Στην κρατική συζήτηση για την τρομοκρατία δεν θα ακούσουμε να γίνεται λόγος για τις ομάδες Ordine Nero, Ordine Nuovo, Terza Posizione, Delta, Odessa, Deva, Moutons Εnragés, Deutche Aktionsgrouppen,Wehrsportgruppe Hoffmann, που επίσης είναι τρομοκρατικές οργανώσεις, ακροδεξιές. Η επίθεση στην Οκλαχόμα το 1995 σκότωσε 168 ανθρώπους, 19 παιδιά, αλλά δεν υπήρξε καν πλήρης και ικανοποιητική διερεύνηση. Όπως το διατυπώνει ευγενικά η Μαίρη Μπόση στο βιβλίο της για τον ορισμό της τρομοκρατίας:

Είναι πασιφανές ότι οι αποδεδειγμένες σχέσεις που είχαν και έχουν οι οργανώσεις της ακροδεξιάς τρομοκρατίας με μηχανισμούς του κράτους ή του παρακράτους δεν δημιούργησαν έως τώρα την αίσθηση της γενικευμένης πολιτικής αντιπαράθεσης που τόσο έντονα καλλιεργήθηκε από τη δράση των οργανώσεων της “αριστερής” τρομοκρατίας.

Το πιο κραυγαλέο πρόσφατο παράδειγμα διεθνούς τρομοκρατίας ήταν βεβαίως η δολοφονία του Σολεϊμανί στο Ιράκ. Διαθέτουμε πλήθος σχετικών νομικών αναλύσεων (για παράδειγμα εδώ, εδώ και εδώ) που εξηγούν ότι οι προϋποθέσεις της άμεσης/επικείμενης απειλής, της αναλογικότητας και της αναγκαστικότητας που θέτει η σχετική διεθνής νομοθεσία δεν καλύπτονται από τα πραγματικά περιστατικά της επίθεσης. Όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν δίστασε να αγκαλιάσει τη δολοφονία Σολεϊμανί και να αναλάβει τον κίνδυνο της έμπρακτης υποστήριξης των ΗΠΑ σε αυτή την επιχείρηση. Είναι τρομοκράτες ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης;

Ο λόγος για τον οποίον δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισμός της τρομοκρατίας, είναι ακριβώς ότι δεν υπάρχει ορισμός που να μπορεί αποφασιστικά να περιγράψει την πολιτική βία χωρίς να μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ. Όποιος διαθέτει κάποιο θεωρητικό ενδιαφέρον για το πρόβλημα γνωρίζει πολύ καλά ότι ένας από τους λόγους που δυσκολεύουν πάρα πολύ τον ορισμό της τρομοκρατίας είναι ότι αν κάνεις αφήσει τα μπαλκόνια και τα πάνελ και προσπαθήσει κατά έναν τρόπο στοιχειωδώς αυστηρό μεθοδολογικά να ορίσει τι είναι τρομοκρατία,  πάντοτε προσκρούει στο πρόβλημα ότι είναι πολύ δύσκολο να αποφύγει να μιλήσει για τη δική του βία. Έτσι, οι ΗΠΑ μιλούν για κράτη-τρομοκράτες ή κράτη που υποθάλπουν την τρομοκρατία, που είναι ορισμός που περιλαμβάνει χώρες με τις οποίες βρίσκονται σε αντιπαλότητα, αλλά αυτό δεν λύνει το πρόβλημα, καθώς δεν είναι εύκολο να βρούμε τι ακριβώς περιέχει η δράση τους που δεν το κάνουν οι ΗΠΑ, πχ στη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ στηρίζοντας εκεί την ένοπλη πάλη κατά των εχθρών τους, ή όταν αποδέχονται τη βία κρατών όπως η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και η Χιλή λόγω της συμμαχίας μαζί τους.

