του Mehdi Hasan για το The Intercept
Εντάξει, το «διακήρυξε» μπορεί να είναι ένα πολύ ισχυρό ρήμα γι’ αυτά που ακούσαμε από τον πρόεδρο. Το ρήμα «εξέθεσε» είναι ίσως είναι μια καλύτερη επιλογή για την περιγραφή της δήλωσης. Η «ανάγνωση» μπορεί να είναι η πιο ακριβής επιλογή λέξης. Ο Τραμπ έκανε αυτές τις «πρόσθετες παρατηρήσεις» με μεγάλη απροθυμία και μόνο μετά από δύο ημέρες έντονης κριτικής από τα μέσα ενημέρωσης και τα ανώτερα στελέχη του ρεπουμπλικανικού κόμματος για τα αρχικά του σχόλια όπου κατηγορούσε «πολλές πλευρές» για τη νεοναζιστική βία στο Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνια. Τα λόγια δεν ήταν δικά του: γράφτηκαν από βοηθούς και εκφωνήθηκαν με τη βοήθεια ενός τηλεϋποβολέα. Ο πρόεδρος εξέφρασε τη Δευτέρα την προσωπική, πρόχειρα σχεδιασμένη οργισμένη επίθεσή του προς τη μαύρη διευθύντρια της Merck και όχι για προς τους λευκούς φασίστες της Βιρτζίνια.
Το μεγαλύτερο μέρος της φρενήρους κάλυψης των Μέσων σχετικά μ’ αυτό που το CNN χαρακτήρισε ως «48 ώρες αναταραχής για τον Λευκό Οίκο του Τραμπ» έχει παραβλέψει ένα μάλλον κρίσιμο σημείο: Στον Τραμπ δεν αρέσει να αναγκάζεται να καταδικάζει τον ρατσισμό για τον πολύ απλό λόγο του ότι ο ίδιος είναι και πάντα υπήρξε ρατσιστής.
Σκεφτείτε την πρώτη φορά που εμφανίστηκε το όνομα του προέδρου στο πρωτοσέλιδο των New York Times, πάνω από 40 χρόνια πριν. «Μεγαλοϊδιοκτήτης κατηγορείται για προκατάληψη κατά των Μαύρων στη Νέα Υόρκη», διαβάζουμε στην επικεφαλίδα της πρώτης σελίδας του φύλλου, στις 16 Οκτωβρίου 1973, όπου τονίζεται το πώς το υπουργείο Δικαιοσύνης του Ρίτσαρντ Νίξον είχε ασκήσει αγωγή εναντίον της εταιρείας ακινήτων της οικογένειας Τραμπ στο ομοσπονδιακό δικαστήριο για υποτιθέμενες παραβιάσεις του Νόμου περί Στέγασης.
«Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η Trump Management αρνήθηκε να νοικιάσει ή να διαπραγματευτεί τις τιμές των ενοικίων “για λόγους φυλής και χρώματος”», ανέφεραν οι Times. «Επίσης, η εταιρεία κατηγορήθηκε πως είχε απαιτήσει διαφορετικούς όρους ενοικίασης για λόγους φυλής και ότι είχε παραπλανήσει τους μαύρους λέγοντάς τους ότι τα διαμερίσματα δεν ήταν διαθέσιμα». (Ο Τραμπ διευθέτησε αργότερα το θέμα με την κυβέρνηση χωρίς να αναλάβει την ευθύνη).
Τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες, ο Τραμπ αμαύρωσε τη φήμη του επειδή υπήρξε μισαλλόδοξος: κατηγορήθηκε για το ότι διέταξε «να φύγουν όλοι οι μαύροι [υπάλληλοι]» των χαρτοπαικτικών λεσχών του Atlantic City κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του. Δήλωσε ότι «η τεμπελιά είναι ένα χαρακτηριστικό των μαύρων» και «δεν μπορούν να έχουν τον έλεγχο για το οτιδήποτε». Ζήτησε από τους Εβραίους με το καπελάκι τους να «αντικαταστήσουν τους μαύρους λογιστές του». Είπε στον Μπριάντ Γκάμπελ ότι «ένας μαύρος με υψηλό μορφωτικό επίπεδο έχει ένα πολύ μεγαλύτερο πλεονέκτημα σε σχέση με έναν λευκό με υψηλό μορφωτικό επίπεδο όσον αφορά την αγορά εργασίας». Ζήτησε τη θανατική ποινή μιας ομάδας μαύρων και λατίνων εφήβων που κατηγορήθηκαν για βιασμό μίας τζόγκερ στο Σέντραλ Παρκ (και, παρόλο που αργότερα αθωώθηκαν χάρη στη χρήση αποδεικτικών στοιχείων από το DNA τους, συνέχισε να επιμένει ότι είναι ένοχοι). Υποστήριξε ότι μια αμερικάνικη φυλή ιθαγενών «δεν φαίνονται για Ινδιάνοι». Κορόιδεψε τους κινέζους και τους ιάπωνες εμπορικούς διαπραγματευτές μιμούμενος τα σπαστά αγγλικά τους. Χαρακτήρισε τους μεξικανούς μετανάστες χωρίς χαρτιά ως «βιαστές». Σύγκρινε τους σύριους πρόσφυγες με «φίδια».
Υπερασπίστηκε δύο υποστηρικτές του που προσέβαλαν έναν άστεγο λατίνο ως «πολύ παθιασμένους» ανθρώπους «που αγαπάν αυτήν τη χώρα». Υποσχέθηκε να απαγορεύσει την είσοδο στις ΗΠΑ για το ένα τέταρτο της ανθρωπότητας. Πρότεινε μια βάση δεδομένων για την παρακολούθηση Αμερικανών Μουσουλμάνων που ο ίδιος αρνήθηκε να την διακρίνει από τη ναζιστική καταγραφή των Εβραίων Γερμανών. Υπονόησε ότι οι Εβραίοι δωρητές «θέλουν να ελέγξουν» τους πολιτικούς και είναι όλοι πανούργοι διαπραγματευτές. Επαίνεσε την «εκπληκτική φήμη» του συνωμοσιολόγου Άλεξ Τζόουνς, ο οποίος κατηγόρησε για τα προβλήματα της Αμερικής μια «εβραϊκή μαφία». Αναφέρθηκε σε έναν μαύρο υποστηρικτή του σε μια εκστρατεία του ως «ο Αφροαμερικάνος μου». Υποστήριξε ότι η μουσουλμάνα μητέρα που θρηνούσε για έναν σκοτωμένο στρατιωτικό αξιωματούχο των ΗΠΑ «ίσως… δεν της επιτρεπόταν» να μιλάει δημόσια για τον γιο της. Κατηγόρησε έναν ισπανικής καταγωγής και γεννημένο στις ΗΠΑ δικαστή ότι ήταν «Μεξικάνος». Αναδημοσίευσε στο τουίτερ memes κατά των εβραίων και των μαύρων, υπέρ της λευκής υπεροχής, ακόμα και μια αναφορά του Μπενίτο Μουσολίνι. Κρατούσε ένα βιβλίο από τις ομιλίες του Χίτλερ δίπλα στο κρεβάτι του. Αρνήθηκε να καταδικάσει τον Ντέιβιντ Ντιούκ και την Κου-Κλουξ-Κλαν και πέρασε πέντε χρόνια ως αρχηγός του κινήματος «birther», που στόχευε στην αμαύρωση και την απονομιμοποίηση του πρώτου μαύρου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, τον οποίο επίσης κατηγορούσε ότι ήταν ο ιδρυτής του ISIS.
Α, και θυμηθείτε: Τα γνωρίζαμε όλα αυτά πριν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ. Εκλέχτηκε παρ’ όλα αυτά (ακόμη μια υπενθύμιση του ότι «δεν είναι όλοι οι υποστηρικτές του Τραμπ ρατσιστές, αλλά όλοι τους αποφάσισαν ότι ο ρατσισμός δεν είναι θέμα που δημιουργεί πρόβλημα»).
