Η προειδοποίηση προς το Ισραήλ ήρθε την Παρασκευή, ημέρα της Αλ- Κουντς, της διαβεβαίωσης ότι το Παλαιστινιακό δίκιο και η Ιερουσαλήμ δεν θα ξεχαστούν μέχρι την μέρα της νίκης και της Ελευθερίας, όχι από την Τεχεράνη αλλά από τη Βηρυτό. Ο ηγέτης της Χεσμπολλάχ, Χασάν Νασράλλα, ήταν αυτός που προειδοποίησε ότι «σε περίπτωση που θα συνεχιστεί η ισραηλινή επιθετικότητα εναντίον της Ιρανικής παρουσίας στην περιοχή [δηλ. στη Συρία και στο Ιράκ] η Τεχεράνη θα απαντήσει ευθέως», θέτοντας παράλληλα σε εγρήγορση όλη τη Χεσμπολλάχ, για όλη την διάρκεια των Ισραηλινών ασκήσεων στα σύνορα του Λιβάνου. 

Τα λόγια του Νασράλλα, καταδεικνύουν ένα ακόμη κεφάλαιο στις ταχύτατες εξελίξεις που επιφέρει διεθνώς ο πόλεμος στην Ουκρανία. Από τα σκαμπανεβάσματα στις συνομιλίες της Βιέννης έως τα γεγονότα στο Αλ- Ακσά και τις πρόσφατες ισραηλινές πυραυλικές επιθέσεις κατά στόχων στην Συρία, που το Ισραήλ έχει χαρακτηρίσει ιρανικούς, κάτι που εμμέσως επιβεβαιώνει και ο Νασράλλα, η κατάσταση κλιμακώνεται και στη Μέση Ανατολή με πρωταγωνιστή το Ισραήλ, που είδε για λίγο να «υποχωρεί» η αμερικάνικη υποστήριξη, προχωρώντας σε σειρά βημάτων για να την επαναφέρει σε τραμπικά επίπεδα, αλλά και την διαρκώς ενισχυμένη Τουρκία. 

Το Ισραήλ και το νέο «μεγάλο Ισραήλ»

Τις ίδιες περίπου μέρες, μία από τις (πολλές) δηλώσεις του προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκυ, που πέρασε στα ψιλά, ήταν εκείνη στην οποία εξέφρασε την επιθυμία του η Ουκρανία «μετά τον πόλεμο να είναι ένα μεγάλο Ισραήλ», στο οποίο τον πρώτο λόγο σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής θα τον έχουν οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Η Ουκρανία δεν θα γίνει «φιλελεύθερη, Ευρωπαϊκή» αλλά θα πρέπει να είναι μια στρατοκρατούμενη χώρα «όπως το Ισραήλ» και μάλιστα ένα «μεγάλο Ισραήλ». Κι αυτό, σε αντιπαράθεση με την «αποστρατικοποιημένη» Ελβετία: «Δεν θα είμαστε η Ελβετία του μέλλοντος, για να γίνει κάτι τέτοιο στη χώρα μας θα περάσει πάρα πολύς καιρός. Όμως είναι βέβαιο ότι θα γίνουμε ένα μεγάλο Ισραήλ, με δικό του πρόσωπο… Θα έχουμε εκπροσώπους των ενόπλων δυνάμεων και της Εθνοφρουράς [όπου ανήκουν οι νεοναζιστικοί σχηματισμοί] σε κάθε ίδρυμα, στα σούπερ μάρκετ, στα σινεμά, παντού θα υπάρχουν ένοπλοι», είπε, «αμέσως μετά τον πόλεμο» αφού «για τουλάχιστον μια δεκαετία το νο1 θέμα μας θα είναι η ασφάλεια». 

Το Ισραήλ, το κράτος απαρτχάιντ, βίαιο και δολοφονικό, αποτελεί, λοιπόν, το πρότυπο σε ένα κράτος που ήδη έχει αγκαλιάσει νεοναζιστικά στοιχεία και που αν σήμερα παλεύει για την επιβίωσή του απέναντι στη ρωσική εισβολή, δεν βλέπει αρνητικά την μετατροπή του σε μία ακόμη «τεράστια αμερικανική βάση», αυτή την φορά λίγο πιο βόρεια…. Μια Ουκρανία με στρατό «παντού», έτοιμο να διώξει όποιον δεν είναι Ουκρανός, διεκδικώντας την «καθαρότητα», που απαγορεύει κόμματα – όπως ήδη έπραξε ο Ζελένσκυ-, που θα κρατά τους ίδιους της τους πολίτες ως ομήρους για …ανταλλαγή, αφού δεν θα τους θεωρεί «επαρκώς ουκρανούς», υπεροπλισμένη και μονίμως σε σύγκρουση είναι το όραμα… γι αυτό ακριβώς και οι ΝΑΤΟικοί υπονομεύουν και ουσιαστικά απαγορεύουν οποιαδήποτε ειρηνευτική προσπάθεια: το παιγνίδι έχει ξεκαθαριστεί, κι οι στόχοι έχουν διαγραφεί. 

