Του Γιώργου Ρήγα
Φρεντ Χάλιντεϋ. Ένα όνομα που προφανώς δεν λέει τίποτα στους περισσότερους καθώς ο ξεχωριστός Ιρλανδός προσπάθησε χωρίς επιτυχία τη δεκαετία του ’70 να γίνει ένας νέος Λόρενς της Αραβίας στην κοιτίδα του αραβικού κόσμου. Εκεί που μιλάνε τα πιο καθαρά αραβικά, την Υεμένη. Και μπορεί το πείραμα της λαϊκής δημοκρατίας της Νότιας Υεμένης να απέτυχε, ο Χάλιντεϋ όμως κατάφερε να γίνει από τους σπουδαιότερους ακαδημαϊκούς με ειδίκευση στον αραβικό κόσμο. Δεν έγινε δηλαδή ταινία αλλά τουλάχιστον αναδείχθηκε σε αυθεντία και γκουρού ενός επιστημονικού πεδίου. Λέγεται πως από τις αγαπημένες του φράσεις ήταν εκείνη που συνοψίζεται στο ότι «ποτέ παρόμοια συστήματα στην πολιτική δεν αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο σε παρόμοιες πιέσεις». Με άλλα λόγια, και η πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση ή εκτίμηση μπορεί στο τέλος να μην δικαιωθεί από τις εξελίξεις. Μήπως λοιπόν γι’ αυτό τον λόγο οφείλουμε να κατανοήσουμε και να δικαιολογήσουμε τους ειδικούς που καθημερινά μιλάνε για τα Βατερλό (και τα Τραφάλγκαρ) του Ερντογάν; Μάλλον όχι. Και αυτό γιατί το δομικό πρόβλημα των εν Ελλάδι αναλυτών και ειδικών είναι ότι επιμένουν να βλέπουν την πολιτική Ερντογάν όπως την βλέπει η κεμαλική δυτικόφιλη τουρκική αντιπολίτευση.
Γι’ αυτό είναι καλό να πάρουμε τα τελευταία γεγονότα από την αρχή ώστε να καταλάβουμε πως φτάσαμε στο hashtag #Έβρος. Μετά από μια σύνθετη διαδικασία και εύθραυστες συμφωνίες η επαρχία του Ίντλιμπ στη βορειοανατολική Συρία εξελίχθηκε στο μοναδικό συμπαγές προπύργιο της συριακής αντιπολίτευσης με την Τουρκία να παίζει ρόλο παρατηρητή και εγγυητή του status quo. Μετά την ανάμιξη της Τουρκίας στη Λιβύη σε βάρος των εκεί ρωσικών συμφερόντων ο Άσαντ, με προφανώς ρωσική συναίνεση και στήριξη, εξαπέλυσε μια σχετικά ευρείας κλίμακας επίθεση για ανάκτηση εδαφών και την επαναλειτουργία δύο βασικών οδικών αξόνων. Η συριακή αντιπολίτευση δεν είχε τη δύναμη πυρός για να σταματήσει την προέλαση. Όλα λοιπόν εξαρτώνταν από τη στάση της Άγκυρας.
Ο Ερντογάν θα μπορούσε να παραμείνει σε λεκτικές καταδίκες, διαμαρτυρίες και να αποδεχθεί πρακτικά τη νέα κατάσταση. Αντ’ αυτού υιοθέτησε μια στάση α λά Ισραήλ και με επίκληση στο δικαίωμα στην αυτοάμυνα αφενός ενίσχυσε τους αντικαθεστωτικούς, και αφετέρου έστειλε πολλές δικές του δυνάμεις στη βόρεια Συρία. Όλο αυτό διήρκεσε εβδομάδες, εβδομάδες που οι εγχώριοι ειδικοί εξηγούσαν πόσο πολύ απομονωμένος ήταν ο Ερντογάν. Μάλιστα σε αυτές τις εβδομάδες καθημερινά διεξάγονταν υψηλού επιπέδου συνομιλίες μεταξύ Ρώσων και Τούρκων αξιωματούχων. Φυσικά αυτές οι επιτροπές διαλόγου δεν είχαν δικαιοδοσία να σταματήσουν τις εχθροπραξίες. Όμως μπορούσαν και έπαιρναν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να αποφευχθεί ανεξέλεγκτη κλιμάκωση. Επιπλέον προσπαθούσαν να βρουν μια φόρμουλα ώστε Ερντογάν και Πούτιν να συναντηθούν και να αποφασίσουν με τι κόστος για τον καθένα θα επέλθει εκεχειρία.
