Ξημερώνει επιτέλους η νέα Ελλάδα, η Ποίηση και η Ελιά την εκφράζουν και πάλι, όπως και τότε μα λίγο διαφορετικά και εκσυγχρονισμένα.
Σήμερα ο Ποιητής δεν είναι άνθρωπος πια αλλά άτομο, αναξιοπρεπής υπηρέτης νεκρού αφέντη είναι, προσηλωμένο στην κυκλοφορία του χρήματος γρανάζι και φερέφωνο, δουλεύει αδιαμαρτύρητα όσο το μπουκώνει με λάδι η μηχανή που κατατρώει τα πλάσματα του κόσμου. Σήμερα ο Ποιητής αντί να εκφράζει αυτά, τα πλάσματα του κόσμου, υμνεί την Ερπύστρια κι αντί να βλέπει Εμπρός, να είναι Προφήτης των Ανθρώπων, είναι μονάχα τωρινός, δέσμιος κουπονιών μισθού και δούλος της κοιλιάς και της αλαζονείας του, δεν τις θωρεί τις αλλαγές τις κοσμογονικές ούτε την ύστατη ώρα, σαν είναι μπρος στα μάτια του, τόσο φτηνός, τόσο πεζός ο ποιητής..
Σήμερα η Ελιά Δέντρο δεν είναι πια αλλά Ντροπή, στο στόμα αναξιοπρεπών υπηρετών νεκρού αφέντη ρόγχος, στη βούληση μεσαζόντων της Ανοησίας και της Ματαιότητας, προσηλωμένων να βγάζουν το Λάδι των Ανθρώπων κάνοντας χάζι αυτοί και γελώντας επί χρόνια εις βάρος τους, τρέφοντας κοιλιές και εγωισμούς και φτάνοντας ολοένα και πιο τρομαγμένοι στο οριστικό τους Τέλος. Σήμερα η Ελιά, η ευλογία της Ανθρωπότητας έγινε Ύβρις μέγιστη, που την αρθρώνουν νεκροζώντανοι αλαζόνες, που την διαπράττουν αδαείς και ανήθικοι καταναλωτές οτιδήποτε Φυσικού, Πόρων και Αισθημάτων. Μετά απ’ αυτή την Ύβρη πια άλλη δεν έχει, φτάσανε την κορφή του Πύργου του Σαθρού τους, μόνο ο Τρομακτικός τους για τους ίδιους Εκπεσμός, η Κατακρήμνισή τους απομένει πια για να λάβει το Έργο τους και η «Ζωή» τους Τέλος, να φύγουνε απ’ τον Ήλιο μας.
Διότι ξεχάσανε πως ο μοναδικός ο Ποιητής στο διηνεκές είναι ο Άνθρωπος, εκείνος που τούτος δω ο Ποιητής ο εκσυγχρονισμένος τον απαξίωσε εντελώς, εντός του πρώτα κι ύστερα παραδίπλα του, εκείνος, που τούτοι εδώ οι Υβριστές, οι κλάδοι της Ελιάς της Σύγχρονης, ποτέ τους δεν τον πρόσεξαν εντός τους ούτε γύρω τους.
Και τούτος ο Μοναδικός Ποιητής ο Άνθρωπος, πως η Ελιά θέλει Λωλό Αφέντη λέει πια, την έμαθε καλά σε τόσες χιλιετίες, πως την Κλαδεύεις Χαμηλά, ως τον Σταυρό κάθε κάμποσα χρόνια διότι όσο την αφήνεις, εκείνη ακαματεύει και μόνο Ξύλα θρέφει, Καρπό δεν κάνει πια, αρπάζει τώρα ο Ποιητής ο Άνθρωπος λοιπόν, Τέτοιες Εποχές με Κρύο και Ανέχεια, το Πριόνι του και Χυμά απάνω της, κόβει πια τις Κλαδούρες τις παλιές τις δρογκεμένες που έχουνε ρουφήξει και ρουφάνε ακόμα λαίμαργα όλους τους Χυμούς της Γης, κι αφήνει τα Βλαστάρια της τα ολόφρεσκα να βρούνε διάβα σ’ Ηλιο κι Ουρανό, να μεγαλώσουν γρήγορα, να δώσουν τον Καρπό τους, να πάει παρακάτω η Ανθρωπότητα μαζί μ’ όλη τη Φύση.