Αυτό, θέλω να πω, δεν είναι ένα παραπροϊόν ή ένα φάλτσο της σχετικής συζήτησης, είναι ο ίδιος ο πυρήνας της συζήτησης για την τρομοκρατία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν είχε αναγκαστεί να υπερασπιστεί την απαράδεκτη δήλωση ότι η τρομοκρατία έχει αριστερό πρόσημο, είχε την καλοσύνη να εξαιρέσει τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Θα αναφωνούσα “πάλι καλά”, αλλά αυτό είναι τόσο γενναιόδωρο όσο και η εισαγγελική πρόταση στη δική της Χρυσής Αυγής: δεν μπορεί βεβαίως να παραβλέψει τη δολοφονία Φύσσα, αλλά δεν μας κάνει και τη χάρη να εξηγήσει τι συνέβη με τους αιγύπτιους ψαράδες, τους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ και πλήθος άλλων θυμάτων της Χρυσής Αυγής.

Η σύνθεση του πάνελ στη χθεσινή κουβέντα για την τρομοκρατία αρκούσε για να καταλάβει κανείς από την αρχή πού θα πήγαινε το πράγμα. Προτιμούν να συζητούν για τη 17 Νοέμβρη διότι είναι ο πιο χρήσιμος ιδεολογικά κρίκος αυτού του συλλογισμού. Όπως γράφει ο M. Bounan, όταν ο August Vaillant το 1893 έριξε μια αυτοσχέδια βόμβα στη βουλή, πίστευε ότι θα επιφέρει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Καταδικάστηκε, αποκεφαλίστηκε, και δόθηκαν και έκτακτοι πόροι στην αστυνομία. Αυτό είναι το παιχνίδι που παίζει τώρα η αστυνομία και οι μηντιακοί εκπρόσωποί της, όταν χρησιμοποιούν το όνομα του Παύλου Μπακογιάννη για να προκαλέσουν το συναισθηματικό δέος που κάνει τα επιχειρήματα να παραλύουν και έφτασαν στο σημείο να αυτοεξευτελιστούν με την πρόταση για την μετονομασία του σταθμού του Ευαγγελισμού, διότι ήταν από τα πράγματα πού ούτε σύσσωμος ο συστημικός τύπος δεν μπόρεσε να ξεπλύνει.

Μίλησε ο Ευάγγελος Βενιζέλος για το πώς συνδέεται η τρομοκρατία με τις παθογένειες της μεταπολίτευσης και του εγγενούς λαϊκισμού, ένας άνθρωπος που έχει συνδέσει το όνομα του με τις πιο αποκρουστικές όψεις της πολιτικής διαφθοράς στη χώρα μας. Δεν είναι λογικό λοιπόν ότι ο Ευάγγελος Βενιζέλος θα θέλει να μιλήσουμε για την τρομοκρατία; Τι πιο βολικό;

Η Νατάσα Τσουκαλά έχει γράψει μια εκτενή μελέτη για την Ένοπλη πάλη μετά τον Δεκέμβρη του 2008, στην οποία μελετά κείμενα των σχετικών ομάδων, την εκρηκτική δημοσιογραφία με τίτλους όπως “Ψάχνουν όπλα”, “Τα ευρήματα στις γιάφκες”, που συνδέει τη σημερινή γενιά με τα παλιά μέλη της 17Ν, χωρίς ποτέ να νιώσει την ανάγκη να συνεισφέρει η σχετική συζήτηση κάποιο ρημαδοστοιχείο που να εξηγεί πού βασίζεται η πεποίθηση για αυτή τη συνεργασία, ιδίως αφού θεωρεί ότι οι σημερινοί α) δεν έχουν καμία ιδεολογία και αυτά που κάνουν δεν έχουν κανένα συνεκτικό νόημα ή β) όταν έχουν ιδεολογία είναι μηδενιστική και δεν ευθυγραμμίζεται με τα οράματα κοινωνικής αλλαγής των παλαιοτέρων. Ίσως η απλούστερη εξήγηση είναι ότι και πάλι αυτό που ενδιαφέρει είναι όχι η προστασία της κοινωνίας, αλλά η ιδεολογική θωράκιση απέναντι σε όσους εναντιώνονται στο κράτος και η νομιμοποίηση της καταστολής τους.

