Όταν βγήκε από το μπούνκερ ο Τραμπ, ακολούθησε το παράδειγμα του Τσένεϋ. Οργάνωσε συνέντευξη τύπου. Για να καταφέρει να την πραγματοποιήσει, οι δυνάμεις ασφαλείας διέλυσαν με καταιγισμό χημικών ένα φιλειρηνικό πλήθος διαδηλωτών.
Ο Τραμπ τη Δευτέρα κήρυξε τον πρώτο πόλεμο της θητείας του. Όπως περίμεναν πολλοί, στο εκλογικό έτος. Όπως περίμεναν πολλοί, για να κρύψει την ανικανότητά του που οδήγησε στην ισοπεδωτική εξάπλωση του κορονοϊού με πάνω από εκατό χιλιάδες νεκρούς και τον αριθμό να ανεβαίνει. Είναι δοκιμασμένο εκλογικό τρικ των προέδρων να εκμεταλλεύονται τη δημόσια στήριξη που δίνει ο τίτλος του ‘προέδρου επί πολέμω’. Πρόσκαιρα, η κήρυξη πολέμου είχε το 2001 λειτουργήσει υπέρ του Τσένεϊ και του προέδρου του, Τζ. ‘W’ Μπους.
Η δημοτικότητά τους ανέβηκε και, εν μέσω βασανιστηρίων και βομβαρδισμών, επανεκλέχθηκαν το 2004.
Μα κανείς δεν περίμενε ότι ο πόλεμος που θα κήρυττε ο Τραμπ θα ήταν ενάντια στον αμερικανικό λαό. Η πόλη της Ουάσιγκτον κήρυξε απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 6 το απόγευμα. Απαγορεύσεις κυκλοφορίας κηρύχθηκαν τις προηγούμενες ημέρες σε πολλές πόλεις, μα οι διαδηλωτές τις αγνόησαν. Είναι ένας πόλεμος που δεν μπορεί να κερδίσει. Μάλλον το δικό του Βιετνάμ θα είναι οι Η.Π.Α.
Σε αυτό το σημείωμα θέλω να τονίσω τη σημασία του εκλογικού έτους για την εκτύλιξη των γεγονότων. Οι αμερικάνικες προεδρικές εκλογές έχουν μία ιδιαιτερότητα. Δεν αναβάλλονται ποτέ. Δεν έχουν αναβληθεί ποτέ, ούτε εν μέσω των Παγκοσμίων Πολέμων, δεν πρόκειται να αναβληθούν όσο και αν οξυνθεί η δραματική εικόνα στις Η.Π.Α.
Και τα δύο κόμματα αντιμετωπίζουν κάθε γεγονός υπό αυτό το πρίσμα. Όσον αφορά τους Δημοκρατικούς, ο υποψήφιος Μπάιντεν την Κυριακή μίλησε σε συγκέντρωση ιστορικών ηγετών της μαύρης κοινότητας και για την πρώτη ώρα απλώς καθόταν και άκουγε τα παράπονά τους. Μετά υποσχέθηκε να αλλάξει ριζικά τον τρόπο εκπαίδευσης της αστυνομίας. Νομίζω ότι πήρε όλες τις ψήφους των μαύρων ήδη.
Εξάλλου η θητεία του ως αντιπροέδρου του Ομπάμα τον βοήθησε να εδραιώσει την προνομιακή του σχέση με τις μαύρες κοινότητες. Δίχως την ψήφο τους, δεν θα κατάφερνε να αποκαθηλώσει σχετικά εύκολα τον Μπέρνι Σάντερς, του οποίου το όραμα περί δημοκρατικού σοσιαλισμού είχε δώσει μια ψευδαίσθηση εναλλακτικής πολιτικής.
Σαφώς δεν είναι εναλλακτική λύση ο Μπαιντεν. Ούτε στα καθημερινά ούτε στα δομικά προβλήματα της αμερικανικής κοινωνίας. Όπως απέδειξαν οι θητείες Ομπάμα εξάλλου, το προεδρικό γραφείο είναι πολύ βαριά δεμένο με συμφέροντα και λόμπι για να μετακινηθεί έστω και ελάχιστα προς τα «αριστερά».
Αλλά δεν θα παιχτεί το εκλογικό παιχνίδι τόσο πάνω στην προσωπικότητα του Μπάιντεν όσο στην αυξανόμενη ταύτιση κομματιών της αμερικανικής κοινωνίας με το σύνθημα: “Να διώξουμε τον Τραμπ”. Είναι ο μόνος τρόπος να πάρει τις ψήφους του Μπέρνι. Σημειολογικά, θα δείξει τις προθέσεις του σύντομα με την επιλογή υποψηφίου αντιπροέδρου. Πολιτικά, αν εκλεγεί, θα είναι, στην καλύτερη, ένας νέος Κλίντον, Αν και γηραιότερος από τον παλιό. Θα είναι σαφώς υπέρμαχος του επιχειρηματικού κεφαλαίου και των επενδύσεων, με διάθεση να «προβάλλει», δηλαδή να προσπαθήσει να ασκήσει, την διττή «μαλακή» και «σκληρή» ισχύ των Η.Π.Α. στον κόσμο. Η σύγκρουση με την Wall St. πέθανε μαζί με τις ελπίδες του Μπέρνι.