Ορισμένοι ήλπισαν ότι η στάση του Τραμπ θα μετριαστεί όσο θα βρίσκεται στο αξίωμα. Υπήρξε πολλή συζήτηση για έναν προεδρικό κεντρικό άξονα. Όλα αυτά ήταν απόλυτες ανοησίες και ευσεβείς πόθοι από τους τεμπέληδες σχολιαστές που το βρήκαν δύσκολο να καλύψουν και να προκαλέσουν έναν πρόεδρο που χρησιμοποιεί τακτικά μια ρατσιστική ρητορική, ενώ περιβάλλει τον εαυτό του με μια σειρά από συμβούλους που εκφράζουν ρατσιστικές απόψεις. Από τότε που εισήλθε στο Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ έχει διορίσει τον Στιβ Μπάνον- πρώην εκτελεστικό πρόεδρο της Breitbart News, ο οποίος αναφέρεται σε ιστορίες σχετικές με τα Εγκλήματα κατά των Μαύρων («Black Crime»)- ως επικεφαλής στρατηγικό αναλυτή του Λευκού Οίκου και τον Τζεφ Σεσιονς- ο οποίος κατηγορήθηκε κάποτε ότι αποκάλεσε έναν μαύρο αξιωματούχο στην Αλαμπάμα «αράπη»- ως τον υπουργό Δικαιοσύνης του. Έχει υποστηρίξει, χωρίς ίχνος αποδεικτικών στοιχείων, ότι εκατομμύρια μετανάστες «ψήφισαν παράνομα» για τη Χίλαρι Κλίντον. Και ίσως το πιο συγκλονιστικό από όλα, έχει μειώσει δημοσίως και επανειλημμένα τη γερουσιαστή της Μασαχουσέτης Ελίζαμπεθ Γουόρεν, που αγωνίζεται για την κληρονομιά των ιθαγενών της Αμερικής, αποκαλώντας την «Ποκαχόντας».
Αυτά είναι βασικά μαθήματα ρατσισμού από έναν εν ενεργεία πρόεδρο των ΗΠΑ. Και είναι η απόλυτη και αδιαμφισβήτητη αλήθεια και το βασικό πλαίσιο, το οποίο δεν αναφέρεται από το μεγαλύτερο μέρος τη κάλυψης των Μέσων για τον πολιτικό αντίκτυπο του Σάρλοτσβιλ. Οι δημοσιογράφοι, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, τα μέλη του Κογκρέσου και μέρος του κοινού εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τον Τραμπ όπως και οποιονδήποτε προηγούμενο πρόεδρο- περιμένουν από τον αρχηγό τους να βγει και να καταδικάσει τον ρατσισμό με πάθος, σθένος, αμεσότητα και ειλικρίνεια. Τι κάνεις όμως αν ο πρόεδρος είναι ο ίδιος ένας από καιρό εκφραστής ρατσισμού και ξενοφοβίας; Τι γίνεται τότε; Εξακολουθείς να ζητάς να καταδικάζει και να τιμωρεί κάτι που είναι ουσιαστικά η βασική πεποίθησή του; Συνεχίζεις να προσποιείσαι τον σοκαρισμένο και τον οργισμένο για την έλλειψη σοκ και οργής από μέρους του;
Ναι, οι ΗΠΑ είχαν πολλούς προέδρους τις τελευταίες δεκαετίες, οι οποίοι έχουν υπονοήσει τις θέσεις τους σε ρατσιστές και μισαλλόδοξους και μάλιστα υποκίνησαν πράξεις μίσους εναντίον μειονοτήτων- σκεφτείτε τη Στρατηγική για τον Νότο (Southern Strategy) του Νίξον, τον Ρίγκαν και τις «Βασίλισσες της Πρόνοιας» («welfare queens»), τον Τζορτζ Ο. Μπους και τη διαφήμιση της υπόθεσης του Ουίλι Χόρτον και τους Κλίντον και τα «σούπερ-αρπακτικά» τους- αλλά δεν υπήρξε ποτέ ένας σύγχρονος πρόεδρος τόσο προσωπικά γεμάτος με ρατσιστικές προκαταλήψεις, τόσο ξεδιάντροπος που να κάνει δημόσια σχόλια γεμάτα προκαταλήψεις και με τόσο μεγάλο και καλά αποδεδειγμένο ιστορικό σε φυλετικές διακρίσεις.