Ο ρόλος του μόνου σταθερού, και στρατοκράτη, συμμάχου των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή και την Δυτική Ασία, ο ρόλος του Ισραήλ, αποδεικνύεται διττός, στη σύγκρουση της Ουκρανίας: από τη μία λειτουργεί ως πρότυπο και από την άλλη ως πολεμική μηχανή στο πλευρό της Ουκρανίας, εκεί που οι ΝΑΤΟικοί δεν μπορούν οι ίδιοι να αναπτύξουν φανερά στρατό. Ωστόσο, παράλληλα, εμφανίζονται ισχυροί και άλλοι περιφερειακοί παίκτες, που η πλεύση τους φαίνεται ότι επανακαθορίζει τις σχέσεις σε ολόκληρη την περιοχή και να διαμορφώνει νέες δυναμικές (κάτι που δεν έχει πάρει χαμπάρι το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών…). 

ΗΠΑ, Ισραήλ, Ιράν

Αξίζει εδώ να θυμίσουμε πως, από την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης Μπάιντεν, και βάσει των προεκλογικών της δεσμεύσεων, στη Βιέννη έχουν ξαναρχίσει οι συνομιλίες για την επιστροφή των ΗΠΑ στη συμφωνία για τον εμπλουτισμό ουρανίου στο Ιράν (Κοινό ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης, Joint Comprehensive Plan of Action, JCPOA). Η συμφωνία είχε επιτευχθεί υπό την προεδρία Ομπάμα, και αποχώρησε μονομερώς από αυτήν η κυβέρνηση Τραμπ, επιβάλλοντας μάλιστα επιπλέον κυρώσεις στο Ιράν. Η επιστροφή σε αυτήν αποτελούσε προεκλογική δέσμευση του Τζο Μπάιντεν, η οποία είχε ανησυχήσει το Ισραήλ, που πίεζε μέχρι την πτώση της κυβέρνησης Τραμπ για επίθεση κατά της Τεχεράνης. 

Με την έναρξη του Ουκρανικού πολέμου, και όταν οι ανησυχίες για το πετρέλαιο οδήγησαν τις ΗΠΑ σε επαφές με τη Βενεζουέλα (όπου η Τουρκία παίζει και πάλι μπάλα ελεύθερα), η πιθανότητα επιτυχίας των συνομιλιών στη Βιέννη ήταν το αναμενόμενο. Δηλώσεις των υπουργών Εξωτερικών της Βρετανίας και της Γαλλίας μιλούσαν για «πιο κοντά από ποτέ». Το Ιράν, άλλωστε, είναι έτοιμο και ικανό να καλύψει τις πετρελαϊκές ανάγκες πολλών χωρών, με την παραγωγή του σήμερα να αγγίζει τα 3,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Ωστόσο, η συνεργασία με το Ιράν (και τη Βενεζουέλα) είχε ως προαπαιτούμενο την απόφαση της ΕΕ να αποκοπεί άμεσα και πλήρως, ενεργειακά, από τη Ρωσία. Γι’ αυτό έγιναν οι επαφές, αυτό ήταν ένα από τα βασικά «κλειδιά» των σχετικών κινήσεων.

Μέχρι να γίνει σαφές ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να αποκοπεί από τη ρωσική ενέργεια, τα νέα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά για το Ισραήλ, που θεωρεί σήμερα ως Νο1 εχθρό του την Τεχεράνη. 

Στο δίμηνο του πολέμου, οι απευθείας επαφές Μπάιντεν – Μπένετ έγιναν τουλάχιστον δύο φορές. Η δεύτερη επικοινωνία έγινε μετά την απόφαση των ΝΑΤΟικών δυνάμεων να δώσουν βαρύτερο οπλισμό, επιθετικό και πιο σύγχρονο, στην Ουκρανία και μετά την επίσκεψη του υπουργού Αμύνης των ΗΠΑ, και εμπόρου όπλων, Λόυντ Ωστιν, ο οποίος ανακοίνωσε όχι μόνο την αποστολή των όπλων αλλά και έθεσε ως στόχο «την αποδυνάμωση της Ρωσίας», δίνοντας το στίγμα της περαιτέρω κλιμάκωσης. Νωρίτερα, το Κίεβο είχε ζητήσει από το Ισραήλ να του διαθέσει το αντιπυραυλικό του σύστημα «Σιδερένιος Θόλος» (Iron Dome) όπως και το λογισμικό Πήγασος, τον «μεγάλο αδελφό» των κατασκοπευτικών συστημάτων. 

