Τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η CIA καθώς έχει χάσει «δεκάδες πληροφοριοδότες», που είτε συνελήφθησαν είτε δολοφονήθηκαν είτε εγκαταλείφθηκαν ή εγκατέλειψαν, αποτυπώνουν σε χθεσινό άρθρο τους οι Τάιμς της Νέας Υόρκης. 

Σύμφωνα με την εφημερίδα, την περασμένη εβδομάδα, κορυφαίοι αξιωματούχοι της αντικατασκοπείας [των ΗΠΑ] προειδοποίησαν κάθε σταθμό και βάση της CIA ανά τον κόσμο για τον πολύ υψηλό αριθμό απωλειών πληροφοριοδοτών της. Κι αυτό ενώ την τελευταία τριετία όλο και περισσότερες ειδήσεις για διπλούς κατασκόπους ή αμερικανούς που προσχωρούν ή βοηθούν το αντίπαλο στρατόπεδο εμφανίζονται στον Τύπο. Και ας μην ξεχνάμε πως, τέτοιες ειδήσεις, ειδήσεις για την κατασκοπεία που έρχονται στο φως, αποτελούν εξαίρεση σε έναν κόσμο που η μυστικότητα είναι το πρώτο και σημαντικότερο προαπαιτούμενο. Πολύ περισσότερο ειδήσεις σαν αυτή που έφεραν στο φως οι ΝΥΤ… 

Πάντα σύμφωνα με τους ΝΥΤ, το μήνυμα ανέφερε πως «το κέντρο για τις αντικατασκοπευτικές αποστολές της CIA εξέτασε δεκάδες περιπτώσεις ξένων πληροφοριοδοτών που σκοτώθηκαν, συνελήφθησαν ή τους υποψιάστηκαν [και εγκατέλειψαν] τα τελευταία χρόνια. Κατονομάζει πληροφοριοδότες που εκτελέστηκαν από αντίπαλες μυστικές υπηρεσίες, κάτι που συνήθως δεν αναφέρεται σε αντίστοιχα μηνύματα». Παράλληλα «αναδεικνύονταν η δυσκολία της CIA να στρατολογήσει κατασκόπους ανά τον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια, αντίπαλες μυστικές υπηρεσίες σε χώρες σαν τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και το Πακιστάν κυνηγούν τις πηγές της CIA και πολλές φορές τις μετατρέπουν σε διπλούς πράκτορες». Στο τελευταίο, τη μετατροπή σε διπλούς πράκτορες, από ότι φαίνεται πρωτοστατεί το Πακιστάν, στο οποίο έχουν εντοπίσει πολύ μεγάλο πρόβλημα οι Αμερικάνοι, γιατί «υποτίμησαν» τις μυστικές του υπηρεσίες. 

Οι αναλυτές συνδέουν, πάντως, την αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος από την CIA με τη σύλληψη, στη Ρωσία, στις 28 του Σεπτέμβρη, του ιδρυτή της εταιρίας κυβερνο-ασφάλειας «Γκρουπ ΙΒ» Ιλύα Σάτσκωφ, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, μετά από έρευνα που πραγματοποίησαν και οι πολιτικές και οι στρατιωτικές αντικατασκοπικές υπηρεσίες της Ρωσίας. Οι ρωσικές αρχές είχαν στα χέρια τους ηλεκτρονικά μηνύματα και στοιχεία που αποδείκνυαν πως «ο Σάτσκωφ έδινε διαβαθμισμένες πληροφορίες της κυβερνοασφάλειας [της Ρωσίας] σε ξένες μυστικές υπηρεσίες» και μάλιστα «πληρώνονταν από τις μυστικές υπηρεσίες διαφόρων κρατών», οι οποίες δεν κατονομάζονται «όσο διαρκεί η έρευνα». 

 O Ιλύα Σάτσκωφ δεν είναι «μία ακόμη πηγή». Πρόκειται – αν οι κατηγορίες αποδειχθούν αληθείς – για ένα σημαντικότατο πρόσωπο, και η απώλειά του για τη CIA  αποτελεί πλήγμα ολκής – πλήγμα που δικαιολογεί και φόβους για όσα μπορεί να φέρει στο φως η ανάκρισή του από τους Ρώσους. Εξ ου και το ενημερωτικό σημείωμα. 

