Την αλλαγή του τόνου στο Ουκρανικό, από πλευράς Λευκού Οίκου, καταγράφει σε πρόσφατο άρθρο της η LeMonde Diplomatique, τονίζοντας και τις ουκ ολίγες διαρροές την επανέναρξη των επαφών μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Όπως γράφει χαρακτηριστικά «Υπήρξαν διαρροές τύπου σχετικά με επαφή μεταξύ του συμβούλου εθνικής ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν και προσώπων από το συμβούλιο ασφαλείας του Βλαντιμίρ Πούτιν, συμπεριλαμβανομένου του διπλωματικού συμβούλου Γιούρι Ουσάκοφ. Η ύπαρξη αυτού του καναλιού —και η προθυμία να αναγνωριστεί η ύπαρξη του— ερμηνεύτηκε ως άνοιγμα μιας προκαταρκτικής φάσης για διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία». Παρ’ όλα αυτά, σε επίσημο ανώτατο επίπεδο οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ισχυρίζονται αυτό που ανέφερε προ καιρού, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, καθ’ οδόν για τη σύνοδο κορυφής της G20 στο Μπαλί: «τίποτα για την Ουκρανία [δεν θα αποφασιστεί] χωρίς την Ουκρανία». Σε αυτό το πλαίσιο ερμηνεύει το άρθρο και την επίσκεψη Ζελένσκυ στην Ουάσιγκτον στις 21 Δεκεμβρίου, ως επίσκεψη που «έστειλε μήνυμα “συντονισμού και ευθυγράμμισης”, όπως δήλωσε αξιωματούχος του Λευκού Οίκου την προηγούμενη μέρα». Συμπερασματικά, όπως αναφέρει, όσο και αν και η ροή όπλων και πυρομαχικών προς την Ουκρανία συνεχίζεται, η ιδέα των διαπραγματεύσεων δεν αποτελεί πλέον ταμπού στις ΗΠΑ.

Η ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι όμως, ότι «η διπλωματία στην Ουάσιγκτον αυτήν την φορά προωθείται από το Πεντάγωνο και όχι τον Λευκό Οίκο. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, στρατηγό Μαρκ Μίλλυ, τυχόν ηρεμία στις μάχες κατά τη διάρκεια του χειμώνα θα μπορούσε να ανοίξει ένα “παράθυρο για διαπραγματεύσεις”». Κι αυτό γιατί, ο αμερικάνικος στρατός και η ηγεσία του δεν πιστεύει σε νίκη καμμίας από τις δύο πλευρές, ενώ θεωρεί, παράλληλα, και τις δύο ανυποχώρητες.  Ο ίδιος στρατηγός είχε πει, μιλώντας στο Οικονομικό Κλαμπ (Economic Club) της Νέας Υόρκης, πως «πρέπει να υπάρξει εκατέρωθεν αναγνώριση ότι η στρατιωτική νίκη πιθανώς – με την αληθινή έννοια της λέξης – δεν μπορεί να επιτευχθεί με στρατιωτικά μέσα, και επομένως οφείλεται στροφή σε άλλα μέσα» – προφανώς στην υποτιμημένη και ξεχασμένη διπλωματία.

Σύμφωνα με τη LeMonde, το διπλωματικό αυτό άνοιγμα δεν γίνεται σε τυχαία στιγμή, αλλά κλείσει η περίοδος του χειμώνα και ενώ οι ΗΠΑ έχουν κερδίσει πολύ σοβαρά κέρδη. «Η Ρωσία έχει ξεκάθαρα αποκαλύψει τις στρατιωτικές της ελλείψεις. Υπέστη μια τρίτη οπισθοχώρηση στη Χερσώνα, μετά την αποχώρηση από την περιοχή του Κιέβου τον περασμένο Μάρτιο και το Χάρκοβο τον Σεπτέμβριο. Ο μακροπρόθεσμος εκσυγχρονισμός της έχει πληγεί από τα τεχνολογικά εμπάργκο. Το ΝΑΤΟ έχει αποκτήσει δύο νέα μέλη, τη Φινλανδία και τη Σουηδία. Τα βιβλία παραγγελιών του στρατιωτικού-βιομηχανικού τομέα των ΗΠΑ γεμίζουν. Η Γερμανία άνοιξε τον πρώτο της πλωτό τερματικό σταθμό LNG στο Wilhelmshaven τον Νοέμβριο, για αμερικανικό φυσικό αέριο που πλέον διοχετεύεται σε όλη την Ευρώπη. Τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια φυσικού αερίου με την Αλγερία (που θα το προμηθεύει μέσω αγωγών) και το Κατάρ (για υγροποιημένο φυσικό αέριο) έχουν επιτύχει την ενεργειακή αποσύνδεση μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, η οποία βρίσκεται στην ατζέντα των ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του 1970 και την κατασκευή του αγωγού Nord Stream1» γράφει για να καταλήξει: «Αυτή η θεαματική ενίσχυση της θέσης των ΗΠΑ είναι το αποτέλεσμα μιας στρατηγικής που έχει υποστεί πολλές αλλαγές, αλλά έχει κλειδώσει στον ίδιο θεμελιώδη στόχο: να επιφέρει, ει δυνατόν, στρατηγική ήττα στη Ρωσία, η οποία, μαζί με την Κίνα, αποτελούν συστημικούς αντιπάλους των ΗΠΑ. Εξάλλου η Ουάσιγκτον υπερασπίζεται “δίκαιους σκοπούς” μόνο εάν είναι πιθανό να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά της. Για παράδειγμα, η κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου από το σύμμαχό του Ισραήλ δεν οδήγησε σε προμήθεια εκτοξευτών ρουκετών των Παλαιστινίων από τις ΗΠΑ…».