Το Ισραήλ στην πρώτη φάση του πολέμου ήταν διστακτικό. Όχι μόνο γιατί γνώριζε πολύ καλά τους δεσμούς του Κιέβου με νεοναζιστικές οργανώσεις – η ευαισθησία σε αυτό το θέμα είναι μεγάλη στην κοινωνία του Ισραήλ – αλλά και γιατί επιδιώκει την αποδυνάμωση της ιρανικής παρουσίας στη Συρία, χωρίς όμως να συγκρουστεί με τη Ρωσία και τις δικές της δυνάμεις στην περιοχή. Οι τόνοι που είχαν κρατηθεί ήταν χαμηλοί, ακόμη και εκκλήσεις προς το Ισραήλ να πρωτοστατήσει σε μιαν ειρηνευτική προσέγγιση από τον εβραίο πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκυ, δεν είχαν βρει ευήκοον ους στο Τελ Αβίβ και στην κυβέρνηση συνεργασίας υπό την ηγεσία του ακροδεξιού Ναφτάλι Μπένετ. 

Εξ άλλου, στην αρχή του πολέμου, απέναντι σε μια Ουάσιγκτον που φαινόταν να τα βρίσκει με την Τεχεράνη, και την πιθανότητα επιστροφής των Αμερικάνων στο Κοινό Πρόγραμμα Δράσης, το Ισραήλ κινητοποιήθηκε προς άλλες κατευθύνσεις. Η οργάνωση της διήμερης συνόδου των υπουργών Εξωτερικών Ισραήλ, ΗΠΑ, ΗΑΕ, Αιγύπτου, Μαρόκου και Μπαχρέιν στην έρημο Νεγκέβ του Ισραήλ, είχε ως στόχο το Ιράν, τον «κοινό εχθρό» κατά τον υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ, Γιαϊρ Λαπίντ, και την ανάπτυξη και συμφωνία μιας «νέας περιφερειακής αρχιτεκτονικής ασφαλείας». Στόχος, προφανώς, η διακοπή των συνομιλιών της Βιέννης και η παραμονή των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης, τακτικού στρατού, στην λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων κατά ΗΠΑ, την εποχή που ακουγόταν πολύ «δυνατά» πως επίκειται ο αποχαρακτηρισμός τους. 

Η σύνοδος ήταν μάλλον επιτυχής για το Ισραήλ: οι συνομιλίες της Βιέννης «πάγωσαν», οι Φρουροί της Επανάστασης παραμένουν στις κατά ΗΠΑ τρομοκρατικές οργανώσεις, και αμέσως μετά ο Ναφτάλι Μπένετ κατηγόρησε τη Ρωσία για «εγκλήματα πολέμου», δίνοντας τέλος στην ημι-ουδετερότητα της χώρας του στο Ουκρανικό. Ειρήσθω εν παρόδω, η Παλαιστινιακή πλευρά κατηγόρησε το Ισραήλ, μετά την σύνοδο, ότι στόχος της επικέντρωσης στο Ιράν είναι η εξαφάνιση του Παλαιστινιακού από τη διεθνή ατζέντα – με τις συνομιλίες να γίνονται στη Νεγκέβ, όπου μόλις είχαν ανακοινωθεί νέοι εποικισμοί… 

Σε αυτό το πλαίσιο έγινε η δεύτερη επαφή / συνομιλία Μπάιντεν – Μπένετ, η οποία και σηματοδότησε την εμπλοκή του Ισραήλ στο Ουκρανικό. Ποια ακριβώς ανταλλάγματα, που προφανώς και πάλι πλήττουν το Ιράν, έλαβε το Ισραήλ έχει αρχίσει ήδη να διαφαίνεται και είναι βέβαιο ότι σύντομα θα φανεί πολύ πιο ξεκάθαρα. Μια πρώτη και σαφής αναφορά έγινε στο ισραηλινό ανακοινωθέν μετά τη συνομιλία, όπου αναφέρεται η δήλωση του Ναφτάλι Μπένετ περί «βεβαιότητας» ότι «ο πρόεδρος Μπάιντεν, που είναι ένας αληθινός φίλος του Ισραήλ, δεν θα επιτρέψει την αφαίρεση των Φρουρών της Επανάστασης από τη λίστα των τρομοκρατικών Οργανώσεων» γιατί, «το Ισραήλ ξεκαθάρισε ότι θεωρεί τους Φρουρούς τη μεγαλύτερη τρομοκρατική οργάνωση στον κόσμο». Όσο για την αντίστοιχη αμερικάνικη ανακοίνωση, γινόταν σαφώς λόγος για «την κοινή ανησυχία [ΗΠΑ και Ισραήλ] για την απειλή που αποτελεί το Ιράν και τα παρακλάδια του (proxies)».

