του Θάνου Καμήλαλη

Κατά την ανακοίνωση της πρότασής του για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπόρεσε να βρει κάποιο πειστικό πολιτικό επιχείρημα που να αιτιολογεί τόσο την επιλογή Τασούλα, όσο και την αντικατάσταση της Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Προσπάθησε, πάντως. Μεγάλο μέρος της δήλωσής του αναλώθηκε στην προσπάθεια να μας «εξηγήσει» γιατί δεν νιώθει υποχρεωμένος και δεν θέλει να επιλέξει κάποιον μη Νεοδημοκράτη, προσπαθώντας έτσι να προλάβει την κριτική.

«Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να διαθέτει υψηλό κύρος, ευρύτερη αποδοχή και, ασφαλώς, εμπειρία, γνώση και έμπρακτο σεβασμό στους θεσμούς. Η ευρύτερη αποδοχή, ωστόσο, δεν σημαίνει αναγκαστικά κάποια πρόταση πέραν της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας» ανέφερε αρχικά ο Πρωθυπουργός. Έχουμε καταλάβει ήδη πως εννοείται η «ευρύτερη αποδοχή». Ο Βασίλης Στίγκας, πρόεδρος των «Σπαρτιατών», έσπευσε να δηλώσει τη στήριξή του στην υποψηφιότητα Τασούλα. Θετικά εκφράστηκε και η Αφροδίτη Λατινοπούλου, πρώην πολιτεύτρια της ΝΔ, νυν αρχηγός κόμματος και ευρωβουλεύτρια, η οποία σε δήλωσή της στάθηκε κυρίως στην απομάκρυνση της Κ. Σακελλαροπούλου, χαρακτηρίζοντάς την ως «νίκη» και «δικαίωση». Συμφωνεί και ο Αντώνης Σαμαράς, πρόσφατα διαγραφείς από τον Μητσοτάκη. Ορίστε, ξεπεράστηκαν τα σύνορα της ΝΔ.

«Ούτε η διαφορετική προέλευση Προέδρου και Πρωθυπουργού εγγυάται την πολιτειακή ισορροπία, ούτε η πολιτική τους σύμπτωση δημιουργεί εξ ορισμού θεσμικό κίνδυνο» υποστήριξε, λίγο παρακάτω. Δεν βρισκόμαστε βέβαια στο σημείο που φοβόμαστε κάποιον μελλοντικό θεσμικό κίνδυνο. Βρισκόμαστε στο σημείο που οι διεθνείς καταγγελίες κατά της χώρας, για ζητήματα όπως το Κράτος Δικαίου και η Ελευθερία του Τύπου είναι «κανονικότητα» εδώ και χρόνια, σε μια χώρα που βασιλεύει η ιδιοκτησιακή λογική στην άσκηση εξουσίας.

Η ειρωνεία κλιμακώνεται στο σημείο που ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρει ότι πιστεύει πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έπρεπε να εκλέγεται για μία και μόνη 6ετή θητεία. «Έτσι, η συζήτηση για ανανέωση της παραμονής του στο αξίωμα δεν θα άνοιγε, κάθε τόσο, τον χορό των αντιπαραθέσεων. Και ο θεσμός θα έμενε μακριά από τις κομματικές σκοπιμότητες». Η «Προεδρολογία» βέβαια, ξεκίνησε από τη στιγμή που, μέσω αλλεπάλληλων διαρρoών, διοχετεύθηκε αρχικά το αίτημα δεκάδων βουλευτών της ΝΔ και στη συνέχεια η πρόθεση της κυβέρνησης να μην ανανεωθεί η θητεία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Είναι δηλαδή η κυβέρνηση που δέχθηκε να μετατρέψει τον κορυφαίο (θεωρητικά) πολιτειακό αξίωμα σε αλισβερίσι για να ικανοποιήσει τη δεξιά της πτέρυγα και να κολακέψει ακροατήρια στα δεξιά της.

Eπίσης, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι κάθε ιδέα της Νέας Δημοκρατίας για αλλαγές σε εκλογικές διαδικασίες περιλαμβάνει πάντα μείωση της δυνατότητας αντιπροσώπευσης των πολιτών. Στις βουλευτικές εκλογές επανέφεραν το μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα, ενώ υπάρχουν συχνές δημοσιεύματα για σκέψεις ανεβάσματος του ορίου του 3%. Στην αυτοδιοίκηση η θητεία έγινε 5ετής και προστέθηκε το όριο του 3%. Και στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, πρώτα αποσυνδέθηκε η διαδικασία από τη διάλυση της Βουλής και τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτείνει παράταση θητείας.

Με την επιλογή Τασούλα ο Κυριάκος Μητσοτάκης σπάει θεσμικές πολιτικές παραδόσεις δεκαετιών. Διορίζει, ουσιαστικά, καθώς δεν χρειάζεται συναίνεση από την αντιπολίτευση, ένα ενεργό κοινοβουλευτικά στέλεχος του κόμματός του στο υποτιθέμενο «ανώτερο αξίωμα». Η θητεία του Κωνσταντίνου Τασούλα στην Προεδρία της Βουλής πάντως, δείχνει μάλλον και αυτά που εκτίμησε ο Πρωθυπουργός. Δεν είναι οι «αγιογραφίες» που δημοσιεύουν τα φιλοκυβερνητικά μέσα.