Λίγες ώρες πριν το μακελειό με τους Τούρκους στρατιώτες, που αποτελεί σημείο καμπής, η συριακή αντιπολίτευση με τούρκικη κάλυψη κατάφερε ένα σημαντικό στόχο. Κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχο το Σαρακέμπ, μια στρατηγικής σημασίας πόλη, η κατοχή της οποίας ανέστειλε τη λειτουργία των κεντρικών οδικών αρτηριών στη Συρία. Έτσι οι πρόσφατες επιτυχίες του Άσαντ μετριάστηκαν. Το φονικό χτύπημα στις τουρκικές θέσεις άλλαξε τα δεδομένα καθώς οι ασυνήθιστα υψηλές απώλειες έκαναν την Τουρκία να μοιάζει με θύμα νομιμοποιώντας έτσι τον Ερντογάν να λάβει δραστικά αντίμετρα. Πέρα από τις σφοδρές επιθέσεις εναντίον θέσεων του συριακού στρατού, και την παράλληλη εντατικοποίηση των διπλωματικών διαβουλεύσεων, το τουρκικό κράτος αποφάσισε να άρει κάθε περιορισμό στην μετακίνηση των προσφύγων εντός της επικράτειας του δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο τις «άβολες» εικόνες στον Έβρο.
Γιατί λοιπόν τα κάνει αυτά ο Ερντογάν; Αποφάσισε να γίνει ο πραγματικός προστάτης των προσφύγων; Πιστεύει ότι οι πρόσφυγες θα φτάσουν ανενόχλητοι στον προορισμό τους; Φυσικά και όχι. Ξέρει όμως πως έτσι εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο την ερμαφρόδιτη στάση της Ευρώπης απέναντι στους πρόσφυγες. Οι Ευρωπαίοι στέκονται φοβικά απέναντι στο ζήτημα και επειδή έχουν, ή μάλλον θέλουν να πιστεύουν ότι έχουν, κάποιες ανθρωπιστικές ευαισθησίες επιθυμούν τη «βρώμικη» δουλειά να την κάνουν άλλοι για λογαριασμό τους. Με άλλα λόγια, προτιμούν (προτιμούμε) να τους κρατάει ο Ερντογάν ώστε να μην αναγκάζονται Ευρωπαίοι αστυνομικοί να απωθούν με συρματοπλέγματα και δακρυγόνα ανθρώπους που ψάχνουν ένα καλύτερο αύριο στη Δύση. Με τις αποφάσεις του λοιπόν ο Ερντογάν δεν κάνει μόνο τους Χρυσοχοΐδη και Μητσοτάκη να χτυπούν διπλοβάρδιες εν μέσω τριημέρου, αλλά αναστατώνει και αυτούς που πραγματικά διοικούν την Ευρωπαϊκή Ένωση και οι οποίοι θα πρέπει να συζητήσουν μαζί του προσφέροντας ουσιαστικά ανταλλάγματα για να τον κατευνάσουν.
Αναλόγως πολλοί απορούν, ή καλύτερα χαίρονται με το φαινομενικό παραλογισμό του Τούρκου προέδρου να βυθίζεται ολοένα πιο βαθιά στη λάσπη των συγκρούσεων της Λιβύης και της Συρίας. Χαίρονται δηλαδή γιατί ο σουλτάνος έχει επιλέξει να συνταχθεί με παίκτες που χάνουν. Είναι αλήθεια πως τόσο η συριακή αντιπολίτευση, όσο και η κυβέρνηση Σαράτζ στην Τρίπολη βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο. Γιατί λοιπόν τους στηρίζει η Τουρκία; Τους στηρίζει όχι γιατί πιστεύει πως έτσι θα αναγεννηθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά γιατί ξέρει ότι τέτοιας φύσεως διαμάχες στην εποχή μας διευθετούνται λιγότερο στο πεδίο των μαχών και περισσότερο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Και ο Ερντογάν, με αυτή την επιθετική πολιτική, εξασφαλίζει περίοπτη θέση σε αυτό το τραπέζι.
Εδώ θα συμφωνήσω με τους υπόλοιπους αναλυτές πως η πολιτική του Ερντογάν εμπεριέχει μεγάλο ρίσκο και τα αποτελέσματα της είναι αβέβαια. Καθώς όπως πίστευε και ο Χάλιντεϋ, κανένα σύστημα δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο στις ίδιες πιέσεις. Όμως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως ο Ερντογάν ξέρει πώς να δημιουργεί και να χειραγωγεί πιέσεις και γι’ αυτό τόσο εμείς, όσο και κυρίως αυτοί που διαχειρίζονται την εξωτερική πολιτική δεν θα πρέπει να τον υποτιμούν.