Μπορούμε λοιπόν να σταματήσουμε να παίζουμε αυτό το παιχνίδι όπου οι δημοσιογράφοι απαιτούν από τον Τραμπ να καταδικάσει ανθρώπους με τους οποίους έχει ίδιες απόψεις και ο Τραμπ να προσποιείται ότι τους καταδικάζει με τον πιο ήπιο τρόπο; Μισώ που το λέω αυτό, αλλά αξίζει να δοθεί προσοχή στον αρχηγό της Κου-Κλουξ-Κλαν της Βιρτζίνια, ο οποίος είπε σε έναν δημοσιογράφο τον Αύγουστο του 2016: «Ο λόγος που πολλά μέλη της Κλαν συμπαθούν τον Ντόναλντ Τραμπ είναι επειδή πολλά από αυτά στα οποία πιστεύει τα πιστεύουμε και εμείς».
Οπότε μπορούμε να σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι ο Τραμπ δεν είναι ο Τραμπ; Ότι η προεδρία τον έχει αλλάξει ή ότι θα τον αλλάξει; Δεν το έχει κάνει και δεν θα το κάνει. Δεν θα υπάρξει καμία επαναφορά, καμία επανεκκίνηση. Δεν υπάρχει κάποιος κεντρικός άξονας. Αυτός ο πρόεδρος μπορεί τώρα να κάνει (καθυστερημένες) κινήσεις καταγγέλλοντας τον ρατσισμό, με τις σκηνοθετημένες δηλώσεις του και τα ανόητα τουίτς. Αλλά γιατί περιμένατε από έναν εδώ και δεκαετίες ρατσιστή να θέλει να καταδικάσει ή να καταστείλει άλλους ρατσιστές; Γιατί να υποθέσουμε ότι ένα πρόσωπο του οποίου ολόκληρη η ζωή και η σταδιοδρομία έχει οριστεί από προκαταλήψεις με βάση τη φυλή και φυλετικές διακρίσεις, από εχθρότητα προς τους μετανάστες, τους αλλοδαπούς και τις μειονότητες, θα ανησυχεί ξαφνικά για την αύξηση των προκαταλήψεων και των διακρίσεων υπό την προεδρία του; Είναι αποκύημα της φαντασίας των πολιτικών και των ειδικών η υπόθεση ότι ο Τραμπ θα σκεφτεί ποτέ ή θα συμπεριφερθεί ως κάποιος άλλος εκτός από τον μισαλλόδοξο που υπήρξε πάντα- και, πιο πρόσφατα, εκτός από τον συνήγορο άλλων μισαλλόδοξων.
Θα κάναμε καλά να λάβουμε υπόψη τα λόγια εκείνων που έχουν περάσει δεκαετίες στη μελέτη αυτού του περίεργου πρόεδρου. «Ο Ντόναλντ είναι ένας 70χρονος άνδρας», μου θύμισε ο βιογράφος του Τραμπ, Ντέιβιντ Κέι Τζόνστον, κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας του, τον Ιανουάριο. «Είμαι 67. Δεν πρόκειται να αλλάξω εγώ, ούτε πρόκειται να αλλάξει ο Ντόναλντ».
Το TPP είναι αποκλειστικός συνεργάτης του The Intercept στην Ελλάδα
Μετάφραση: Νικολέττα Αλεξανδρή