Το ανακοινωθέν του Λευκού Οίκου ήταν ιδιαίτερα λακωνικό. Στα λίγα που δημοσιοποιήθηκαν, όμως, ανέφερε και την οικονομική ενίσχυση του Ισραήλ με ένα δισεκατομμύριο δολάρια για την ολοκλήρωση του συστήματος του Σιδερένιου Θόλου, που λίγες μέρες πριν είχε αποδειχθεί μη επαρκής και αποτελεί μια οικονομική «τρύπα» που καταπίνει εκατομμύρια: κάθε ένας πύραυλος αναχαίτισης που «σηκώνεται» κοστίζει περίπου 50.000 δολάρια. 

Η αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ έναντι του Ισραήλ και, για λίγο, και έναντι του Ιράν και της Βενεζουέλας – μία από τις πολλές μες σε αυτό το δίμηνο του πολέμου στην Ουκρανία – είναι  ενδεικτική της ιδιαίτερα ρευστής κατάστασης, που επηρεάζει άμεσα την ευρύτερη περιοχή μας.

Στην εξίσωση πρέπει κανείς να προσθέσει ότι Ιράν και Ρωσία έχουν καλές σχέσεις, όπως φάνηκε και με τη ρωσική απαίτηση περί μη ισχύος των κυρώσεων στις διμερείς σχέσεις Ρωσίας – Ιράν, στη Βιέννη, όπως και το γεγονός πως το Ιράν έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει τη Ρωσία στην παράκαμψη των δυτικών μονομερών και παράνομων κυρώσεων, στις οποίες υπόκειται και το ίδιο. Και, βεβαίως, εδώ πρέπει να αναφέρουμε την παρατηρούμενη στροφή των ΗΠΑ από την επιβολή κυρώσεων σε νέους εξοπλισμούς και την περαιτέρω στρατικοποίηση των συμμάχων τους στα σύνορα της Ρωσίας, 

Με το πάγωμα της Βιέννης και την οικονομική ενίσχυση του Ισραήλ, που φαίνεται πως θα μπει πρωταγωνιστικά στο ΝΑΤΟικό παιγνίδι, λαμβάνοντας ανταλλάγματα – κάποια ήδη φαίνονται κάποια θα τα δούμε μάλλον σύντομα, με πρώτο θύμα την Παλαιστίνη – οι βασικοί στόχοι είναι δύο, η αποδυνάμωση της Ρωσίας αλλά και του Ιράν. Που επιφέρουν και την ενίσχυση της Τουρκίας, όπως θα δούμε παρακάτω. 

Η στάση του Ιράν στην νέα οπισθοχώρηση των ΗΠΑ, ελέω Ισραήλ και Ουκρανίας, από μια συμφωνία που οι ΗΠΑ αθέτησαν γιατί …έτσι, δεν έχει ακόμη διαφανεί. Ωστόσο το μήνυμα της Ουάσιγκτον είναι σαφές: δεν σας χρειαζόμαστε σήμερα όσο σας χρειαζόμασταν πριν ένα μήνα, άρα η συμφωνία δεν πιέζει, και σύμμαχός μας παραμένει το Ισραήλ (η μεγαλύτερη αμερικάνικη βάση του πλανήτη, όπως σωστά έχει χαρακτηριστεί). Εσείς έχετε ανάγκη την άρση των κυρώσεων, οπότε κάντε πίσω.

Η εξωτερική πολιτική του Ιράν, αν και ρεαλιστική, έχει έναν ηθικό πυρήνα τον οποίο η Ισλαμική Δημοκρατία πάντα υπερασπίζεται. Ωστόσο, η προσέγγιση Ιράν – Κίνας και τα σοβαρότατα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Ιράν με την Τουρκία, δεν διευκολύνουν την απόφαση αποδοχής των πιο πρόσφατων αμερικάνικων προτάσεων στη Βιέννη: η επιβίωση και ακεραιότητα του Ιράν περνά μεν από την άρση των κυρώσεων, που το έχουν στραγγαλίσει, αλλά περνά και από την συνεχιζόμενη άμυνά του στις δυτικές και ισραηλινές πολύτροπες επιθέσεις. Παράλληλα, το Ιράν δεν πρόκειται ούτε να ξεχάσει ούτε να παραβλέψει την υποχρέωσή του να τιμωρήσει τους δολοφόνους του στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί. Βρισκόμενο απέναντι με μιαν νέα στρατηγική των εχθρών του στην περιοχή, στρέφεται γρηγορότερα προν τον ρωσο- κινεζικό άξονα, καλλιεργώντας και επιταχύνοντας την συνεργασία του και με την Κίνα, σε όλα τα επίιπεδα. 