Όταν, για παράδειγμα, ο Πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, Χρήστος Ράμμος, ζητούσε να καταθέσει επίσημα στην Επιτροπή Θεσμών της Βουλής, ώστε να ενημερώσει για τις έρευνες της Ανεξάρτητης Αρχής γύρω από το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, ο Τασούλας τον χαρακτήρισε προκλητικά «αυτόκλητο καλεσμένο». Σχετικά με το έγκλημα των Τεμπών, η Μαρία Καρυστιανού κατήγγειλε με ανάρτησή της πώς ο Τασούλας «κράτησε στα συρτάρια» σειρά δικογραφιών, μεταξύ των οποίων αυτήν της Ευρωπαίας Εισαγγελέως για τη σύμβαση 717.

Τον Φεβρουάριο του 2020, ο γραμματέας του ΜέΡΑ25, Γιάνης Βαρουφάκης, δημοσιοποίησε τις ηχογραφημένες συνομιλίες των Eurogroup του 2025, που αποκάλυπταν πολύ κρίσιμα στοιχεία της διαπραγμάτευσης της χώρας με τη τρόικα. Ο Κωνσταντίνος Τασούλας αρνήθηκε την κατάθεση των Euroleaks στα πρακτικά της Βουλής. Μπορείτε να διαβάσετε εδώ ένα πλήρες αφιέρωμα του TPP, μετά από μελέτη των ηχογραφήσεων. Επίσης, κατά τη διάρκεια συζητήσεων στη Βουλή, ο Πρόεδρός της λειτουργούσε συχνά ως κομματικό όργανο, σε αντίθεση με τον θεσμικό του ρόλο. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν όταν ειρωνευόταν την Πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, φωνάζοντας «πιο δυνατά, δεν ακούγεστε» και «μια ντουντούκα στην κ.Κωνσταντοπούλου», ή όταν άφηνε τον Πρωθυπουργό να λήξει συζήτηση για τις παρακολουθήσεις, φεύγοντας από την αίθουσα.

Παρόλα αυτά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για τον «άψογο, κατά γενική ομολογία, τρόπο με τον οποίο διηύθυνε, έως τώρα, τις εργασίες της Βουλής σε ένα πολύ δύσκολο κομματικό τοπίο». Παράλληλα, ο Πρωθυπουργός έκανε λαθροχειρία σε μία ακόμα αναφορά του σε αριθμούς. Προσπαθώντας να παρουσιάσει ως «ενωτική» την επιλογή του, επικαλέστηκε τις ψήφους που έλαβε για να εκλεγεί Πρόεδρος της Βουλής.

«Η ευρεία αποδοχή του προκύπτει από το γεγονός ότι εξελέγη τρεις φορές Πρόεδρος του Ελληνικού Κοινοβουλίου με την ισχυρότερη πλειοψηφία στη Μεταπολίτευση: με 283, 270 και 249 ψήφους» τόνισε.

Οι εκλογές Προέδρου της Βουλής και Προέδρου της Δημοκρατίας όμως, μολονότι και οι δύο γίνονται από το Κοινοβούλιο, είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Έχει επικρατήσει, ειδικά τα τελευταία χρόνια, ο/η εκάστοτε Πρόεδρος της Βουλής να συγκεντρώνει μεγάλες πλειοψηφίες και κάθε φορά, να προκύπτει «ρεκόρ ψήφων». Σχεδόν κανένας και καμία δεν καταψηφίζει τον Πρόεδρο της Βουλής, οι ψήφοι είναι «υπέρ» και «λευκό».

Με διαδοχικά ρεκόρ ψήφων εξελέγησαν Πρόεδροι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης το 2012 (223 υπέρ, 66 λευκά) και στη συνέχεια η Ζωή Κωνσταντοπούλου το 2015 (235 «ναι», 61 λευκά). Η εκλογή Προέδρου της Βουλής δηλαδή, μένει κατά κανόνα εκτός αντιπαράθεσης και η μεγάλη πλειοψηφία δεν σημαίνει γενικώς και αορίστως «ευρεία αποδοχή». Η εκλογή ΠτΔ συμβαίνει αμέσως μετά τις εκλογές, ο Πρόεδρος απαραίτητα προέρχεται από το πρώτο κόμμα, ενώ βασική του αρμοδιότητα είναι η διασφάλιση της ομαλής κοινοβουλευτικής λειτουργίας. Βέβαια, μετά την πρώτη θητεία του Κ. Τασούλα, η αντιπολίτευση από τα αριστερά της ΝΔ θα έπρεπε να είχε κάνει την εξαίρεση και να τον καταψηφίσει το 2023. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ όμως (πριν τη διάσπαση), τον υπερψήφισαν.