Ο Ιλύα Σάτσκωφ πρωτοστατεί σε θέματα κυβερνοασφάλειας διεθνώς από το 2003, οπότε και, φοιτητής ακόμη, ίδρυσε την εταιρία του και βρέθηκε πολύ νέος στις λίστες Forbes. Η εταιρία του ως σήμερα, σύμφωνα με όσα στοιχεία δίνει εκείνη, είχε στα χέρια της «το 80% των υψηλής διαβάθμισης ερευνών στον τομέα του κυβερνοεγκλήματος στη Ρωσία και της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών», δηλ., δέκα πρώην σοβιετικών δημοκρατιών με στενές σχέσεις με τη Ρωσία. Ο ίδιος μετείχε σε όλες τις επιτροπές κατά του κυβερνοεγκλήματος, από τη Ρωσική Δούμα (βουλή) ως το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Η δύναμη που είχε στα χέρια του ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και σημαντική, και οι δυτικές μυστικές υπηρεσίες μόλις την απώλεσαν. Και επειδή σε τέτοιες περιπτώσεις και σε τέτοια επίπεδα οι διασυνδέσεις και οι διακλαδώσεις είναι πολλές, είναι βέβαιο πως θα έρθουν και άλλα ονόματα στο φως, από την ανάκριση. 

Στο μήνυμα που απέστειλε η CIA, πάντως, ο Σατσκωφ δεν κατονομάζεται. Παράλληλα, η υπηρεσία εντοπίζει ως προβλήματά της την «πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στις πηγές της», την υποτίμηση των ξένων μυστικών υπηρεσιών, την «αγνόηση των δυνατοτήτων της αντικατασκοπείας» των άλλων κρατών και την «τοποθέτηση της αποστολής πάνω από την ασφάλεια». 

Μία ερμηνεία που δίνεται στο ζήτημα είναι οι αυξήσεις στους πράκτορες της CIA που δρουν στο πεδίο, στην πρώτη γραμμή, οι οποίες εξαρτώνται από τον αριθμό των πηγών που φέρνουν στην υπηρεσία. Ούτε προαγωγή ούτε χρήματα περιμένουν όποιον πολυκοιτάει την υποψήφια πηγή, κι όσο περισσότερες οι πηγές τόσο καλύτερα. Αποτέλεσμα, οι πράκτορες της CIA να μην εξετάζουν σε βάθος τις πιθανές σχέσεις της υποψήφιας πηγής τους με αλλες υπηρεσίες. Κι αυτό γιατί δεν έχουν και συνέπειες αν «κάτι πάει στραβά». «Κανείς, εν τέλει, δεν θεωρείται υπεύθυνος όταν τα πράγματα πανε στραβά για έναν πράκτορα», λέει στους ΝΥΤ ο Ντάγκλας Λόντον, που έχει υπάρξει πράκτορας της CIA ο ίδιος. «Υπάρχουν φορές που τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχό μας, αλλά υπάρχουν επίσης περιπτώσεις που επιδεικνύεται προχειρότητα και παραμελούνται παράμετροι, και οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι δεν κρίνονται ποτέ υπεύθυνοι για αυτά».

Η δεύτερη ερμηνεία που δίδεται, πάντα από τους ΝΥΤ, είναι πως «τις τελευταίες δύο δεκαετίες η CIA αφιέρωσε την προσοχή της στις τρομοκρατικές απειλές και τις συγκρούσεις σε Αφγανιστάν, Ιράκ και Συρία» ενώ τώρα μετακινείται «στην συγκέντρωση πληροφοριών για αντίπαλες δυνάμεις, μικρές και μεγάλες» καθώς «τώρα οι πολιτικοί απαιτούν μεγαλύτερη γνώση για την Κίνα και τη Ρωσία». Είναι μια μάλλον σαθρή δικαιολογία, και όχι ερμηνεία: από την εποχή των wikileaks και μετά η CIA καθόλου δεν έχει αφήσει στην άκρη τη Ρωσία. Και η ύπαρξη του μηνύματος προς όλα της τα γραφεία παγκοσμίως, μετά τη σύλληψη του Σάτσκωφ αυτό δείχνει άλλωστε. 

Στην Κίνα και το Ιράν, η CIA εντοπίζει τη σύλληψη και εκτέλεση των πρακτόρων της «στη διαρροή ενός διαβαθμισμένου συστήματος επικοινωνίας» και στις δυνατότητες των συγκεκριμένων κρατών στις νέες τεχνολογίες, όπως στην τεχνητή νοημοσύνη, την εκμετάλλευση γνώσεων για βιομετρικές παραμέτρους και αναγνώριση προσώπου κλπ. αλλά και στην «στρατολόγηση» αμερικάνων – αναφέρεται συγκεκριμένα η σμηνίας της αεροπορίας των ΗΠΑ, Μόνικα Ελφριντ Ουιτ, η οποία αυτομόλησε στο Ιράν όταν βρέθηκαν στοιχεία πως έδινε στοιχεία στην Τεχεράνη αλλά και η περίπτωση της βομβιστικής επίθεσης κατά της βάσης της CIA στο Χοστ του Αφγανιστάν, που κόστισε τη ζωή σε επτά αμερικάνους πράκτορες. Το κομμάντο αυτοκτονίας ήταν ένας Ιορδανός γιατρός που η CIA πίστευε ότι είχε στρατολογήσει και ότι θα την βοηθούσε να αποκτήσει πρόσβαση στην Αλ-Κάιντα.