Μας έχουν γανώσει το κεφάλι να ακούμε για την κατάληψη της Ματρώζου, χωρίς κανείς να θέτει το απλό ερώτημα: ποιος κινδύνευε από τη Ματρώζου;! Προφανώς ο Ινδαρές, γιατί δεν συνεργάστηκε με αρκετό ενθουσιασμό με την αστυνομία.

Μίλησε ο Γιάννης Πρετεντέρης, ο οποίος έχει γράψει και βιβλίο για τη 17 Νοέμβρη, όπου χρησιμοποιεί περιχαρής το απόφθεγμα της Θάτσερ ότι «Το έγκλημα δεν είναι πολιτική, είναι έγκλημα», χωρίς να του περάσει από το μυαλό ότι η Θάτσερ ήταν φίλη με τον Πινοσέτ και του έστειλε ένα ουισκάκι δώρο όταν ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Αγγλία, λέγοντας ότι το ουίσκι είναι ο μόνος θεσμός που δεν θα σε απογοητεύσει.  Αλλά αυτό δεν προβληματίζει όποιον ισχυρίζεται ότι η πηγή της βίας είναι μόνο η Αριστερά. Ο Πρετεντέρης αναφέρει στο ίδιο βιβλίο ότι οι προκηρύξεις της 17Ν ξεχείλιζαν από μίσος για τους επιτυχημένους της ελληνικής κοινωνίας, από μίσος για ό,τι ξεπερνούσε τους συντάκτες τους. Δεν έχω υπάρξει ποτέ υποστηρικτής της 17Ν και των μεθόδων της, αλλά αυτή η ανάλυση απευθύνεται στα μέλη του πάνελ που εκφωνήθηκε η ομιλία, δεν θα έχει πολλούς οπαδούς παραέξω. Ο λόγος είναι απλός. Δεν είναι οι επιτυχημένοι του Πρετεντέρη που έχουν να φοβούνται.

Να θέσουμε ένα ερώτημα, μία που με απασχολεί κι εμένα πάρα πολύ η ασφάλεια των πολιτών αυτής της χώρας: Τι είναι πιο ασφαλές να είσαι σε αυτή τη χώρα; Υπουργός ή μετανάστης; Αν ανήκεις στους πρωταθλητές της υπεράσπισης της συστημικής διαφθοράς θα πρέπει να σε ακούμε να ωρύεσαι για το πώς σου μουτζούρωσαν το κουδούνι της πολυκατοικίας σου και να μιλάς για τάγματα εφόδου.

 

Όμως έχουμε κυριολεκτικά Τάγματα Εφόδου σε αυτή τη χώρα, που άλλοι τα έχουν καταλάβει στο πετσί τους, και δεν ήταν καθόλου επιτυχημένοι. Αν είσαι μετανάστης μπορεί να γλιτώσεις από λάθος και μετά να χρειαστεί να αντιμετωπίσεις τους θύτες στο δικαστήριο να γελάνε και να σε κοροϊδεύουν, όταν δεν σε απειλούν. Αν είσαι Η Μάγδα Φύσσα, θα αντιμετωπίσεις στο δικαστήριο τον άνθρωπο που μπόρεσε να ξεστομίσει το «πού είναι ο Παύλος σου τώρα;»

Συνεπώς, αγαπητοί μελετητές της τρομοκρατίας, αν σας ενδιαφέρει πραγματικά ποιο είναι αυτό το κομμάτι της κοινωνίας που ζει μέσα στον τρόμο, θα χρειαστεί να χαμηλώσετε το βλέμμα μέχρι τους παρίες αυτής της κοινωνίας που κυκλοφορούν στις γειτονιές της όχι μόνο χωρίς φρουρά, αλλά χωρίς στον ήλιο μοίρα.

