Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ, ο Χ. Θεοχάρης εξέφρασε για μια ακόμη φορά την ικανοποίηση του για τον τρόπου που επέλεξε να ανοίξει η ελληνική κυβέρνηση τα σύνορα για τον τουρισμό, ακολουθώντας το αφήγημα Μητσοτάκη περί «μεθοδικού ανοίγματος» και υποστηρίζοντας πως  κατάφεραν να βρουν «ισορροπίες» για τη δράση αυτή, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Έκανε λόγο για «διεθνή αναγνώριση» της Ελλάδας ως [ρος το άνοιγμα του τουρισμού.

«Το 2020 ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά. Η κυβέρνηση έπρεπε να ισορροπήσει ανάμεσα στις υγειονομικές υποχρεώσεις της απέναντι στους συμπολίτες μας και στο σταδιακό άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας. Στο άνοιγμα της οικονομίας, φυσικά, συμπεριλαμβάνεται και το άνοιγμα του τουρισμού. Καταφέραμε να βρούμε την ισορροπία πολύ καλύτερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και αυτό μας γεμίζει με υπερηφάνεια. Η Ελλάδα έχει αναγνωριστεί διεθνώς για την επιτυχία της στο ασφαλές άνοιγμα του τουρισμού».

Το «μεθοδικό άνοιγμα» των συνόρων μείωσε κατά 78,2% τα έσοδα από τον τουρισμό το πρώτο 9μηνο του 2020

Παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι διαψεύστηκαν οι φόβοι περί «αναζωπύρωσης» του δεύτερου κύματος της πανδημίας μέσω του ανοίγματος των συνόρων και υπογράμμισε ότι το άνοιγμα του τουρισμού δεν ευθύνεται για το δεύτερο κύμα της πανδημίας. Παρά το ότι τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) αναφέρουν ότι τους πρώτους εννέα μήνες του 2020 μειώθηκαν κατά 78,2% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, ο Χ. Θεοχάρης στάθηκε στο ότι οι επισκέπτες από το εξωτερικό έφυγαν από την Ελλάδα με τις καλύτερες εντυπώσεις.

«Υποδεχθήκαμε περίπου 6 εκατομμύρια τουρίστες φέτος και αυτό αποτελεί ένα μεγάλο κέρδος για την οικονομία μας. Οι φόβοι για ένα πρόωρο δεύτερο κύμα μέσα στο καλοκαίρι με τον ερχομό των τουριστών διαψεύστηκαν και είναι σαφές ότι το άνοιγμα του τουρισμού δεν ευθύνεται για το δεύτερο κύμα της πανδημίας. Το μεγαλύτερο κέρδος για το «brand» της χώρας μας ήταν το γεγονός ότι δεν υπήρξαν μεγάλα προβλήματα ως προς τη διαχείριση των κρουσμάτων.

Αντιθέτως, οι επισκέπτες μας έφυγαν με τις καλύτερες των εντυπώσεων. Την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκαν ορισμένες λίστες βραβείων με τις καλύτερες, πιο ασφαλείς επιχειρήσεις και υποδομές. Πέμπτος παγκοσμίως κατατάσσεται ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» και 4η στον κόσμο η αεροπορική εταιρεία «Aegean», με κριτήρια την τήρηση των πρωτοκόλλων και την υγειονομική ασφάλεια που προσφέρουν. Στα ξενοδοχεία μας κάναμε διαρκώς τεστ με τις κινητές μονάδες του ΕΟΔΥ και μεταξύ των εργαζομένων δεν βρέθηκαν κρούσματα. Αυτό δείχνει ότι τα πρωτόκολλα τηρήθηκαν με επαγγελματισμό, με σοβαρότητα και με συνέπεια, όπως ακριβώς αρμόζει σε μία σοβαρή χώρα».

Τεράστια πτώση στα έσοδα του τουρισμού μετά το «μεθοδικό» άνοιγμα των συνόρων

Χωρίς δισταγμό η στήριξη προς την Aegean με κρατικό χρήμα

Επιχειρώντας να δικαιολογήσει τα 120 εκατομμύρια που έδωσε η κυβέρνηση μέσω δημόσιου χρήματος για την αεροπορική εταιρία Aegean, δήλωσε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ «δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τα πλέον σύγχρονα εργαλεία για να στηρίξει τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν πληγεί από την υγειονομική κρίση» και ισχυρίστηκε πως  η συγκεκριμένη εταιρία «στάθηκε αρωγός και βοήθησε την πατρίδα μας κατά τη διάρκεια της κρίσης». Επιχείρησε να πείσε πως από το συγκεκριμένο «αλισβερίσι» θα ευνοηθούν οι Έλληνες φορολογούμενοι.

«Η οικονομική ενίσχυση δεν αφορά μόνο στην Aegean, αλλά και σε πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες λαμβάνουν προκαταβολές, χαμηλότοκα δάνεια κ.λπ. Σε ό,τι αφορά ειδικά στην «egean, η κυβέρνηση απαίτησε τη συμμετοχή και των ίδιων των επιχειρηματιών της εταιρείας ως προϋπόθεση για την παροχή στήριξης με πόρους του Ελληνικού Δημοσίου. Αυτό δείχνει την πίστη των ανθρώπων της ‘Aegean’ στο μέλλον της εταιρείας τους. Η οποία, ας μην ξεχνάμε, στάθηκε αρωγός και βοήθησε την πατρίδα μας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αντίστοιχα, η «Lufthansa»επί παραδείγματι έλαβε σημαντική ενίσχυση από το Γερμανικό Δημόσιο. Όμως, ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι η στήριξη της Aegean πραγματοποιείται με έναν τρόπο που το Ελληνικό Δημόσιο -και κατ’ επέκταση ο Έλληνας φορολογούμενος- θα κερδίσει, ανάλογα με το πόσο καλά θα πάει η εταιρεία στο μέλλον».