Είναι πολλά τα λεφτά…

Εκείνο που δεν αναφέρεται ως αιτία είναι οι ..ιδιωτικοποιήσεις και το χρήμα που ρέει άφθονο από άλλες πλευρές. 

Είναι πολλοί οι αμερικάνοι πράκτορες που μετατρέπονται σε «εργολάβους πράκτορες», με τη σχέση τους με την υπηρεσία στην οποία ανήκαν κάποτε να μετατρέπεται σε κυρίως οικονομική. Ειδικά στις μυστικές υπηρεσίες, εδώ ανοίγει κερκόπορτα, που είναι πολύ εύκολο να εκμεταλλευτούν άλλοι. Παράλληλα, όπως παραδέχεται και η υποδιευθύντρια της CIA Σιτάλ Πατέλ, πολλοί συνταξιούχοι πράκτορες κοιτούν να αυξήσουν το εισόδημά τους, προσφέροντας τις υπηρεσίες και τις γνώσεις τους σε ξένες κυβερνήσεις – σε αυτούς απέστειλε επιστολή τον περασμένο Ιανουάριο ζητώντας τους να μην βοηθούν (με το αζημίωτο) αντίπαλα κράτη, αποδεχόμενοι θέσεις εργασίας σε αυτά. «Έχει γίνει σύνηθες ξένες κυβερνήσεις, άμεσα ή έμμεσα, να προσλαμβάνουν πρώην πράκτορες μας ώστε να χτίσουν τα δικά τους κατασκοπευτικά δίκτυα», ανέφερε στην επιστολή. 

Ας σημειωθεί εδώ ότι οι μισθοί των πρακτόρων δεν είναι υψηλοί, είναι μάλλον στα επίπεδα μισθούν δημοσίου υπαλλήλου – ο μέσος ετήσιος μισθός ενός πράκτορα της CIA είναι 81.000 δολάρια, με το μέσο ετήσιο μισθό στις ΗΠΑ να είναι, το 2020, στις 67.000 δολάρια και την περιοχή της πρωτεύουσας, όπου υποχρεούνται πολλοί πράκτορες να ζήσουν, να έχει ιδιαίτερα υψηλό κόστος ζωής. Οικονομικοί λόγοι, άλλωστε, είχαν οδηγήσει στην αγκαλιά της Κίνας, το 2018, τον 62χρονο πράκτορα Κέβιν Μάλλορυ, που τους πούλησε διαβαθμισμένες πληροφορίες για 25.000 δολάρια. Καταδικάστηκε, το Μάιο του 2019, σε 20 χρόνια φυλάκιση. Την ίδια χρονιά είχε καταδικαστεί και πάλι γιατί πουλούσε πληροφορίες στους κινέζους ο πράκτορας τζέρρυ Τσουν Σινγκ Λη, που καταδικάστηκε σε 19ετή κάθειρξη. 

Οι κινέζοι εμφανίζονται πολύ γενναιόδωροι στις αμερικάνικες περιγραφές. Τον περασμένο Μάρτιο, όταν η παλαίμαχη υπάλληλος του Στέητ Ντηπάρτμεντ, Κάντας Μαρί Κλέημπορν, συνελήφθη γιατί παρείχε πληροφορίες στο Πεκίνο, δημοσιοποιήθηκαν τα πλούσια ανταλλάγματα: ένα πλήρως επιπλωμένο διαμέρισμα, ένα στανταρ μηνιαίο εισόδημα και μικροδωράκια, όπως I-phone, λαπτοπ, δίδακτρα για να σπουδάσει μόδα, που τόσο ήθελε… 