Όπως καταγράφεται, το μεγάλο πρόβλημα της Ουάσιγκτον δεν είναι η Ρωσία, αλλά η Κίνα, κι εκεί το ουκρανικό αποτελεί διασπαστικό παράγοντα. «Την παραμονή της εισβολής, οι ΗΠΑ έτειναν να εγκαταλείψουν τον ουκρανικό στρατό στη μοίρα του, ο οποίος δεν αναμενόταν να αντέξει μια ρωσική επίθεση. Ο πρόεδρος Ζελένσκυ ενθαρρύνθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και να σχηματίσει εξόριστη κυβέρνηση…. Η συντονισμένη στρατηγική των ΗΠΑ και της ΕΕ επικεντρώθηκε σε μαζικές, σχολαστικά σχεδιασμένες οικονομικές κυρώσεις. Η Ουάσιγκτον αποφάσισε να στηρίξει σθεναρά τους Ουκρανούς με όπλα, μόλις στα τέλη Μαρτίου, όταν τα ρωσικά στρατεύματα αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από τα προάστια του Κιέβου».

Ο αρχικός αυτός δισταγμός των ΗΠΑ είναι που επανέρχεται. «Οι ΗΠΑ, που αρχικά είχαν διστάσει να στηρίξουν την Ουκρανία και στη συνέχεια επένδυσαν σημαντικά ποσά για να την υποστηρίξουν — δεσμεύτηκαν σχεδόν 47 δισεκατομμύρια δολάρια, συμπεριλαμβανομένων 23 δισεκατομμυρίων δολαρίων για στρατιωτική βοήθεια, σύμφωνα με το γερμανικό ινστιτούτο KIEL — τώρα θέλουν να πατήσουν φρένο. Γνωρίζουν ότι μια κλιμάκωση, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε άμεση αντιπαράθεση με τη Ρωσία, θα σπαταλούσε τα στρατηγικά κέρδη που απέκτησαν».

«Δεν είναι οι δέκα εντολές»

Στην αλλαγή πλεύσης των ΗΠΑ αποδίδεται και η διακοπή κάθε αναφοράς σε αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα. Όπως αναφέρεται, «Οι πολεμικοί στόχοι των ΗΠΑ δεν είναι οι δέκα εντολές. Η ιδέα της αλλαγής καθεστώτος στη Μόσχα, την οποία εξέφρασε ο Μπάιντεν τον περασμένο Μάρτιο σε ομιλία του στη Βαρσοβία, δεν βρίσκεται πλέον επίσημα στο τραπέζι. Στις 6 Δεκεμβρίου, ο υπουργός Εξωτερικών του Μπάιντεν, Άντονι Μπλίνκεν, είπε ότι η αμερικανική αρωγή θα περιοριστεί στην παροχή της δυνατότητας ανακατάληψης των εδαφών που χάθηκαν από τις 23 Φεβρουαρίου 2022 και μετά, αποκλείοντας έτσι την Κριμαία και το αποσχισμένο Ντονμπάς. Μόνο τα κράτη της Βαλτικής και η Πολωνία υποστηρίζουν το σχέδιο του Κιέβου να συνεχίσει την επίθεση μέχρι την Κριμαία, αλλά αυτές οι χώρες δεν παρέχουν παρά ένα πολύ μικρό ποσοστό της δύναμης πυρός της Ουκρανίας».

Στο πολύπλοκο αυτό παζλ, η τελική αναφορά αφορά τους προβληματισμούς του ρόλου της Ευρώπης, με τον Μακρόν να θέλει να παίξει ρόλο διαμεσολαβητή, τον οποίο όμως έχει χάσει από την Τουρκία. «Η προσφορά του Μακρόν να μεσολαβήσει ενδιαφέρει ελάχιστα το Κρεμλίνο λόγω της ταλαντευόμενης και απομονωμένης θέσης της Γαλλίας στην Ευρώπη. Το Κίεβο και η Μόσχα προτιμούν να συνομιλούν μεταξύ τους μέσω της Τουρκίας, η οποία έχει αναδειχθεί σε σημαντική πλατφόρμα διαπραγματεύσεων. Η Άγκυρα φιλοξένησε ειρηνευτικές συνομιλίες τον Μάρτιο και εργάστηκε για την επίτευξη συμφωνίας για τις εξαγωγές σιτηρών της Ουκρανίας και της Ρωσίας μέσω των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας το περασμένο καλοκαίρι. Άλλοι απροσδόκητοι διαπραγματευτές εμφανίζονται, όπως η Σαουδική Αραβία, η οποία φιλοξένησε συνομιλίες ανταλλαγής κρατουμένων τον Σεπτέμβριο, και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, των οποίων οι διπλωματικές προσπάθειες οδήγησαν στην αναβίωση των ρωσικών εξαγωγών αμμωνίας στην Ασία και την Αφρική μέσω ουκρανικού αγωγού. Περισσότερο από ποτέ, η μοίρα της Ευρώπης παίζεται μακριά από τα σύνορά της».