης από έναν πολιτικό χωρίς ουσιαστικά πλέον κορυφαίο αξίωμα, σε σχέση με όσα υποστηρίζει το ίδιο πρόσωπο ενόσω βρίσκεται στο επίκεντρο της. Δεν έχει περάσει και μεγάλο διάστημα άλλωστε, από τότε που ο Ντάισελμπλουμ εξαπέλυε αήθεις επιθέσεις συνολικά στον ευρωπαϊκό Νότο, αντιγράφοντας και αναπτύσσοντας επιχειρήματα επιπέδου Θεόδωρου Πάγκαλου: «Οι χώρες του Νότου έφαγαν τα λεφτά σε ποτά και γυναίκες» είχε δηλώσει τον περασμένο Μάρτιο.
Τι αποδεικνύουν οι παραδοχές Ντάισελμπλουμ; Τίποτα, αλλά και πολλά μαζί. Η αλήθεια είναι ότι δεν περιμέναμε τις εξομολογήσεις του ολλανδού πολιτικού για να μάθουμε τι έχει συμβεί την περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Άλλωστε ανάλογες ομολογίες αποτυχίας είναι συνηθισμένες τα τελευταία χρόνια, κυρίως από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που ζήτησε «συγγνώμη» για το λάθος συντελεστή του πρώτου μνημονίου που οδήγησε στην έκρηξη της ύφεσης. Αναλυτές έχουν καταγράψει λεπτομερώς το πώς το πρώτο μνημόνιο οδήγησε στη σωτηρία των ξένων τραπεζών (κυρίως της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας). Οι αντιπρόσωποι των χωρών της Ευρωζώνης στο ΔΝΤ, στην κρίσιμη συνεδρίαση του ΔΝΤ, υποσχέθηκαν ότι οι τράπεζες τους δεν θα απομακρυνθούν από την Ελλάδα, κατευνάζοντας έτσι τον σκεπτικισμό χωρών όπως της Αυστραλίας, του Καναδά, της Ρωσίας, της Κίνας, της Αργεντινής, της Ελβετίας και της Βραζιλίας. Όπως είχαν τονίσει, σύμφωνα με τα πρακτικά:
- Γερμανός εκπρόσωπος: «Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι οι γερμανικές τράπεζες θέλουν να διατηρήσουν μία συγκεκριμένη έκθεση στις ελληνικές τράπεζες, που σημαίνει ότι δεν θα πουλήσουν ελληνικά ομόλογα και θα κρατήσουν πιστωτικές γραμμές με την Ελλάδα»
- Γάλλος εκπρόσωπος: «Είχαμε συνάντηση νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα μεταξύ των μεγαλύτερων γαλλικών τραπεζών και της υπουργού, κυρίας Λαγκάρντ. Θα ήθελα να παραθέσω την κοινή δήλωση στο τέλος της συνάντησης, που λέει ότι οι γαλλικές τράπεζες δεσμεύονται να κρατήσουν την έκθεση τους στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του προγράμματος. [..] Οπότε είναι ξεκάθαρο ότι οι γαλλικές τράπεζες, που είναι οι πιο εκτεθειμένες τράπεζες στην Ελλάδα, θα κάνουν τη δουλειά τους».
- Ολλανδός εκπρόσωπος: «Οι ολλανδικές τράπεζες, σε συνεργασία με τον υπουργό Οικονομικών, έχουν συζητήσει και έχουν δημόσια ανακοινώσει ότι θα έχουν ρόλο στην υποστήριξη των ελληνικών τραπεζών και της ελληνικής κυβέρνησης».
Πολύ γρήγορα φάνηκε ότι έλεγαν ψέματα. Στην αρχή του ελληνικού δράματος, η έκθεση των γαλλικών τραπεζών σε ελληνικό κρατικό χρέος έφθανε τότε στα 60 δισεκατομμύρια ευρώ και των γερμανικών στα 35 δισεκατομμύρια. Με το τέλος του πρώτου μνημονίου, η κατάσταση ήταν πολυ΄διαφορετική.