Η περίπτωση του 67χρονου χαβανέζου πρώην πράκτορα της CIA Αλεξάντερ Γουκ Τσινγκ Μα είναι, επίσης, χαρακτηριστική. Ο κος Τσινγκ Μα συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε, το 2020, γιατί έδινε πληροφορίες στην κυβέρνηση της Κίνας. Είχε δουλέψει για την CIA τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, και είχε γίνει «εργολάβος» του FBI από το 2000 και μετά – ιδιωτικοποιημένος, όπως και πολλοί άλλοι και στις μυστικές υπηρεσίες και στο στρατό των ΗΠΑ. Έδινε πληροφορίες στους κινέζους από το 2001 – από όταν άλλαξε η οικονομική του σχέση με τις αμερικάνικες υπηρεσίες – και πρωτοπούλησε στοιχεία πρακτόρων της CIA και πληροφοριοδοτών της στην Κίνα έναντι, τότε, 50.000 δολαρίων – σημερινά 80.000 δολάρια ή ενός έτους μέσος μισθός πράκτορα. Η σχέση του κου Τσινγκ Μα με την Κίνα συνεχίστηκαν, πάντα με το αζημίωτο – όπως ακούστηκε στο δικαστήριο «επέστρεψε από ένα και μόνο ταξίδι του στην Κίνα πλουσιότερος κατά 20.000 δολάρια και με ένα ολοκαίνουριο σετ μπαστούνια του γκολφ»…

Σύμφωνα με τη CIA, μεταξύ 2010 και 2012, η Κίνα εντόπισε και εκτέλεσε έναν μεγάλο αριθμό πληροφοριοδοτών της στη χώρα, καταστρέφοντας «ένα εκτενές δίκτυο» που είχε στηθεί «με κόπο» τις προηγούμενες δεκαετίες. Στο δίκτυο αυτό «οι πηγές ήταν πολύ καλής ποιότητας, πολύ ψηλά στην γραφειοκρατία του Πεκίνου» και «δούλευαν άριστα» μέχρι τις αρχές του 2011, όταν «ξαφνικά άρχισαν να στεγνώνουν οι πηγές των πληροφοριών» και «οι πληροφοριοδότες στην Κίνα άρχισαν να εξαφανίζονται».

Το 2017, είχε βγει στον αμερικάνικο Τύπο ότι, την περίοδο 2010-2012, είχαν εκτελεστεί ή φυλακιστεί δεκαοκτώ με είκοσι σημαντικές πηγές των αμερικάνων – μάλιστα, κατά τη CIA, κάποιοι που ανήκαν στις κινεζικές μυστικές υπηρεσίες εκτελέστηκαν δημοσίως, μπροστά στους συναδέλφους τους [άλλους κινέζους πράκτορες] προς παραδειγματισμό. Η υπόθεση είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα, όπως έγραφαν οι εφημερίδες τότε, και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, καθώς στα κεντρικά των μυστικών υπηρεσιών «άλλοι πίστευαν ότι υπάρχει διαρροή εντός των υψηλόβαθμων αξιωματούχων της CIA και άλλοι ότι οι κινέζοι χάκερς “τρύπησαν” το σύστημα που είχε η υπηρεσία για να επικοινωνεί με τις ξένες πηγές της». Η έρευνα κατέληξε στον εντοπισμό υψηλόβαθμου αξιωματούχου στην πρεσβεία των ΗΠΑ στο Πεκίνο {σταθμάρχη;) που ωστόσο «δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία για να συλληφθεί» και «σήμερα ζει σε άλλη ασιατική χώρα, ως επιχειρηματίας», κατά τη CIA «χρηματοδοτώντας» τις επιχειρήσεις του από τα λεφτά της προδοσίας του.

To δεύτερο μεγάλο πλήγμα από την Κίνα το δέχθηκαν – πάντα σύμφωνα με τις αμερικάνικες εκτιμήσεις – το 2015. Τότε, οι ΗΠΑ «είδαν» και πάλι κινέζους χάκερς πίσω από την διαρροή των στοιχείων εκατομμυρίων εργαζομένων στον αμερικανικο δημόσιο τομέα «μεταξύ των οποίων και εργαζομένων ή εργολάβων στις μυστικές υπηρεσίες». 

Κατά πόσον οι αναφορές και διαρροές αυτές έχουν ως παραλήπτη και την Κίνα ή ανήκουν στο πλαίσιο του νέου ψυχρού πολέμου μένει να φανεί. Ωστόσο, ακόμη κι αν είναι έτσι, η αποδοχή αποτυχιών, κακής οργάνωσης και προβλημάτων στις πιο διαβόητες, μαζί με τη Μοσάντ, μυστικές υπηρεσίες του κόσμου είναι χαρακτηριστικά μιας νέας εποχής στην οποία και οι ίδιες αφήνουν να αμφισβητηθεί η παντοδυναμία τους και το μακρύ τους χέρι.