Ο κινεζικός παράγοντας

Την περασμένη Τετάρτη, ο υπουργός Αμύνης της Κίνας, στρατηγός Γουέι Φενγχί, επισκέφτηκε την Τεχεράνη, και είχε συνομιλίες όχι μόνο με τον ομόλογό του, αλλά και με τον πρόεδρο του Ιράν, Ιμπραήμ Ραϊσί. Η ανακοίνωση που ακολούθησε έκανε λόγο για «συνολική συνεργασία, και σε στρατιωτικό επίπεδο». Ο Ραϊσί δήλωσε πως «το Ιράν είναι ενάντιο στην ηγεμονία [προφανώς των ΗΠΑ] και στηρίζει σταθερά την Κίνα στην διασφάλιση των θεμελιωδών συμφερόντων της», ευχαριστώντας την παράλληλα «για την υποστήριξη και τη βοήθειά της» κατά την «δύσκολη περίοδο» των κυρώσεων. 

Ο Κινέζος στρατηγός ανέφερε πως «οι δύο αρχαίοι λαοί» βλέπουν «την παραδοσιακή τους φιλία» μόνον «να δυναμώνει και να ενισχύεται», και τόνισε πως η επίσκεψή του «είναι ιδιαίτερα σημαντική λόγω της παρούσας διεθνούς κατάστασης». Το μήνυμα ήταν σαφές. Ειδικά καθώς όχι μόνο η οικονομική αλλά και η στρατιωτική συνεργασία Ιράν – Κίνας διευρύνεται κάθε χρόνο και στόχος, σύμφωνα με τον Φενγχί, είναι «να φτάσει στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο» και η «πρακτική συνεργασία» στον στρατιωτικό τομέα. 

Λίγες μέρες πριν την άφιξη του Κινέζου στρατηγού, ο πρέσβυς της Κίνας στην Τεχεράνη, μίλησε στο ιρανικό πρακτορείο ειδήσεων για όσα θα επιδίωκε η επίσκεψη Φενγχί, κάνοντας λόγο για την ανάγκη «ασφάλειας και σταθερότητας» ως προαπαιτούμενο για την ανάπτυξη, κάτι που το Ιράν επιδιώκει με την 25ετή συμφωνία του με το Πεκίνο, και παράλληλα αποτελεί βασικό διπλωματικό «όπλο» της Κίνας. Η ασφάλεια είπε «είναι συλλογικό γεγονός» και «αυτός της ο χαρακτήρας δεν μπορεί να αποφευχθεί». Εχθρός της ασφάλειας είναι «ο νέος ψυχρός πόλεμος» που «απειλεί την παγκόσμια ειρήνη», όπως την απειλεί και «ο ηγεμονισμός». «Η συνεργασία των στρατών Ιράν και Κίνας θα παίξει μεγάλο ρόλο στην αντιμετώπιση των αμερικάνικων ηγεμονικών κινήσεων», πρόσθεσε και κατέληξε με την ..αναπόφευκτη κινέζικη παροιμία: Συνέχισε να περπατάς και δεν θα σε πτοήσουν χίλια μίλια, συνέχισε να προσπαθείς, και δεν θα σε υποτάξουν χίλιοι στόχοι, προσθέτοντας διευκρινιστικά πως σε μια τέτοια διαδρομή είναι «ενωμένοι» Ιράν και Κίνα «για ένα καλύτερο μέλλον για την ανθρωπότητα».

Στο ουκρανικό, η στάση του Ιράν είναι ξεκάθαρη και πολύ κοντά στη θέση της Κίνας. Ο πόλεμος δεν είναι λύση, ο διάλογος και η διπλωματία είναι η λύση, αλλά το ΝΑΤΟ ήθελε αυτόν τον πόλεμο, έναν πόλεμο του οποίου η ρίζα βρίσκεται δεκαετίες πίσω και που έγινε δυνατός λόγω της μη εφαρμογής των συμφωνιών του Μινσκ (οι αναλογίες προφανείς με την συνθήκη για τα πυρηνικά του Ιράν, από όπου αποχώρησαν οι ΗΠΑ του Τραμπ…). Στάση εναντίον του πολέμου αλλά και εναντίον των κυρώσεων. Όσο για τις σχέσεις με την Κίνα, μετά την 25ετή συμφωνία και λόγω του πολέμου, γίνονται πολύ σημαντικότερες και για την επιβίωση του Ιράν, ενώ παράλληλα, οι νέες συμφωνίες, εντάσσουν και στρατιωτικά μιαν μονίμως ετοιμοπόλεμη, ως διαρκώς αμυνόμενη από το 1979, χώρα, το Ιράν, στον ήδη ισχυρό ρωσο-κινεζικό άξονα.  