Σύμφωνα επίσης με έγγραφο που είχε αναδείξει στην Ελλάδα το TPP, τα υψηλόβαθμα στελέχη τους Διεθνού Νομισματικού Ταμείου γνώριζαν πριν εγκρίνουν το πρώτο «πακέτο διάσωσης» ότι, ακόμα κι αν εφαρμοστούν όλες οι «μεταρρυθμίσεις», υπήρχε μεγάλος κίνδυνος το πρόγραμμα να αποτύχει. Τη σχετική προειδοποίηση έστειλε ο καθ' ύλην αρμόδιος, επικεφαλής ανάλυσης του Ταμείου, Ολιβιέ Μπλανσάρντ μέσω εμπιστευτικής επιστολής στον τότε επικεφαλής του ελληνικού προγράμματος, Πολ Τόμσεν, στις 4 Μαϊου του 2010, μία μέρα πριν το ΔΝΤ συνεδριάσει και εγκρίνει τελικά το πρώτο μνημόνιο.
Όλα αυτά αποσιωπήθηκαν για να εξυπηρετηθούν πολιτικές σκοπιμότητες και ισχυρά συμφέροντα. Ο Ντάισελμπλουμ αλλά και άλλοι υποστηρίζουν ότι λόγω πίεσης χρόνου, «αυτοσχεδίασαν», προσπαθώντας να ανταπεξέλθουν στις πρωτόγνωρες συνθήκες κρίσης. Είναι όμως λίγο απίθανο όλα τα «λάθη» των δανειστών σε όσα επέβαλλαν στις ελληνικές κυβερνήσεις να… έτυχε να εξυπηρετούν τους λίγους, έναντι των πολλών. Επίσης, ο ρόλος των μνημονίων ήταν διπλός: Η απεμπλοκή των «επενδυτών» από τη μία και η νέα εμπλοκή τους, μέσω των διμερών δανείων με την Ελλάδα, των ομολόγων που μπορούσαν να εκδώσουν με μηδενικό ή και αρνητικό επιτόκιο αλλά και των ευκαιριών για τους «επενδυτές» τους να πάρουν κομμάτι από τη δημόσια περιουσία της χώρας. Παραμένει άγνωστό το ακριβές ποσό που κέρδισαν οι κυβερνήσεις των ισχυρότερων της Ευρωζώνης από την ελληνική κρίση, ωστόσο το νούμερο φαίνεται να είναι δυσθεώρητο. Σύμφωνα, για παράδειγμα με υπολογισμούς του γερμανικού ινστιτούτου Λάιμπνιτζ , η Γερμανία εξοικονόμησε πάνω από 100 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό της την περίοδο 2010-2015, ήτοι, κάτι παραπάνω από 3% του ΑΕΠ της.
Πριν όμως αναφωνήσει κανείς ειρωνικά ότι «πέσαμε από τα σύννεφα», ίσως θα πρέπει να αναλογιστεί το πόσο περιθωριακές ήταν αυτές οι απόψεις την πρώτη περίοδο της κρίσης. Τότε που θεωρούταν σχεδόν «συνωμοσιολογία» να ισχυρίζεται κάποιος ότι «όλα γίνονται για να σωθούν οι τράπεζες, και μάλιστα οι ξένες», ή ακόμα και η επιβεβαιωμένη πλέον καταγγελία ότι «το 95% των δανείων πηγαίνει πίσω στους δανειστές». Τότε, που κυριαρχούσε η άποψη Παπανδρέου ότι πρόκειται για ένα «δυσάρεστο φάρμακο», ή τα ΜΜΕ παραληρούσαν υποστηρίζοντας ότι αν δεν πάρουμε την επόμενη δόση, «δεν θα πληρωθούν οι συντάξεις». Γρήγορα βέβαια, μάθαμε και το γιατί συνέβαινε αυτό το όργιο παραπληροφόρησης. Το τρίγωνο της διαπλοκής μεταξύ κομμάτων, τραπεζών και ΜΜΕ είχε στηθεί χρόνια πριν και είχε έρθει η ώρα να «βγάλει τα λεφτά του».