Η εκλογή ΠτΔ, από την άλλη, γίνεται κατά περιόδους πεδίο αντιπαράθεσης. Η αντιπαράθεση μπορεί να μην αρέσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά είναι βασικό στοιχείο της πολιτικής.

Όσο για το άδειασμα της Κατερίνας Σακελλαροπούλου από τον Πρωθυπουργό, αυτό είναι μνημειώδες. Mετά από έναν στερεοτυπικό έπαινο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε πως έκρινε ότι «κατά το επόμενο διάστημα και σε ένα ταραγμένο διεθνές περιβάλλον, η πατρίδα χρειάζεται Πρόεδρο της Δημοκρατίας με μακρά διαδρομή στα κοινά και με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά». Κοινώς, η Κ. Σακελλαροπούλου «δεν κάνει» για επόμενη θητεία σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό που την πρότεινε εξαρχής. Απορίας άξιο παραμένει το πώς και με ποιες αρμοδιότητες θα κινηθεί ο Κωνσταντίνος Τασούλας στο «ταραγμένο διεθνές περιβάλλον». Που ήταν ταραγμένο και την προηγούμενη πενταετία βέβαια.

Καθώς δεν υπήρχε σοβαρό επιχείρημα που να δικαιολογεί την αντικατάσταση της Προέδρου, επιστρατεύτηκε μια αόριστη επίκληση στη διεθνή επικαιρότητα. Πώς να πεις άλλωστε ότι «έπρεπε να κάνω το χατίρι σε μερίδα του κόμματός μου»; Και πώς να βρεις σοβαρό σημείο διαφωνίας με μία Πρόεδρο της οποίας το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι ποτέ, μα ποτέ δεν έκανε μισή κριτική αναφορά για ουσιαστικό πολιτικό ζήτημα;

Οι πολιτικές πράξεις της Κ. Σακελλαροπούλου εξαντλήθηκαν στη φωτογράφισή της μπροστά στον φράχτη του Έβρου. Μολονότι πρώην Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, απέφυγε καθόλη τη διάρκεια της κυβέρνησης να πει μισή κουβέντα για ζητήματα Κράτους Δικαίου, όπως το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου και οι παρακολουθήσεις. Ούτε καν ένα «πρέπει να κάνουμε περισσότερα» ενώπιον του Μητσοτάκη δεν είπε ποτέ. Συμφωνούσε δηλαδή, μέσω της σιωπής της. Έδινε μονίμως την εντύπωση πως είναι κάποιου είδους Υπουργός ή  Υφυπουργός της κυβέρνησης.

Απέναντι όμως σε έναν ακόμα θεσμικό ευτελισμό με θύτη τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η αντιπολίτευση δείχνει τις αδυναμίες της, καταφέρνοντας να μη συμφωνήσει σε ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής μέσα σε έναν μόνο χώρο, αυτόν της Κεντροαριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει πρώην υπουργό του ΠΑΣΟΚ, τη Λούκα Κατσέλη. Το ΠΑΣΟΚ προτείνει διαφορετικό πρώην Υπουργό του, τον Τάσο Γιαννίτση, τον άνθρωπο που ήταν μνημονιακός πριν τα μνημόνια, που εν μέσω της φούσκας επί Σημίτη του έφταιγε το κοινωνικό κράτος. Η Νέα Αριστερά πρότεινε τον Χρήστο Ράμμο, αλλά εξαρχής τα μεγαλύτερα κόμματα αρνήθηκαν να υποστηρίξουν μία επιλογή με ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα και συμβολισμό, την καλύτερη εκ των υποψηφίων. O κ.Ράμμος αποσύρθηκε, τονίζοντας ότι «επικράτησαν οι μικροπολιτικοί υπολογισμοί και οι κομματικές στρατηγικές, αντιπαραθέσεις και διενέξεις». Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, εντωμεταξύ, ήταν θύμα παρακολούθησης από την ΕΥΠ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, επί Αλέξη Τσίπρα, είχε κάνει σημαία του το σκάνδαλο. Όλα αυτά εξηγούνται από τον ανταγωνισμό ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ για τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον φόβο να μην ερμηνευτεί κάποια συμφωνία ως ταύτιση, ή αδυναμία.

Έχει σημασία ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Δεν είναι τιμητικό να θεωρείται «σύμβολο του έθνους» ο Κωνσταντίνος Τασούλας, έστω στα χαρτιά. Από την άλλη βέβαια, ίσως, στην παρούσα φάση, να είναι μια δυστυχώς ειλικρινής αποτύπωση της κατάστασης. Για να λύσει τα εσωτερικά του κομματικά προβλήματα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει έναν καινούριο «ανασχηματισμό». Δεν αλλάζει Υπουργούς, αλλά Προέδρους σε κορυφαία αξιώματα. Η αντίληψή του ότι είναι κάποιου είδους ιδιοκτήτης της χώρας και ότι όλα υποτάσσονται στον βωμό προσωπικών και κομματικών συμφερόντων δεν κρύβεται. Για ακόμα μία φορά μας τη θύμισε. Συμβολικά, αλλά απολύτως ξεκάθαρα.