Η νέα δυναμική που διαμορφώνεται, από πλευράς της αντίστασης στον αμερικανοΝΑΤΟικό παράγοντα, και περιλαμβάνει όλες τις έμμεσες και άμεσες δυνάμεις του άξονα της Αντίστασης, στέλνει ένα σαφές μήνυμα, με τη συγκεκριμένη παρέμβαση: μπορεί η Ρωσία σήμερα να έχει μπει σε πόλεμο με την Ουκρανία, και η Δύση να καλοβλέπει, όπως όλα δείχνουν την επέκταση αυτού του πολέμου, από την Ευρώπη ως τον Ειρηνικό, αλλά απέναντί της θα βρει έναν πολύ ευρύτερο άξονα από αυτόν τον οποίο μάλλον υπολόγιζε. Έναν άλλον στρατιωτικό άξονα. Και ενάντια σε αυτόν δεν θα έχει στο πλευρό της όλες τις χώρες που υπολόγιζε, πριν την ουκρανική κρίση (βλ. Quad και στάση της Ινδίας).

Ο παράγοντας Τουρκία

Το πρόσφατο ταξίδι του προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην Σαουδική Αραβία, χαρακτηρίστηκε από πολλούς αναλυτές ως «μεγάλη μεταβολή» (game changer) στη Μέση Ανατολή. Όχι στην Ελλάδα – εμείς και εξοπλίζουμε τη δολοφόνο Σαουδική Αραβία και θεωρούμε …απομονωμένο (Μητσοτάκης) αλλά και στο ..απυρόβλητο (Παναγιωτόπουλος) τον ηγέτη της Τουρκίας. Όλες οι σημαντικές δεξαμενές σκέψης στάθηκαν, όμως, στο γεγονός της σαουδο-τουρκικής επαναπροσέγγισης, που συνέβη ενώ η Τουρκία έχει επιδοθεί σε ένα μεγαλοπρεπέστατο και πιεστικό νέο φλερτ προς το Ισραήλ, που φαίνεται πως βρίσκει ανταπόκριση. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για Ελλάδα και Κύπρο μένει να δειχθεί. Και μάλλον δεν θα πάρει πολύ καιρό, με την ταχύτητα των εξελίξεων σήμερα. 

Η συμφιλίωση Ερντογάν τόσο με το Ισραήλ όσο και με τη Σαουδική Αραβία, αλλάζει την ισορροπία σε όλη την περιοχή, από την Υεμένη ως το Αζερμπαϊτζάν. Αφήνοντας στην άκρη τόσο τα γεγονότα του Μαβί Μαρμαρά (στη σχέση με το Ισραήλ) όσο και τη δολοφονία Κασόγκι* που οδήγησε σε κρίση των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία, ο τούρκος ηγέτης συζητεί και με τις δύο χώρες πλήρη και εκτενή συνεργασία «σε όλους τους τομείς». Στις παρούσες συνθήκες, είναι πολύ πιθανό ο ρόλος της Τουρκίας να αναδειχθεί σε ακόμη σημαντικότερο: ας θυμήσουμε πως σήμερα ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία δεν διάγουν τις καλύτερες των σχέσεων, ενώ η ενέργεια είναι και παραμένει διεθνώς πρώτο θέμα. Παράλληλα, η οικονομία της Τουρκίας χρειάζεται την ένεση της συνεργασίας με την Σαουδική Αραβία, που πριν την ρήξη λόγω Κασόγκι ήταν μία από τις βασικότερες εισαγωγείς τουρκικών προϊόντων – η πτώση των εισαγωγών είναι της τάξης του 40% μετά τη δολοφονία – αλλά και εν δυνάμει (και εκ νέου) μεγάλος επενδυτής στην Τουρκία. Για τη Σαουδική Αραβία, η επίσκεψη Ερντογάν αποτελεί, όπως γράφτηκε, και σημάδι τέλους του «καυγά» για την ηγεσία του σουνιτικού κόσμου και έναρξη της συνεργασίας ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο, με την βοήθεια της «παλιάς ηγέτιδας» Αιγύπτου. 

Πρέπει να αναφέρουμε πως, η Τουρκία έχει επιδοθεί σε ένα μεγάλο παιγνίδι καλλιέργειας των σχέσεών της όχι μόνο με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, αλλά και με την Αίγυπτο (όπως και με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κατάρ και πολλές ακόμη χώρες). Η επίσκεψη του πρόεδρου του Ισραήλ, Ισαάκ Χέρζοκ, το Μάρτη, είχε χαρακτήρα εορταστικό, ακριβώς λόγω της σταδιακής – και θερμής, όπως φαίνεται- αποκατάστασης των σχέσεων των δύο κρατών, Ισραήλ και Τουρκίας, ενώ η Αίγυπτος θεωρείται ότι βρίσκεται πίσω από την αποκατάσταση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας – Τουρκίας, στην οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο. Το πόσα είχε επενδύσει η ελληνική εξωτερική πολιτική σε Σαουδική Αραβία και Αίγυπτο ας το αφήσουμε για άλλη φορά**. Το γεγονός είναι, ότι, όπως έγραψε και η Ντώυτσε Βέλλε, «έχουμε μια τριαδική σχέση» μεταξύ Αιγύπτου – Σαουδικής Αραβίας και Τουρκίας «που δεν αφορά μόνο οικονομικές συνεργασίες αλλά και ζητήματα ασφαλείας σε σχέση με το Ιράν». Κι αυτό δεν αποτελεί σχόλιο μόνο στην ανάγκη τουρκικής διαμεσολάβησης για την λήξη του πολέμου στην Υεμένη (με ουσιαστική νίκη του Ιράν, όσον αφορά τις πρόξυ δυνάμεις) αλλά και «αναχαίτισης» του θεωρητικού κινδύνου που αντιμετωπίζουν και τα μεγαλόπνοα σχέδια της Τουρκίας προς Καύκασο. Με την προσθήκη και του Ισραήλ στην νεόκοπη αλλά με πολύ ισχυρά κίνητρα σουνιτική συμμαχία, το Ιράν «σπρώχνεται» στην αγκαλιά της Ρωσίας και της Κίνας ακόμη περισσότερο, και αναδεικνύεται σε προσωρινό εχθρό της Άγκυρας, ή και μόνιμο εχθρό, αν ο εμπλουτισμός ουρανίου προχωρήσει.