Όταν το πρώτο μνημόνιο, όπως ήταν προδιαγεγραμμένο, απέτυχε, ακολούθησαν απλώς δύο επόμενα (κι ένα «τέταρτο», ίσως χωρίς χρηματοδότηση, την περίοδο 2019-2022). Η υπεράσπιση των μνημονιακών πολιτικών «για το καλό της χώρας» σταδιακά μετατράπηκε σε ιδεοληψία και άρνηση της πραγματικότητας. Όταν το πρόγραμμα αποδείχτηκε πως «δεν έβγαινε» και το φάρμακο τελικά ήταν δηλητήριο, επιχειρήθηκε ξανά η μετάθεση των ευθυνών στους πολίτες. Πρόκειται για το πολύ γνωστό επιχείρημα του «μαύρου προβάτου», όπως αποκαλούταν η Ελλάδα (η ελληνική κοινωνία κατ’ επέκταση) και συνοδευόταν από την απορία «πώς γίνεται να βγήκαν όλες οι χώρες από το μνημόνιο και η Ελλάδα όχι;».
Την ίδια στιγμή που «έγκυροι» αναλυτές απέδιδαν τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας είτε στην «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, είτε ακόμα στο ότι «η Ελλάδα δεν έχει περάσει διαφωτισμό», στις τράπεζες συνέβαινε ένα ακόμα έγκλημα. Πρόσφατα το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκάλυψε σε έρευνά του ότι το ΤΧΣ διοχέτευσε στις ελληνικές τράπεζες 45,4 δισ. ευρώ. Από αυτά, λόγω λάθος χειρισμών των τραπεζών, το Δημόσιο μπορεί να πάρει πίσω μόνο τα 5,7 δισ. ευρώ.
Λίγο αργότερα, η ιδεοληψία έγινε φανατισμός, που αντικατοπτρίστηκε στη γνωστή φράση «Γερά Γερούν» ή και στο «Μέρκελ τράβα την πρίζα». Τώρα που ο «Γερά Γερούν» συντάσσεται με την ανάγνωση των γεγονότων των πολιτικών του αντιπάλων, τι έχουν να πουν όσοι από την αρχή της κρίσης παπαγάλισαν τα πιο ψευδή και πολλές φορές χυδαία επιχειρήματα υπέρ των πολιτικών λιτότητας; Και τι έχουν να πουν όσοι αρχικά κατήγγειλαν αυτές τις πολιτικες, λίγο πριν καταλήξουν οι πιο πιστοί και χρήσιμοι υπερασπιστές στους; Όπως αναμενόταν, τίποτα. Η κυβέρνηση και η μεγαλύτερη μερίδα της αντιπολίτευσης σιωπούν εκκωφαντικά μπροστά σε αυτές τις παραδοχές. Μπορεί να ρίχνουν με ευκολία τις ευθύνες η μία στην άλλη πλευρά, αλλά όταν πρόκειται για το «ταμπού» των ευθυνών τραπεζών και «εταίρων», όσοι έχουν επιλέξει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τον «μονόδρομο» της λιτότητας κοιτούν προκλητικά το ταβάνι.
Έχουν σημασία όλα αυτά σήμερα; Φυσικά και ναι. Πρώτον, η ανάγνωση και αναγνώριση της ιστορίας, πόσο μάλλον πολύ πρόσφατων γεγονότων, έχει ιδιαίτερη σημασία, ώστε τα ίδια λάθη να μην επαναλαμβάνονται, οδηγώντας στη φάρσα. Δεύτερο, αυτή η επανάληψη των λαθών, τραγική φάρσα, συνεχίζεται.
Έχει αλλάξει το «μείγμα πολιτικής», επτά χρόνια μετά το ξεκίνημα της μνημονιακής καταστροφής; Φυσικά και όχι. Ούτε πρόκειται, με βάση τα σημερινά δεδομένα. Τη Δευτέρα, ξεκίνησε η συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για τον προϋπολογισμό του 2018. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αυτός είναι ο «τελευταίος μνημονιακός προϋπολογισμός». «Μέχρι τον επόμενο» θα έπρεπε να συμπληρώσουμε. Το κατά (και) τον Ντάισελμπλουμ λάθος, δηλαδή η μεταφορά των βαρών στους φορολογούμενους για την εξυπηρέτηση των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων, επαναλαμβάνεται για ακόμα μία φορά: Στην τελευταία αναθεώρηση του μνημονίου (επίσης, μέχρι την επόμενη) η ελληνική κυβέρνηση επαναλαμβάνει τη δέσμευση της στα εξοντωτικά πλεονάσματα του 3,5% μέχρι το 2022, που θα μειωθούν στο ύψος περίπου του 2% μέχρι το 2060. Η Ελλάδα συνεχίζει να (νομίζει ότι) «καταπολεμά» τη λιτότητα με περισσότερη λιτότητα, να εφαρμόζει ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που θα έκανε τη Μάργκαρετ Θάτσερ να κοκκινίζει από ζήλια, να αποτελεί το πειραματόζωο της Ευρωζώνης.