Την απάντηση στο ερώτημα ποιος ζει μέσα στον τρόμο δεν θα την βρούμε στους συνέδρους που έλαβαν μέρος σε αυτή την μερίδα, θα την βρούμε ακριβώς ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς που δεν συχνάζουν σε ημερίδες. Στα θύματα της Μανωλάδας θα πρέπει να αναζητήσουμε τον τρόμο.

Δεν έκανα καν το βήμα να πω ότι «τρομοκρατία είναι η μισθωτή σκλαβιά» και να αντιμετωπίσω τη βία σαν μία «ολισθηρή πλάγια» όπως με τόση μονομέρεια την αντιμετώπισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην απαράδεκτη δήλωση «Η γροθιά έγινε ρόπαλο, το ρόπαλο μολότοφ και η μολότοφ Καλάσνικοφ». Απέφυγα λοιπόν να παραθέσω τα λόγια του βαρυποινίτη Βασίλη Στεφανάκου:

Έχω δει ανθρώπους τρομοκρατημένους από την ανεργία. Παράγει τρόμο σε έναν πολίτη να μη βρίσκει δουλειά, να μην μπορεί να προσφέρει στα παιδάκια του τα βασικά. Παράγει τρόμο ιδέα να αρρωστήσει και να μη βρίσκει ούτε ράντζο. Η αβεβαιότητα και το δυσοίωνο μέλλον τρομάζουν πολύ. Το σύγχρονο δουλεμπόριο με συμβάσεις και τα stage τρομοκρατούν και αυτά. Πολύ τρόμο στα γερόντια δίνουν οι φήμες για τις συντάξεις. Επίσης τρομάζει ο κακοποιός που πυροβολεί για λεφτά, αλλά εξίσου τρομοκρατεί ο υπάλληλος της προστασίας του πολίτη, αστυνομικός μασκαρεμένος Ράμπο, με χαλκάδες, κάνα δύο όπλα, περίεργα τσαντάκια και άλλα χαϊμαλιά και συμπράγκαλα και ειδικά όταν έχει περίεργο βλέμμα. Και πάνω από όλα τα συγκοινωνούντα δοχεία ΜΜΕ, εξουσίας και αντιπολίτευσης. Αυτό δεν τρομάζει μόνο, εξαθλιώνει κιόλας.

Θα έλεγα ότι εδώ υπάρχει μόνο μισό δίκιο. Διότι εγώ δεν εξισώνω το αίμα με την οικονομική ανάγκη. Όμως λέω ότι υπάρχει αίμα, που χύνεται σε επιθέσεις σε ανθρώπους που δεν απασχόλησαν ποτέ τον Βενιζέλο και τον Χρυσοχοΐδη, και λέω επίσης ότι αν θέλουμε να αναζητήσουμε τι τρομάζει τους ανθρώπους, η απάντηση είναι όλα αυτά που αναφέρονται παραπάνω και μαζί τα δελτία ειδήσεων, που επιχειρούν να παρουσιάσουν τις καταλήψεις στέγης ως απειλή. (Ο Μ. Σταθόπουλος φρόντισε να αναφερθεί στην κατάληψη στο Κουκάκι, σημειώνοντας πως πρόκειται για παρανομία που αποκαθίσταται με τη δράση της αστυνομίας).

Ότι ο Χρυσοχοΐδής δήλωσε στην ίδια εκδήλωση πως:

«Ο τρομοκράτης έχει χάσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του να είναι άνθρωπος και σε αντίθεση με τον κοινό δολοφόνο που κινείται από μίσος, απληστία, πάθος η απανθρωπιά του τρομοκράτη είναι δεδομένη. Η ιδιοσυστασία του δεν περιέχει κανένα συναίσθημα. Αλλιώς είναι αδύνατον να ενεργήσει επίθεση. Αυτό είναι που τρομάζει στην τρομοκρατία. Η κατάληξη του να πάψεις να είσαι άνθρωπος»

 