Το παιχνίδι για τον Τραμπ θα παιχτεί στο κατά πόσο θα κατορθώσει να εμποδίσει την συρροή των μαύρων ψηφοφόρων στις κάλπες. Γίνεται αυτό, υπάρχουν δοκιμασμένες τακτικές που εφαρμόζουν επί δεκαετίες οι Ρεπουμπλικάνοι, από τον σχεδιασμό των εκλογικών περιφερειών μέχρι τον ανοιχτό εκφοβισμό. Αλλά με την οργή ενάντια στον συστημικό ρατσισμό που δονεί τους δρόμους, μάλλον η αποστολή θα είναι δύσκολη.
Ένα ακόμη ερώτημα είναι η ευαγγελική ψήφος. Ένας επίσκοπος βγήκε τη Δευτέρα και κατήγγειλε δημόσια την προσπάθεια του Τραμπ να εκμεταλλευτεί την θρησκεία. Όπως όλοι οι ακροδεξιοί, έτσι κι ο Τραμπ είναι ευάλωτος στη σχέση με την Εκκλησία. Βέβαια, όπως με όλους τους ακροδεξιούς, οι διάφορες χριστιανικές εκκλησίες των Η.Π.Α. έχουν κρατήσει θετική στάση απέναντί του, είτε υποστηρίζοντάς τον ανοιχτά, είτε σιωπώντας.
Όταν όμως μιλάμε για προεδρικές εκλογές, ας μην πέφτουμε στην παγίδα να θεωρούμε τις Η.Π.Α. δημοκρατία. Οι Ιδρυτές Πατέρες υπήρξαν σαφείς. Οι Η.Π.Α. σχεδιάστηκαν ως κοινοβουλευτική ολιγαρχία, συνειδητά φτιαγμένες προκειμένου να λειτουργούν υπέρ υποψηφίων όπως ο Τραμπ.
Ας ακούσουμε τον Yascha Mounk, λέκτορα στο Harvard:
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες ιδρύθηκαν ως ρεπούμπλικα [σ.τ.μ. republic – κοινοβουλευτική ολιγαρχία], όχι ως δημοκρατία. Όπως έδειξαν σαφώς οι Αλεξάντερ Χάμιλτον και Τζέιμς Μάντισον στα Federalist Papers, η ουσία αυτής της ρεπούμπλικας θα συνίστατο -με έμφαση- “ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, και ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥΣ, από οποιοδήποτε μερίδιο” στην κυβέρνηση. Αντίθετα, οι λαϊκές απόψεις θα μεταφραστούν στη δημόσια πολιτική μέσω της εκλογής αντιπροσώπων “των οποίων η φρόνηση μπορεί”, σύμφωνα με τα λόγια του Μάντισον, “να διακρίνει καλύτερα το αληθινό συμφέρον της χώρας τους”»
Πράγμα που σημαίνει ότι οι εκλογές δεν πρόκειται να λύσουν τα βαθιά προβλήματα της κοινωνικής ανισότητας που μαστίζουν την αμερικάνικη κοινωνία. Είναι μια κλιμακωτή ανισότητα με διαχωρισμούς που τέμνονται και πολλαπλασιάζονται καθοδικά. Διαχωρισμούς πλούτου, διαχωρισμούς θρησκείας, διαχωρισμούς καταγωγής, διαχωρισμούς δέρματος. Και όμως, η υπόσχεση του αμερικανικού Συντάγματος είναι άλλη. Είναι υπόσχεση ισότητας. Βέβαια η υπόσχεση αυτή ήταν εξαρχής ελλιπής, ήδη πριν θαφτεί στην δευτερεύουσα γραμματεία και την ερμηνεία του Συντάγματος (τα Federalist Papers). Χρειάστηκαν τροποποίησεις και ένας εμφύλιος για να καθιερωθεί συνταγματικά το δικαίωμα του λόγου (1η τροποποίηση) και η κατάργηση της δουλείας (13η τροποποίηση, που ωστόσο είναι κατάργηση υπό προϋποθέσεις – επιτρέπει την καταναγκαστική εργασία για κρατούμενους). Μα η υπόσχεση της ισότητας παραμένει υπόσχεση. Η εκρηκτική αντίφαση που κλονίζει τα θεμέλια των Η.Π.Α. είναι η αντίφαση ανάμεσα στην υπόσχεση της ισότητας, που προβάλλεται ρητά στον νομό και στην πραγματικότητα της ανισότητας, που επιβάλλεται ρητά στον δρόμο.
Ο κόσμος της ισότητας συγκρούεται με τις θεσμικές δυνάμεις της ανισότητας αυτή τη στιγμή στους δρόμους των Η.Π.Α. μα η ίδια η σύγκρουση είναι άνιση.
Η «αλλαγή» που ζητούν οι εξεγερμένοι διαδηλωτές δεν είναι απλώς μια κυβερνητική αλλαγή. Δεν αρκεί καν μια θεσμική αλλαγή σε ορισμένα σημεία. Συνεπάγεται έναν βαθύ μετασχηματισμό του κοινωνικού φαντασιακού και την οριστική έκπτωση του ρατσισμού και της ανισότητας. Περιλαμβάνει μια ριζική αναδιανομή πλούτου και προνομίων. Το αμερικανικό κράτος είναι ο πιο εξοπλισμένος και καλοσχεδιασμένος θεσμός για να αποτρέψει μια τέτοια περίπτωση. Είναι συνάμα και ο πιο ευάλωτος, γιατί οι Η.Π.Α. εμπεριέχουν την θεμελιακή αντίφαση της νεωτερικότητας ανάμεσα στην ετερονομία και την αυτονομία ήδη από την ίδρυσή τους.
Όσα συμβαίνουν αυτές τις ημέρες δεν πρόκειται να τελειώσουν, ακόμη και αν λήξει η εξέγερση. Θα επαναληφθούν, ως αναπαράσταση, τον Νοέμβρη.