Παράλληλα, συνεχίζεται και η εξυπηρέτηση κάθε λογής συμφερόντων, που έχουν βάλει στόχο τα «κόκκινα δάνεια». Στο τρίτο μνημόνιο, πέντε χρόνια μετά τον «αυτοσχεδιασμό» του πρώτου, οι δανειστές επέβαλλαν στην Ελλάδα το άνοιγμα της δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, δηλαδή την πώληση «κόκκινων» δανείων σε funds, κερδοσκοπικούς οργανισμούς που επωφελούνται από τις τραπεζικές κρίσεις που ξεσπούν ανά τον κόσμο. Μετά τις ΗΠΑ και την «φούσκα» των ακινήτων, την Ισπανία των μαζικών εξώσεων και άλλες, μικρότερου βεληνεκούς περιπτώσεις, όπως η Ιρλανδία, έχει έρθει πλέον η σειρά της Ελλάδας.
Εκτός από τεράστιας κοινωνικής σημασίας, το ζήτημα των «κόκκινων δανείων υπερχρεωμένων νοικοκυριών είναι και η καλύτερη απόδειξη για το ποιον συνεχίζουν εξυπηρετούν αυτές οι πολιτικές. Δανειστές, τράπεζες και κυβέρνηση είχαν δύο επιλογές: Η πρώτη, ήταν να αναγνωρίσουν το κοινωνικό πρόβλημα που προκάλεσε η λιτότητα, να διαγράψουν χρέη (η Σεισάχθεια ήταν κάποτε στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ) ή, έστω, να δώσουν τη δυνατότητα στους δανειολήπτες να εξαγοράσουν τα δάνεια τους από τις τράπεζες, πληρώνοντας ένα μικρό μέρος. Η δεύτερη, να εξυπηρετήσουν τους κερδοσκόπους, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θα πωλούν δάνεια σε χαμηλότερη τιμή. Επέλεξαν το δεύτερο, χρησιμοποιώντας το ευτελές επιχείρημα του «στρατηγικού κακοπληρωτή». Κι αυτή η επιλογή, είναι η καλύτερη απόδειξη για το ποιους εξυπηρετεί η ασκούμενη πολιτική, είτε με δεξιό είτε με «αριστερό» μανδύα.
Μία ακόμα απόδειξη, που αφορά συγκεκριμένα την πολιτική της Ευρωζώνης, είναι η συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απέναντι στην Ελλάδα. Εκτός από το κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών, λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα, η ίδια η «ανεξάρτητη» ΕΚΤ συμπεριφέρεται στη χώρα ως κερδοσκοπικός οργανισμός. Σύμφωνα με τον ίδιο τον πρόεδρο της, Μάριο Ντράγκι, η ΕΚΤ έχει αποκομίσει κέρδη 7,8 δισ. ευρώ από την αγορά των ελληνικών ομολόγων στο πρώτο μνημόνιο, κέρδη που αρνείται να επιστρέψει στην Ελλάδα, παραβαίνοντας την δέσμευσή της προς τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Δεν πρόκειται λοιπόν περί λάθους, ούτε περί πρόχειρου αυτοσχεδιασμού, ούτε περί άσκοπης αναπόλησης του παρελθόντος. Κι όσο η ιστορία που πλέον αναγιγνώσκει κάπως πιο σωστά ο Ντάισελμπλουμ επαναλαμβάνεται, τόσο τα αποτελέσματα, για όσους υποφέρουν από αυτήν, θα είναι τα ίδια. Σαν κακόγουστη φάρσα.