είναι τέλειο δείγμα της τρικυμίας εν κρανίω που χαρακτηρίζει πάντοτε τις δηλώσεις του συγκεκριμένου υπουργού, αλλά και των προτεραιοτήτων του. Μας έχουν εξηγήσει επαρκώς εξάλλου, ότι το ποινικό έγκλημα δεν τους απασχολεί. Εδώ που τα λέμε, γιατί να ασχοληθεί η αστυνομία με το ποινικό έγκλημα, όταν μπορεί να δέρνει γείτονες καταληψιών;

Εγώ έχω σταθεί τυχερός στη ζωή μου, δεν μου έχει συμβεί μέχρι τώρα να με απειλήσουν με όπλο, να με μαχαιρώσουν ή να με στείλουν στο νοσοκομείο χτυπώντας με δέκα μαζί. Είμαι σίγουρος όμως ότι αυτή είναι μία εκδοχή του τρόμου πολύ πιο παρούσα και χειροπιαστή από τα φαντάσματα της 17ης Νοέμβρη στο υποτιθέμενο σύγχρονο αντάρτικο, που προσπαθεί να ανασύρει το ιδεολογικό κονκλάβιο της κυβέρνησης και οι φίλοι του. Σε ένα βιβλίο με τίτλο Η αυτοκριτική του αντάρτικου αναφέρονται από τους πρωταγωνιστές της ένοπλης δράσης οι κίνδυνοι του μιλιταρισμού, της λατρείας της βίας, της απομόνωσης από την κοινωνία κλπ. Αλλά αυτά θα ενδιέφεραν αν είχαμε στην Ελλάδα ομάδες ενόπλων που να δρουν εναντίον ανθρώπινων στόχων.

Δεν διαθέτω τον ενθουσιασμό του Σαρτρ, που έλεγε ότι

«όταν οι χωρικοί πιάνουν τα τουφέκια, οι παλιοί μύθοι ξεθωριάζουν, τα ταμπού ανατρέπονται το ένα μετά το άλλο: το όπλο ενός αγωνιστή είναι η ανθρωπιά του, διότι σε μία εξέγερση πρέπει καταρχάς να σκοτώσεις. Σφαγιάζοντας έναν Ευρωπαίο το όφελος είναι διπλό. Απαλλάσσεσαι ταυτόχρονα από έναν δυνάστη και από έναν δυναστευόμενο. Απομένουν ένας άνδρας νεκρός και ένας άνδρας ελεύθερος».

Βρίσκομαι πολύ πιο κοντά στην αγωνιώδη αμφιθυμία του Καμύ απέναντι στη βία. Δεν θέλω όμως να ξεχνάω ότι εκείνοι που μας ζητούν να καταδικάσουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται, συζητούσαν μέσω του Μπαλτάκου τι θα ψηφίσουν οι χρυσαυγίτες στη βουλή, δηλαδή έκαναν πλάτες στην πιο ωμή μορφή πολιτικής, φονικής βίας της σύγχρονης Ελλάδας. Το κάνουν ακόμα, το κάνουν όταν σιωπούν οι ίδιοι και οι αστυνομικοί τους μπροστά στον ξυλοδαρμό του δημοσιογράφου στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα.

Και γι’ αυτό, όταν ρωτά ο Κυριάκος Μητσοτάκης αν καταδικάζουμε την τρομοκρατία, δεν απαντάμε μονολεκτικά. Απαντάμε «ψήσε καφέ να σου πω», ή βρίζουμε. Διότι αυτό που προετοιμάζει πολύ μεθοδικά η κυβέρνηση με τον κατασκευασμένο πανικό ενάντια στην (αριστερή) πολιτική βία, που τον προωθεί καθημερινά με το στανιό μέσω των καναλιών, είναι μια ματιά στο μέλλον μας. Κι επειδή δεν θέλουμε το μέλλον μας να το γράφουν οι σεναριογράφοι των ειδήσεων, θυμόμαστε τον Μπακούνιν να λέει «Αιμοδιψείς είναι οι αστοί, όχι ο λαός».