*γράφει ο Παναγιώτης Κολέλης για την Κατιούσα
Ερχόταν νωρίτερα στην αίθουσα, διάβαζε τα νέα (διαφορετικές εφημερίδες ήταν πάντοτε αραδιασμένες στο γραφείο του), έπινε τον καφέ του και κάπνιζε. Περίμενε τους μαθητές του για να τους μεταλαμπαδεύσει την αγάπη του για τη δημοσιογραφία. Είχε περάσει τα 70, μα δίδασκε με το πάθος ενός ανθρώπου που μόλις ξεκινούσε την καριέρα του. Εκεί που άλλοι τα παρατάνε, αυτός συνέχιζε αδιάκοπα να προσφέρει τις γνώσεις και την εμπειρία του κρατώντας άσβεστη τη φλόγα μέσα του.
Ήταν σεμνός και χαμηλών τόνων, στοργικός με τους μαθητές, μα ταυτόχρονα αυστηρός και απαιτητικός. Υπήρξε μετρημένος στα μπράβο και στα συγχαρητήρια που μοίραζε. Όχι από έπαρση ή μία αφ’ υψηλού θεώρηση του κόσμου, αλλά επειδή ένιωθε την ανάγκη να είναι δίκαιος με όλους. Έδινε απλόχερα συμβουλές, άκουγε με υπομονή τις διαφορετικές απόψεις και προέτρεπε τους μαθητές του να μην φοβηθούν τη ζωή. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να κάνουν λάθη, να φάνε τα μούτρα τους και να χάσουν τις σταθερές τους.
Βοηθούσε τους νέους. Ειδικά όταν έκρινε πως έχουν δυνατότητες και αγαπούν αυτό που σπουδάζουν. Θεωρούσε πως το ταλέντο από μόνο του δεν αρκεί, αν δεν συνοδεύεται από σκληρή δουλειά και μπόλικο μεράκι. Είχε δει πολλούς ταλαντούχους να τα παρατούν και να αυτοκαταστρέφονται και ακόμη περισσότερους να δουλεύουν σκληρά, να ξεπερνούν τα όριά τους και να τα καταφέρνουν.
Δεν βοηθούσε τους αχάριστους και τους φαφλατάδες, αν και προσπαθούσε κι αυτούς να τους κατανοήσει και να τους στηρίξει με τον τρόπο του. Δεν πίστευε πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν όνειρα και φιλοδοξίες, αλλά πως οι συγκυρίες και οι τρικλοποδιές της ζωής είναι αυτές που τους βάζουν σιγαστήρα, που ρίχνουν τις απαιτήσεις και προκαλούν τη συμμόρφωση με μια παράξενη και αλλοπρόσαλλη πραγματικότητα.
Ήταν άνθρωπος της δράσης, πολυσχιδής και με αστείρευτο χιούμορ. Αγαπούσε το καλό φαγητό, όπως και τους ανθρώπους με ισχυρή προσωπικότητα, αυτούς που μπορούσαν να τον συνεπάρουν με τις γνώσεις, τον δυναμισμό και το τσαγανό τους.
Εκτός από τη δημοσιογραφία, λάτρευε ακόμα το Μεσολόγγι, το κολύμπι και το θέατρο. Ειδικά για το θέατρο μπορούσε να μιλάει για ώρες. Να αναλύει σκηνές, να κρίνει υποκριτικές μανιέρες, να συγκρίνει παραστάσεις, ακόμα και να μοιράζει ρόλους σε άλλους ηθοποιούς όταν πίστευε πως αυτοί που είχε μπροστά του δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του έργου.
Ήταν επίσης ανοιχτόκαρδος και ανοιχτοχέρης. Δεν είναι μόνο ότι κερνούσε συγγενείς και φίλους ή βοηθούσε αθόρυβα ανθρώπους στο Μεσολόγγι, αλλά και ότι φρόντιζε να δίνει πάντοτε χρήματα σε όποιον ζητιάνο περνούσε μπροστά από το τραπέζι του. Μοιάζει πραγματικά παράδοξο, μα είναι αλήθεια. Τουλάχιστον, όσες φορές είχα την τιμή να απολαύσω την παρέα του, δεν τον θυμάμαι να αποστρέφει το βλέμμα του προσπαθώντας να αποφύγει την παρουσία ενός ρακένδυτου που πάσχιζε να περισυλλέξει κάποιο νόμισμα.
Δεν το έκανε επειδή ένιωθε ανώτερος ή επειδή έψαχνε να καλύψει μία τρύπα στο ψηφιδωτό των δικών του ματαιοδοξιών, αλλά επειδή ήθελε πραγματικά να βοηθήσει. Έστω κι αν ήξερε πως η βοήθειά του δεν θα άλλαζε τη ζωή του ανθρώπου που είχε απέναντί του, παρά μόνο θα σχημάτιζε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στο πρόσωπό του για λίγα δευτερόλεπτα.
Ο Πάικος το επιζητούσε αυτό το χαμόγελο, επειδή πίστευε ότι από τα μικρά θα γεννηθεί μία μέρα το μεγάλο, πως οι μικρές ενέργειες καλοσύνης είναι ικανές να δημιουργήσουν μία μεγαλύτερη αλυσιδωτή αντίδραση.
Ουτοπικός ρομαντισμός; Κραυγαλέα ψευδαίσθηση; Ιδιόμορφος ρεαλισμός; Ό,τι και να ήταν, ο Πάικος είχε έναν δικό του, ιδιαίτερο τρόπο να ζυγιάζει τα δεδομένα και να ονειρεύεται την ευτυχία του κόσμου. Γι’ αυτό και υπήρξε αγαπητός και σεβαστός απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, ανεξαρτήτως μικρότερων ή μεγαλύτερων πολιτικών διαφορών. Διαφορών, που παρότι ήταν υπαρκτές και σημαντικές, δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν τη στόφα ενός ανθρώπου που πορεύτηκε με εντιμότητα και ανιδιοτέλεια στη ζωή.
Δάσκαλε, καλέ μου φίλε Βασίλη, καλό κατευόδιο.
*Το άρθρο αναδημοσιεύεται με την άδεια των συντακτών