Δεν είναι τυχαίο ότι στις 15 Απριλίου, μόλις πριν δύο εβδομάδες, αν και το Ιράν δεν κατονομάστηκε, ο πρέσβυς της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον, Χασάν Μουράτ Μερκάν, προσωπικός φίλος του Ερντογάν και συνιδρυτής του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας, σε άρθρο του σε στρατηγικό ισραηλινό έντυπο, αναφέρθηκε στην «κοινή απειλή που αντιμετωπίζουν από κακοήθεις χώρες της περιοχής» Τουρκία και Ισραήλ, καλώντας σε «συνεργασία κατά της τρομοκρατίας». Ο πρέσβυς σημειώνει μάλιστα πως «οι Τουρκο-ισραηλινές σχέσεις δεν είναι μια συμβατική περιφερειακή συνεργασία, έναντι των κακοηθών κρατών της περιοχής, γιατί οι συμβατικές συνεργασίες αφορούν σε ένα συγκεκριμένο θέμα. Η Τουρκία και το Ισραήλ μοιράζονται κοινή γειτονιά, κοινή κληρονομιά και, το κυριότερο, κοινό μέλλον … η συνεργασία μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στην μείωση των κινήσεων αποσταθεροποίησης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική». Τα συμφέροντα της Τουρκίας στη συγκεκριμένη περιοχή, και οι επεκτατικές της βλέψεις, δεν χρειάζονται επανάληψη, από τη Συρία και το βόρειο Ιράκ  (όπου συγκρούεται με το Ιράν) ως τη Λιβύη. Επιπρόσθετα ας αναφερθεί πως, η επίσημη θέση της Τουρκίας είναι πως η σύγκρουση στην Ουκρανία αδυνατίζει τη ρωσική παρουσία στη Συρία, και αφήνει το Ιράν ως κύριο αντίπαλο των τουρκικών αλλά και ισραηλινών βλέψεων.  

«Τα γεωστρατηγικά συμφέροντα Ισραήλ και Τουρκίας μας υποχρεώνουν σε μια πολύ στενή και πολυεπίπεδη συνεργασία, που δεν αφήνει περιθώριο εφησυχασμού και για τις δύο χώρες όσον αφορά: (i) τη διαχείριση των περιφερειακών δυναμικών που περιέχουν, μεταξύ άλλων, (α) συμμετρικές απειλές και προκλήσεις ασφάλειας, (ii) την ανάγκη περαιτέρω διασφάλισης και ποικιλότητας των ενεργειακών δρόμων και (iii) την προώθηση της διαπολιτισμικής συνέργειας ως προπύργιο ενάντια στην ισλαμοφοβία και τον αντισημιτισμό και σε κάθε είδους εγκλήματα μίσους».

Το Ιράν ανέλυσε την αναφορά, πάντως ως «πρόσκληση του πρεσβευτή της Άγκυρας στην Ουάσιγκτον σε Ισραηλοτουρκική συνεργασία, αφήνοντας υπονοούμενα για το Ιράν, εν μέσω των βελτιούμενων διμερών του σχέσεων». Είναι εμφανές το καμπανάκι που χτυπάει και για την Ελλάδα αυτή η ερμηνεία. Όσο για το περί ενεργειακών δρόμων, ας θυμίσουμε εδώ και την πρόσφατη ρήση Ερντογάν για «ανάγκη η Τουρκία να μεταφέρει το φυσικό αέριο από το Ισραήλ στην Ευρώπη».

Το κουρδικό ζήτημα είναι μόνιμο αγκάθι των σχέσεων Ιράν – Τουρκίας, και οι πρόξυ συγκρούσεις τους σε Συρία και βόρειο Ιράκ γνωστές – με 500χλμ γραμμή συνόρων, μάλιστα, πολλά περιστατικά δε φτάνουν καν στις ειδήσεις, καθώς θεωρούνται «άνευ αξίας». Αντίβαρο, η ανάγκη της Τουρκίας για την ιρανική ενέργεια: μετά τη Ρωσία, δεύτερος προμηθευτής ενέργειας στην Τουρκία είναι το Ιράν. Ωστόσο, οι διμερείς σχέσεις τον τελευταίο καιρό βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων ετών, καθώς, όπως τονίζουν ισραηλινές πηγές, «είναι πέρα από κάθε προηγούμενο» η «εξαιρετική συνεργασία της Τουρκίας σε θέματα ασφαλείας», δηλ., έναντι του Ιράν. Κι αυτό σημαίνει και την μείωση ή εξάλειψη της όποιας βοήθειας προσέφερε στο Ιράν μέσω κυρώσεων η Τουρκία, παρότι ΝΑΤΟική χώρα: η Άγκυρα έχει επιβάλλει στο Ιράν μόνο όσες κυρώσεις έχει αποφασίσει ο ΟΗΕ. Προς το παρόν: οι ΗΠΑ του Μπάιντεν, μετά και την ευρεία αποχώρηση από την περιοχή, είναι λογικό να στηριχθούν στην Τουρκία, που έχει κατακτήσει ρόλο σημαντικού περιφερειακού παίκτη, είναι ΝΑΤΟική χώρα και, με τα σωστά ανταλλάγματα, που πάντα ζητάει, μπορεί να αποδειχθεί μεγάλης στρατηγικής σημασίας και απέναντι στο Ιράν, τον έτερο αναδυούμενο ισχυρό περιφερειακό παίκτη, που, μάλιστα, έχει σημαντικό «πάτημα» στο κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα (σύμφωνα με την Τουρκία, το Ιράν χρηματοδοτεί το ΡΚΚ από τη δεκαετία του ’90 ως σήμερα και στηρίζει την αντίσταση των Γιαζιντι στην περιοχή Συρίας – Ιράκ) και βλέπει πολύ αρνητικά τις τουρκικές βλέψεις στον Καύκασο – να θυμήσουμε τα προβλήματα που προσπάθησε να δημιουργήσει με το αζερικό στοιχείο του Ιράν η Άγκυρα, που οδήγησε σε διπλωματική κρίση τα δύο κράτη στα τέλη του 2020. Παράλληλα, η ενίσχυση των σχέσεων Τουρκίας – Ισραήλ αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για το Ιράν, που δεν πρόκειται εύκολα να παραδώσει τις ασφαλιστικές δικλείδες που έχτισε με πολλές θυσίες και σοφή στρατηγική στην Μέση Ανατολή και τη Δυτική Ασία. Η Τεχεράνη ξέρει πως η επιθετικότητα της Άγκυρας, οι προηγούμενες σχετικά πρόσφατες συγκρούσεις, πρόξυ ή μη, και η πρόσφατη εισβολή της Τουρκίας στο Ιράκ, σε περιοχή ευαίσθητη για το Ιράν, οι 12 στρατιωτικές βάσεις της Τουρκίας κι οι 5.000 τούρκοι στρατιώτες στην περιοχή, γίνεται με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον.  Η Τεχεράνη, αντιμέτωπη με τα ισραηλινά πυρηνικά αλλά και τις αμερικάνικες πυρηνικές κεφαλές που «φιλοξενεί» η Τουρκία, έχει κάνει σαφώς λόγο για κοινές τουρκο- ισραηλινές επιθετικές ενέργειες εναντίον της στην περιοχή. Απέναντι σε αυτές θωρακίζεται και με τη συνεργασία της Κίνας, και με την υπενθύμιση, μέσω Νασράλλα, όπως γράφαμε στην αρχή, αλλά και Υεμένης, ότι «πατάει» σε όλα τα μέτωπα όπου το Ισραήλ και η Δύση έχουν ηττηθεί. 

 

 

*Η Τουρκία δέχθηκε η δίκη των 26 εμπλεκόμενων στην δολοφονία Κασόγκι να γίνει στο Ριάντ, εξευμενίζοντας τους δολοφόνους του δημοσιογράφου, δηλ., την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, και προκαλώντας οργισμένες παρεμβάσεις ΜΚΟ των ανθρωπίνων και δημοσιογραφικών δικαιωμάτων. 

**Οι διαμορφούμενες σχέσεις Τουρκίας – Σαουδικής Αραβίας – Ισραήλ και Αιγύπτου, με δεδομένη την στοχοποίηση του Ιράν και την αδύναμη θέση της Ελλάδας, θα έπρεπε να έχουν βρει το Νίκο Δένδια στην Τεχεράνη, αν υπήρχε σε αυτόν εδώ τον τόπο στοιχειώδης εξωτερική πολιτική.